Ο χώρος και η σιωπή του γλύπτη Μουνιόθ

Ο χώρος και η σιωπή του γλύπτη Μουνιόθ

9' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπρόωρος θάνατος από καρδιακή προσβολή του διάσημου Ισπανού γλύπτη Χουάν Μουνιόθ, την περασμένη εβδομάδα, συγκλόνισε πολλούς φίλους του εδώ στην Ελλάδα που τον γνώριζαν και παρακολουθούσαν τις τακτικές του εκθέσεις στην γκαλερί Bernier/Eliades.
Ο 48χρονος Χουάν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του. Η Tate Modern του Λονδίνου φιλοξενεί αυτό τον καιρό μια τεράστια, ρηξικέλευθη εγκατάστασή του, ενώ τον Οκτώβριο ξεκινά η αναδρομική του στην Ουάσιγκτον, που θα περιοδεύσει σ’ όλον τον κόσμο.
Ο Μουνιόθ διέθετε ένα εναργές, αεικίνητο πνεύμα. Ηταν βιβλιοφάγος, ραδιοφωνατζής, δεξιοτέχνης της τράπουλας, έγραψε λογοτεχνία και κείμενα για την τέχνη, την αρχιτεκτονική, το θέατρο. Εξέθεσε τα έργα του, γλυπτά κοάν, που διακατέχονται από υπαρξιακή σιωπή και ένταση, στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Ως ουτοπιστής και ρομαντικός πίστευε πως «τα καλά έργα θα πρέπει σαν τα βουδιστικά κοάν να παραμένουν στο καθεστώς του ανέφικτου. Να διατηρούν αναπάντητο το ερώτημα και να μας βοηθούν να εγκυμονήσουμε ερωτήματα».
Συνήθιζε να φιλτράρει τη μεταφυσική του πραγμάτευση του χώρου μέσα από τον οριακό, δραματοποιημένο χειρισμό μιας ευάλωτης ανθρώπινης φιγούρας. Συχνά οι μορφές του (νάνοι, πολεμιστές κ.λπ.) κοιτάζονται αμήχανα στον καθρέφτη, αναζητώντας αφορμή να υπάρξουν, ή σφηνώνονται στον τοίχο ανήμποροι να πατήσουν το πάτωμα-άβυσσο. Οι μπαλαρίνες, τα τρυφερά σαν δέρμα σιλικονούχα γλυπτά και οι νάνοι του υπέφεραν ανέκαθεν από έλλειψη ευστάθειας.
Οι φυσιογνωμίες του -καμιά φορά αστείες- στατικές, απορροφημένες στον εαυτό τους ή παρατημένες στα έπιπλα μιας αίθουσας αναμονής, έδειχναν νοτισμένες στη λήθη. Ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν πραγματικά με τον χώρο που τις φιλοξενούσε. Ακόμη κι η σχέση τους με το πάτωμα ήταν επισφαλής. Στην «Ερημη Χώρα» του ’94 (αναφορά στο ομώνυμο ποιητικό έργο του Τ. Σ. Ελιοτ) ο Μουνιόθ έκανε πατώματα-αβύσσους, δανεισμένα από τους σκοτεινούς κώδικες του Escher, αναφερόμενος ταυτοχρόνως στον αναγεννησιακό κάνναβο ως αλληγορία του ουτοπικού χώρου. Σε μια συνέντευξή του προς την υπογράφουσα, το ’96 (περ. «Χάος», τ. 8), είπε: «Αυτά τα οπτικά πατώματα σε κάνουν να νιώθεις πως κάτω απ’ τα πόδια σου βρίσκεται μια κινούμενη άμμος. Υπάρχει, λοιπόν, εδώ το άγχος της πτώσης, όπως και σε άλλα έργα μου». Υστερα εκμυστηρεύτηκε πώς ονειρεύεται κάποτε να ζωντανέψει αυτήν την άβυσσο σε μια κατασκευή. Φαινόταν πραγματικά αδύνατο. Κι όμως αυτό ακριβώς κατάφερε φέτος στην Tate Modern, δύο μήνες προτού πεθάνει. Πραγματοποίησε το «ανέφικτο» όνειρό του.
Ο Μουνιόθ (που μαζί με τον Τ. Scutte, τον Μ. Kippenberger και δυο τρεις άλλους έδωσαν το στίγμα της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης) κράτησε την ουσία της παράδοσης χωρίς να υποκύψει στη μανία του «νέου», στην ελαφρότητα των ηθών της σύγχρονης τέχνης, στην παγκοσμιοποίηση/αμερικανοποίηση και όλα τα ροζ κουφέτα της εποχής. «Δεν θέλω να με θεωρούν μοντέρνο καλλιτέχνη», έλεγε. «Με απασχολούν τα ίδια ακριβώς προβλήματα που μας απασχολούσαν πριν από διακόσια χρόνια. Η ιδέα του νέου δεν είναι σημαντική ούτε η ιδέα του παλιού. Και δεν υπάρχει ουσιαστική αντίθεση μεταξύ τους. Ο πνευματικός χρόνος είναι ενιαίος…».
Στην αδημοσίευτη συζήτηση που ακολουθεί (έγινε μετά την προπέρσινη έκθεσή του στην Bernier/Elliades) μίλησε για τα κίνητρά του στη ζωή και την τέχνη, για τις οφθαλμαπάτες του έργου του και τις αυταπάτες της πραγματικότητας. Διαχώρισε τη θέση του από διάσημους καλλιτέχνες, αλλά δεν χαρίστηκε ποτέ στον εαυτό του.

– Γιατί θέλησες να γίνεις καλλιτέχνης;
– Στην αρχή δεν ήθελα. Ονειρευόμουν να γίνω ιστορικός τέχνης, αλλά ύστερα κατάλαβα πως ήταν πιο δύσκολο να γίνω καλλιτέχνης κι έτσι ακολούθησα την πρόκληση.
– Εχεις μια λαμπρή διεθνή καριέρα κι όμως γράφεις συνέχεια βιβλία, κάνεις ραδιόφωνο, ασχολείσαι με την τράπουλα. Τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με τη δουλειά σου;
– Γράφω για ό,τι με απασχολεί. Την αρχιτεκτονική, την ανθρωπολογία, την οφθαλμαπάτη, τη μαγεία. Εχω δημοσιεύσει κι ένα βιβλίο για τα παιχνίδια που παίζονται στους δρόμους. Στις ραδιοφωνικές μου εκπομπές εξηγούσα τα τρικ της τράπουλας. Τι σημαίνει το bottom dealing, πώς να διαλέξεις το κατάλληλο χαρτί, πώς να μοιράσεις έξυπνα. Και πώς να βγάλεις λεφτά με το πόκερ και τους παπατζήδες… Τα παιχνίδια έχουν πολύ ενδιαφέρον, όπως και ο δρόμος. Την έννοια του δρόμου αφορούσε έντονα και η έκθεση που έκανα το ’96 στο Dia Center της Νέας Υόρκης.
Να νικάμε…
– Η ζωή είναι για σένα ένα παιχνίδι στο οποίο πρέπει να κερδίζουμε πάση θυσία ή πρέπει να μάθουμε να χάνουμε μ’ αξιοπρέπεια;
– Πρέπει να νικάμε οπωσδήποτε – χωρίς να μας τρομάζει και η ήττα. Είναι όμως πολύ σημαντικό να ξέρει κανείς τι σημαίνει πραγματική νίκη. Για μένα είναι μάλλον η κατάκτηση του χώρου ανάμεσα στην επιθυμία και το ανέφικτο της πραγμάτωσής της. Το τέλειο δεν μ’ ενδιαφέρει και τόσο. Προτιμώ την ατέλεια. Κατά βάθος σιχαίνομαι αυτή τη λογική των Αμερικανών που θέλουν πάντα να νικάνε.
– Πώς συλλαμβάνεις τα έργα σου; Τι σε εμπνέει;
– Για πολλά πράγματα μου μιλάει απευθείας το ένστικτο. Κι έτσι πάω απλώς στο ατελιέ, ελπίζοντας ότι θα είμαι δεκτικός στον εαυτό μου. Εχω έναν συνεχή και παράξενο διάλογο μαζί του. Αρκετά πράγματα μου συμβαίνουν παρά τη θέλησή μου. Μερικές φορές μάλιστα αναρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος γιατί ένα πράγμα μού φαίνεται τόσο σημαντικό.
– Πώς σου φαίνονται τα παλαιότερα έργα σου;
– Η νοσταλγία δεν μ’ αρέσει καθόλου. Κοιτάζοντας όμως πίσω αναγνωρίζω μερικά πετυχημένα έργα. Λόγου χάριν, οι νάνοι που έκανα πριν από χρόνια είναι θαυμάσιοι. Εκείνη την εποχή όλοι σνόμπαραν την ανθρώπινη φιγούρα και εγώ προσπαθούσα τόσο σκληρά να την πετύχω. Μακάρι να έκανα πάντα τέτοια έργα. Ναι, κοιτάζω πίσω… Θυμάμαι και τους Κινέζους μου, αυτούς τους 20-30 μεγάλους Κινέζους, στη Βενετία…
Κινέζοι και νάνοι
– Γιατί διάλεξες τους Κινέζους ως μορφές;
– Το έκανα μάλλον γιατί δεν τους αναγνωρίζουμε ως οικείους. Εχουν κάτι παράξενο για μας.
– Και τους νάνους;
– Μ’ αυτούς ήταν αλλιώς. Αυτοί προσπαθούσαν να μας κάνουν να νιώσουμε αμήχανα, άβολα.
– Τι άλλαξε με τα χρόνια στην αντίληψή σου για την τέχνη;
– Οσο περνάει ο καιρός μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η ακρίβεια, ενώ παλιά δεν μ’ ένοιαζε. Επίσης παλαιότερα η δουλειά μου αφορούσε ένα πράγμα ενώ τώρα χτίζεται πάνω σε μια «γεωλογική διαστρωμάτωση». Εχει διάφορα επίπεδα. Εξωτερικά δείχνει απλή, αλλά αν αρχίσει κανείς να ψάχνει μέσα της, γίνεται πιο πολύπλοκη. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω.
– Τώρα τα έργα σου δείχνουν περισσότερη αυτοπεποίθηση.
– Δεν ξέρω. Παλιά νόμιζα ότι όσα πράγματα κάνω στο ατελιέ μπορώ να τα δείχνω στους ανθρώπους. Τώρα καταστρέφω πάνω από τα μισά. Μπορεί να βλέπεις τώρα περισσότερη πεποίθηση στα έργα μου, αλλά ίσως αυτό να είναι κακό, γιατί χάνω.
– Χάνεις σε ειλικρίνεια;
– Οχι, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην τέχνη. Χάνω σε αυθορμητισμό.
– Εννοείς αυτό που λέμε «πρώτη ματιά»;
– Ναι. Γιατί υπήρχε εποχή που δεν μου καιγότανε καρφί. Καρφί…
– Ισως να συμβαίνει αυτό γιατί τώρα έγινες διάσημος…
– Λες; Μπα…
Μοναξιά…
– Ταξιδεύεις συνέχεια. Πού νιώθεις περισσότερη μοναξιά; Στα αεροδρόμια ή στο ατελιέ;
– Δεν νιώθω μοναξιά στα αεροδρόμια. Νιώθω μοναξιά στο ατελιέ. Εκεί, ναι, νιώθω φοβερά μόνος. Η αλήθεια είναι ότι έχω διαχωρίσει εντελώς τους δύο αυτούς κόσμους. Τον εξωτερικό και το ατελιέ, όπου έρχομαι αντιμέτωπος με την ίδια μου τη γλώσσα, τα όριά της και τους σκληρούς περιορισμούς της ίδιας της γλυπτικής. Πολλές φορές δυσκολεύομαι. Είμαι πολύ καλός στο να παρουσιάζω, π.χ., ανθρώπους που πολεμάνε τον εαυτό τους, την εικόνα τους, την κρυφή βία που εκπροσωπούν. Αλλά θα ήθελα μερικές φορές να δείξω και κάτι άλλο, π.χ. μια γυναικεία φιγούρα, και δεν τα καταφέρνω. Κι έτσι μου φαίνεται προτιμότερο να κάθομαι ώρες σ’ ένα εστιατόριο απ’ το να γυρίσω πίσω στο ατελιέ.
– Εχεις μιλήσει παλαιότερα για τις επιρροές σου από τον Βελάσκεθ, τον Γκόγια, τον Τζιακομέτι κ.ά. Στηρίζεσαι στην ιστορία. Πιστεύεις ότι η παράδοση είναι απαραίτητη σήμερα; Γιατί πολλοί καλλιτέχνες σήμερα την απορρίπτουν ολοσχερώς…
– Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών σήμερα που σκέφτεται διαφορετικά από εμένα. Τα τελευταία χρόνια γνώρισα, π.χ., από κοντά τον Mathew Barney και τον Robert Gober στην Αμερική κι είδα πως σκέπτονται διαφορετικά από εμένα. Είναι αλήθεια πως νιώθω πολύ μόνος μου σ’ αυτό το ταξίδι. Εμένα δεν με ενδιαφέρει να με θεωρούν μοντέρνο καλλιτέχνη. Δεν μου φαίνεται σημαντική η ιδέα του καινούργιου. Ούτε του παλιού. Και δεν πιστεύω ότι υπάρχει πραγματική αντίθεση αναμεταξύ τους. Η εμπειρία του χρόνου έχει την έννοια της διαχρονίας. Σαν να έχουμε να κάνουμε με μια ταυτόχρονη εμπειρία, χωρίς διαχωρισμούς. Ο πνευματικός χρόνος είναι στην ουσία ενιαίος. Κι εκεί συνδιαλέγονται καλλιτέχνες από το παρελθόν και το παρόν.
– Η σύγχρονη τέχνη εστιάζει ολοένα και περισσότερο στις ιδιωτικές ιστορίες χρησιμοποιώντας υπερεπικοινωνιακά μέσα όπως το video, το Internet κ.λπ. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται ότι ανήκουμε όλοι σ’ ένα υποσχετικό, τεράστιο χωριό που σταδιακά θα «εξισώσει» την κουλτούρα μας στo πλαίσιo μιας παγκοσμιοποίησης. Εσύ τι λες;
– Δεν ξέρω, ίσως να ζούμε σ’ έναν καταπληκτικό και τελείως ροζ κόσμο, και να μην το ξέρω. Εγώ πάντως είμαι ευτυχής που δεν ζω σ’ έναν τέλειο, ροζ κόσμο. Και χαίρομαι που είμαι μόνος μου. Το καλύτερο πράγμα που άκουσα τα τελευταία χρόνια για τη δουλειά μου ήταν «μου άρεσε πολύ, γιατί μ’ έκανε να νιώσω πολλή μοναξιά». Οσον αφορά την παγκοσμιοποίηση είναι μια απάτη, ένα όμορφο ψέμα. Αλλά ο κόσμος τρελαίνεται για ψέματα. Του αρέσει να παραμυθιάζεται και να χαζεύει στις γκαλερί μάσκες από εξωτικά μέρη.
Υποκειμενισμός
– Ψέμα είναι και η τελειότητα της όρασης. Οι οφθαλμαπάτες που έχεις χρησιμοποιήσει σχολιάζουν την αδυναμία μας να «δούμε» πραγματικά ή πιστεύεις μόνο στην υποκειμενική σκοπιά;
– Οχι μόνο πιστεύω στον υποκειμενισμό, αλλά είμαι εξαιρετικά καχύποπτος και με τον εαυτό μου. Φαντάσου ότι ως επαγγελματίας έχω πολύ εξασκημένη «όραση» και παρ’ ολ’ αυτά δεν πιστεύω ούτε στα ίδια μου τα μάτια. Βλέπω χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα και πάλι αμφιβάλλω.
– Αν το υποκειμενικό είναι ο μόνος δρόμος τότε πώς θα αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, που θεωρείται κάτι αντικειμενικό;
– Ποια πραγματικότητα; Αφού δεν υπάρχει αντικειμενική θεώρηση γι’ αυτήν. Η πραγματικότητα είναι σαν το γνωστό ταξίδι του Κλίντον. Πήγε σε έξι χώρες της Ευρώπης και η καθεμιά ξεχωριστά πιστεύει ότι της είπε: «Εσύ είσαι η αγαπημένη μου ερωμένη». Ναι, είναι αλήθεια, μη γελάς. Πήγε σε Τουρκία, Ελλάδα, Βουλγαρία κι αλλού. Στο Βερολίνο λέει «Είμαι ένας Βερολινέζος», στο Παρίσι «Je t’aime», στην Ισπανία «Η Μαδρίτη με σκότωσε με την ομορφιά της». Κι όλοι τα πιστεύουν. Πες μου λοιπόν: Πού πήγε η πραγματικότητα; Ολοι τρελαίνονται για αυταπάτες. Και θέλουν κάποιον να τους λέει ψεύτικες ιστορίες στην οθόνη ή αλλού. Εγώ αρνούμαι να παίξω αυτόν τον ρόλο.
– Αν ερχόταν ξαφνικά ένας Αμερικανός και σε κατηγορούσε για ρομαντισμό και ότι αδιαφορείς για την τεχνολογία και την άμεση επικοινωνία, τι θα απαντούσες;
– Θα του έλεγα ότι όσα λέει είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Αλλά κατεύθυνση δεν θα άλλαζα. Γιατί θέλω να παραμείνω πιστός στο συγκινησιακό μου παρελθόν. Γιατί ξαφνικά ν’ αρχίσω να κάνω video; Ή να πιστέψω, π.χ., ότι το CNN είναι η μόνη έκφραση του ανθρώπου; Γιατί; Δεν έχω λόγο. Τα προβλήματα που με απασχολούν είναι τα ίδια ακριβώς που υπάρχουν τα τελευταία 200 χρόνια. Τα ίδια παμπάλαια θέματα: o έρωτας, ο θάνατος κ.λπ.
– Και τι κάνει ένα έργο τέχνης σημαντικό, διαχρονικό; Το ν’ αγγίξει εύστοχα τα αρχετυπικά θέματα που ανέφερες;
– Οχι αναγκαστικά. Σημαντικό είναι το έργο που σου επιστρέφει την ένταση που του έστειλες όταν το κοίταζες. Οταν το κοιτάζεις και σου επιστρέφει κάτι πίσω, τότε παραμένει σημαντικό στον χρόνο. Εμένα, λ.χ., μου αρέσει περισσότερο ο Παρμιτζανίνο παρά ο Ραφαήλ. Γιατί προτιμώ την αδυναμία από την πίστη στο τέλειο. Κι απ’ αυτήν την άποψη ο Ραφαήλ ήταν ένας ανόητος καλλιτέχνης…
Τη μαγεία
– Τι αναζητάς απ’ τη ζωή;
– Αναζητώ την έκπληξη, τη μαγεία. Μ’ αρέσει να αναρωτιέμαι για τα πράγματα. Καμιά φορά ψάχνω και το μεταφυσικό τέλειο. Συμβαίνει φαντάζομαι στον καθένα. Μπορεί, λ.χ., να πας στις 5 το πρωί στην Κεντρική Αγορά της Αθήνας, να δεις ένα παράξενο φως, και να νιώσεις στον αέρα κάτι εξαιρετικά δυνατό και όμορφο. Παρατηρείς γύρω σου όλους αυτούς που πουλάνε κρέας, φρούτα, και φωνάζουν, και νιώθεις ξαφνικά ότι «κάτι σημαντικό συμβαίνει εδώ πέρα». Κι ενώ όλα γύρω δείχνουν συνηθισμένα, για σένα αποκτούν ένα ιδιαίτερο νόημα. Κι είσαι επιτέλους ευτυχισμένος, γιατί συνήθως τα περισσότερα απ’ αυτά που κάνεις δεν έχουν νόημα. Αυτήν την έκπληξη, αυτό το νόημα αναζητώ συνεχώς. Αλλά δεν βρίσκω την παραμικρή λύση. Το νόημα δυστυχώς είναι ανείπωτο. Και συχνά απλώς κατοικεί στη χώρα του ανέφικτου.

* Η κ. Βασιλίκα Σαριλάκη είναι ιστορικός Τέχνης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή