Αποψη: Ορισμένοι δημοσιονομικοί υπολογισμοί

Αποψη: Ορισμένοι δημοσιονομικοί υπολογισμοί

10' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​τα προηγούμενα «Σημειώματα προς συζήτηση», είχαμε εξετάσει έναν από τους δρόμους που θα μπορούσε να ακολουθήσει το πραγματικό ΑΕΠ, τον αποπληθωριστή ως μέτρο για το επίπεδο των τιμών και τον πληθωρισμό και την πορεία του ονομαστικού ΑΕΠ. Είχαμε συμπεράνει πως η προβολή για το ονομαστικό ΑΕΠ κατέληγε σε μέσο ρυθμό ανάπτυξης για το διάστημα 2018-2080 περίπου 2,5% τον χρόνο. Η ονομαστική ανάπτυξη θα είναι κάπως υψηλότερη τη δεκαετία του 2020 επειδή θα μειώνεται η ανεργία, ασθενέστερη ονομαστική ανάπτυξη τις δεκαετίες 2030-2040 διότι η μείωση του ελληνικού πληθυσμού θα περιορίσει την απασχόληση και στη συνέχεια μετάβαση στον μακροπρόθεσμο μέσον όρο από τη δεκαετία του 2050 και μετά. Περιττό να πούμε πως αυτοί οι αριθμοί προκύπτουν λαμβάνοντας υπόψη προβλέψεις για την εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού, δημογραφική μετάβαση προς γηραιότερο πληθυσμό και αισιόδοξες προβλέψεις για τον ρυθμό της παραγωγικότητας και τον μελλοντικό πληθωρισμό. Συνεπώς, αυτές οι προβολές δεν είναι προβλέψεις, ούτε εγγύηση του τι θα συμβεί, αλλά ένα εμπεριστατωμένο αφήγημα αυτών που είναι πιθανότερο να συμβούν, λαμβάνοντας υπόψη τις υποθέσεις που έχουμε αναφέρει.

Ετσι, μπορούμε πλέον να παρουσιάσουμε ορισμένες λογικές συνέπειες που έχει στη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής η ανάλυσή μας για την ονομαστική ανάπτυξη. Θα προχωρήσουμε από το γενικότερο προς το ειδικότερο. Το γενικότερο είναι οι συνέπειες για το δημοσιονομικό ισοζύγιο και το χρέος. Το ειδικότερο είναι πώς να οργανώσει κανείς την πολιτική για το δημοσιονομικό ισοζύγιο και να αναλογιστεί τους άπειρους πιθανούς συνδυασμούς εσόδων και δαπανών, που μπορεί να οδηγήσουν την Ελλάδα σε αυτό τον δρόμο. Προφανώς, μόνο μια μικρή υποομάδα συνδυασμών εσόδων και δαπανών είναι ρεαλιστική από πολιτικής και κοινωνικής άποψης, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούμε υπερβολικά για άλλους απίθανους συνδυασμούς.

Ας περιγράψουμε το ονομαστικό ΑΕΠ με το γράμμα Υ και το επίπεδο του δημοσίου χρέους με το γράμμα Β (θυμίζει τα ομόλογα – bonds στα αγγλικά). Οπότε ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ, που μπορούμε να περιγράψουμε με το πεζό λατινικό γράμμα b, μπορεί να αποδοθεί ως b=Β/Υ. Στα τέλη του 2017 ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ ήταν b=179% του ΑΕΠ (χοντρικά 317 δισ. ευρώ) και το κριτήριο του Μάαστριχτ για το δημόσιο χρέος όπως έχει συμφωνηθεί μεταξύ των εταίρων της Ευρωζώνης είναι όριο χρέους b=60% του ΑΕΠ, οπότε πρέπει να καταβληθεί πολλή δουλειά ώστε να μειωθεί ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ – θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Και επαναλαμβάνοντας αυτό που λέγαμε σε ένα προηγούμενο σημείωμα περί της άσκησης καλής πολιτικής και επικοινωνίας, η ελληνική κυβέρνηση ίσως να θέλει να υποδείξει πώς θα το πετύχει αυτό και πόσος χρόνος θα απαιτηθεί.

Αν το b είναι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ, τότε ποιος είναι ο ρυθμός μεταβολής του; Αλλωστε, μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε το επίπεδο του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, αλλά και το κατά πόσον αυξάνεται ή μειώνεται αυτός. Αν ο λόγος του χρέους ορίζεται ως b, τότε θα περιγράψω τον ρυθμό μεταβολής του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ως Δb. Χρησιμοποιώντας ορισμένα λογαριθμικά μαθηματικά, μπορούμε να δείξουμε ότι ο ρυθμός μεταβολής του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ισούται με τον ρυθμό μεταβολής του χρέους μείον τον ρυθμό μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ: Δb=ΔB-ΔY. Η ελκυστικότητα αυτής της εξίσωσης είναι ευκολονόητη. Αν έχεις ένα λόγο που εξαρτάται από δύο μεταβλητές, τότε καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι ο λόγος θα αυξηθεί αν ο ρυθμός μεταβολής του αριθμητή υπερβεί τον ρυθμό μεταβολής του παρονομαστή και το αντίστροφο. Αν το χρέος αυξάνεται κατά 5% και το εισόδημα κατά 2%, τότε το χρέος αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από το εισόδημα και συνεπώς θα πρέπει να αυξάνεται και ο λόγος του χρέους.

Ας επιστρέψουμε όμως στον ρυθμό μεταβολής του ελληνικού ονομαστικού ΑΕΠ, ο οποίος σύμφωνα με την προβολή μας θα είναι μακροπρόθεσμα γύρω στο 2,5% τον χρόνο. Για να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ, ο όγκος του πρέπει να αυξάνεται με ρυθμό χαμηλότερο από 2,5% τον χρόνο. Σήμερα ανέρχεται περίπου σε 317 δισ. ευρώ. Πράγμα που σημαίνει πως για να μειωθεί ο λόγος, ο όγκος του θα πρέπει να αυξηθεί κατά λιγότερο από 0,025*317= 7,9 δισ. ευρώ το 2018 (ο αριθμός διαφέρει από έτος σε έτος, αλλά χρησιμοποιούμε τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο ώστε να περιγράψουμε πώς θα λειτουργήσει η μείωση του χρέους).

Συνεπώς, αν ο όγκος του χρέους θα πρέπει να αυξάνεται κατά λιγότερο από 7,9 δισ. ευρώ τον χρόνο, τότε το «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από 7,9 δισ. ευρώ, διότι η αύξηση του χρέους είναι αυτό που αποκαλώ «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα. Πρόκειται για το ποσό του χρέους που πρέπει να εκδοθεί ώστε να χρηματοδοτηθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Επιπλέον, αν το ελληνικό ΑΕΠ είναι το 2018 γύρω στα 182 δισ. ευρώ, τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα (ισούται με την αύξηση του όγκου του χρέους) δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 7,9/182=4,3% του ΑΕΠ ώστε να αρχίσει να μειώνεται ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις σειράς θεσμικών οργανισμών για το δημοσιονομικό ισοζύγιο της ελληνικής γενικής κυβέρνησης, αυτό θα κυμανθεί από μικρό έλλειμμα μέχρι μικρό πλεόνασμα (ας πούμε από -0,5% μέχρι 1% του ΑΕΠ). Αφού αυτό είναι κάτω από το όριο του 4,3% του ΑΕΠ θα πρέπει να περιμένει κανείς μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ το 2018.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της μείωσης του χρέους είναι πως με την πάροδο του χρόνου γίνεται από κάποια άποψη δυσκολότερο να διατηρηθεί η πτωτική πορεία του. Γιατί, θα αναρωτηθείτε. Αναλογιστείτε πως με επίπεδο χρέους 317 δισ. ευρώ ή περίπου 179% του ΑΕΠ, απαιτείται δημοσιονομικό έλλειμμα χαμηλότερο από το 4,3% του ΑΕΠ ώστε να μειωθεί ο λόγος του χρέους. Ας υποθέσουμε πως ο λόγος του χρέους είναι 70% (127 δισ. ευρώ). Ποιο θα ήταν το επίπεδο του «πραγματικού» δημοσιονομικού ελλείμματος που θα έπρεπε να επιτευχθεί σε αυτή την περίπτωση ώστε να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ; Το 2,5% των 127 δισ. ευρώ=3,2 δισ. ευρώ, ή με 1,8% του ΑΕΠ. Ετσι, καθώς μειώνεται ο λόγος του χρέους, μειώνεται και το «πραγματικό» έλλειμμα που είναι ανεκτό ώστε να εξακολουθήσει να μειώνεται ο λόγος του χρέους. Φυσικά, με χαμηλότερο χρέος η κυβέρνηση καλείται να πληρώσει λιγότερα χρήματα για τόκους, κάτι που καθιστά ευκολότερα επιτεύξιμο τον στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος, αν και πολλά πολιτικά συστήματα δυσκολεύονται να συνεχίσουν να μειώνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα καθώς βελτιώνεται η αναλογία του χρέους.

Υπάρχει και μια δεύτερη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή στον υπολογισμό του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Πολλές χώρες αναφέρουν δημοσιονομικό έλλειμμα που είναι πολύ χαμηλότερο απ’ όσο υποδηλώνει η αύξηση του χρέους τους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι ακολουθούν κακή λογιστική πρακτική και δεν περιλαμβάνουν στο έλλειμμα όλες τις λειτουργίες που οδηγούν σε αύξηση του χρέους, αλλά δεν αναφέρονται στο «έλλειμμα». Για παράδειγμα, συχνά εξαιρείται από το δημοσιονομικό έλλειμμα η διάσωση τραπεζών. Αλλες φορές εξαιρούνται εφάπαξ μέτρα για την υποστήριξη κρατικών εταιρειών. Πράγματι, συχνά στον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν περιλαμβάνονται κρατικές εταιρείες ή άλλοι οργανισμοί που παράγουν χρέος το οποίο θα πρέπει να αποτυπώνεται στο συνολικό «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα και δημόσιο χρέος. Συνεπώς, είναι κρίσιμης σημασίας να περιλαμβάνονται στο δημοσιονομικό έλλειμμα οι ζημίες όλων των εταιρειών και οργανισμών που ανήκουν στο Δημόσιο (ώστε να φαίνεται το «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα) και όχι απλώς ο προϋπολογισμός της κεντρικής ή ακόμη και της γενικής κυβέρνησης. Αντιστρόφως, είναι σημαντικό να ελέγχει κανείς κατά πόσον το ποσό του δημοσιονομικού ελλείμματος που αναφέρεται ισούται με το ποσό κατά το οποίο αυξάνεται το χρέος. Αν όχι, θα πρέπει να ζητηθεί από τον υπουργό Οικονομικών να εξηγήσει αυτή την ασυμφωνία.

Εξερευνώντας λίγο περισσότερο το διαφορικό λογισμό, εντοπίζουμε μία ακόμη ενδιαφέρουσα σχέση μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος, του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ και του λόγου του χρέους. Αν υποθέσουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σταθερός αριθμός και ο ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ είναι σταθερός αριθμός, τότε ο λόγος του χρέους θα αυξάνεται επ’ άπειρον ή υπάρχει κάποιο όριο όπου θα σταματήσει; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα προσεγγίσει ασυμπτωτικά μια ορισμένη τιμή – πλησιάζει όλο και πιο κοντά σε μια σταθερή τιμή καθώς μακραίνει όλο και περισσότερο η χρονοσειρά. Συνεπώς, παράγει ένα λόγο χρέους προς ΑΕΠ που έχει όριο. Η τιμή αυτού του οριακού αριθμού έχει απλή έκφραση: b=d/y, όπου b είναι και πάλι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, d είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ και y είναι ο ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ. Θα δώσω δύο παραδείγματα για να διαπιστώσετε για ποιο λόγο έχει ενδιαφέρον αυτός ο υπολογισμός.

Πρώτον, αναλογιστείτε τα κριτήρια του Μάαστριχτ, σύμφωνα με τα οποία όλες οι χώρες πρέπει να περιορίσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Υπάρχει επίσης το όριο 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι πως τα κριτήρια του Μάαστριχτ υποθέτουν και ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ γύρω στο 5% του ΑΕΠ (δηλαδή έναν φιλόδοξο ρυθμό ανάπτυξης 3% συνδυασμένο με τον στόχο για πληθωρισμό 2%). Με τον παραπάνω μαθηματικό τύπο για τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ που ασυμπτωτικά προσεγγίζει τον λόγο d/y, παρατηρούμε ότι αυτός ισούται με 3/5= 0,6 ή 60% του ΑΕΠ. Συνεπώς, τα κριτήρια του Μάαστριχτ διαθέτουν εσωτερική λογική, η οποία δεν εκτιμάται πάντοτε ή δεν είναι γνωστή στο ευρύ κοινό.

Δεύτερον, ας αναλογιστούμε τι σημαίνουν όλα αυτά τα δεδομένα για τη δημοσιονομική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει μακροπρόθεσμα η Ελλάδα. Εχουμε υποθέσει πως ο ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ θα είναι γύρω στο 2,5% τον χρόνο. Αν θέλει η Ελλάδα να μειώσει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ στο 60% του ΑΕΠ, ποια θα έπρεπε να είναι η σταθερή τιμή του δημοσιονομικού ελλείμματος; Είναι 2,5*0,6=1,5% του ΑΕΠ. Συνεπώς, αν η Ελλάδα διατηρήσει το «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα στο 1,5% του ΑΕΠ ή χαμηλότερα και ο ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ είναι μακροπρόθεσμα κατά μέσον όρο 2,5% τον χρόνο, τότε ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα τείνει προς το 60% του ΑΕΠ χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για αναδιάρθρωση χρέους. Ετσι, λοιπόν, προκύπτει ένας νέος φιλόδοξος δημοσιονομικός στόχος: η διατήρηση του συνολικού «πραγματικού» ελλείμματος του δημόσιου τομέα κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ. Πράγματι, αν η ονομαστική ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι μόνο η μισή από αυτή που περιλαμβάνεται στα κριτήρια του Μάαστριχτ, τότε το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος θα πρέπει να είναι επίσης το μισό από αυτό που θέτει η συνθήκη του Μάαστριχτ ώστε να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος, δηλαδή λόγος χρέους προς ΑΕΠ 60%.

Εν κατακλείδι

• Δεδομένων των υποθέσεων που έχω κάνει, μπορούμε να ορίσουμε έναν φιλόδοξο στόχο ή όριο για το συνολικό «πραγματικό» έλλειμμα του δημόσιου τομέα – είναι 1,5% του ΑΕΠ ή χαμηλότερα.

• Πρόκειται για όριο που πρέπει να τηρείται μόνιμα.

• Οι υπολογισμοί μας είναι ντετερμινιστικοί, δηλαδή υποθέτουμε πως ο κόσμος εξελίσσεται γραμμικά, χωρίς σχεδόν καμία μεταβλητότητα. Εδώ ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Θα υπάρχει μεταβλητότητα. Συνεπώς, στους καλούς καιρούς η κυβέρνηση ίσως να θελήσει να διατηρεί το έλλειμμα του δημόσιου τομέα σημαντικά χαμηλότερα από το 1,5% του ΑΕΠ. Σε δύσκολες εποχές και όταν η κυβέρνηση θα μπορεί να δείξει με σχετική βεβαιότητα πως η οικονομία λειτουργεί σημαντικά χαμηλότερα από τον δυνητικό ρυθμό, τότε θα μπορούσε να ακολουθήσει αντικυκλική πολιτική, λαμβάνοντας μέτρα στήριξής της και παρουσιάζοντας ελαφρώς υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα, εάν μπορεί να το χρηματοδοτήσει με λογικό κόστος.

• Παρακολουθήστε την αύξηση του χρέους – το «πραγματικό» δημοσιονομικό έλλειμμα, και συγκρίνετε αυτόν τον αριθμό με το έλλειμμα που αναφέρει η κυβέρνηση. Υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των δύο αριθμών;

• Ολα όσα αναφέραμε αφορούν το «τι» του δημοσιονομικού ελλείμματος και τη δυναμική του χρέους. Δεν λένε το παραμικρό για το «πώς» θα μπορούσε μια κυβέρνηση να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά της σε ένα περίπλοκο πολιτικό σκηνικό. Η διάνοια των μαθηματικών, ο Ελβετός Λέοναρντ Οϊλερ (1707-1783), μας έχει δώσει πανέμορφες εξισώσεις για δυναμική ανάλυση (οι εξισώσεις του Οϊλερ και οι εγκάρσιες ή βελτιστοποιημένες συνθήκες αποτελούν τη βάση για τις εξισώσεις που χρησιμοποιήθηκαν). Ωστόσο, ο Οϊλερ δεν έλυσε προβλήματα της ανθρώπινης φύσης… Συνεπώς, εξακολουθεί να έχει ζωτική σημασία η υιοθέτηση αξιόπιστων και αλληλοϋποστηριζόμενων πολιτικών.

• Στα επόμενα τρία «Σημειώματα προς συζήτηση» θα εξετάσουμε πιθανό λανθασμένο τρόπο υπολογισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος (όχι του «πραγματικού ελλείμματος» που πρέπει να μετρήσουμε) και δύο παράγοντες που είναι πιθανό να τροφοδοτήσουν μελλοντικά πίεση στο χρέος. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες έχουν αποδειχτεί στο παρελθόν σημαντικοί στην περίπτωση της Ελλάδας.

* Ο αρθρογράφος είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή