Κυριακή στην Κινέττα

2' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κυριακή 22 Ιουλίου, στη βεράντα του σπιτιού της Κινέττας. Ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα Γεράνια όρη και η θάλασσα άλλαζε αποχρώσεις. Απαθανάτισα το στιγμιότυπο με το κινητό μου – αγαπημένη συνήθεια. Όσες φωτογραφίες κι αν έχω τραβήξει αυτής της ώρας, πάντα από την ίδια πολυθρόνα της βεράντας, το χρώμα του ορίζοντα δεν είναι ποτέ το ίδιο. Ανάλογα με τη γωνία λήψης, μπαίνουν στο πλάνο κάποιο πεύκο, ο ευκάλυπτος μπροστά στα κάγκελα, η ελιά της εισόδου… Και πάντα μια φάσα από σκίνα, που θέριεψαν μετά τη φωτιά στις αρχές του ’80 και έχουν καταλάβει το κτήμα. 

Ήταν η τελευταία Κυριακή στην εξοχή, η τελευταία μέρα των καλοκαιρινών μου διακοπών. Την επομένη θα επέστρεφα στην Αθήνα, στη δουλειά, στο στούντιο του 9.84. Το βιβλίο της Ελένης Στελλάτου «Το κόκκινο και το άσπρο», μισάνοιχτο στο στήθος μου, διαβαζόταν αργά, ανάμεσα σε διαλείμματα ρέμβης και ονειροπόλησης. Θα μιλούσα γι’ αυτό στην εκπομπή της Δευτέρας και υπογράμμιζα με μολύβι κάποιες φράσεις που έμοιαζαν να δένουν με την ατμόσφαιρα του σπιτιού τούτη τη γλυκιά ώρα του δειλινού. 

Χτισμένο το 1961, το σπίτι στην Κινέττα διατηρεί ολοζώντανες τις παιδικές μου αναμνήσεις και ξανασμίγω μαζί τους όποτε το επισκέπτομαι. Θυμάμαι την πρόταση γάμου που έκανα στα τέσσερά μου χρόνια στον έφηβο γιο της νονάς μου. Ήταν σίγουρα η πιο θαρραλέα στιγμή των παιδικών μου χρόνων! Θυμάμαι τις βάρκες που έβγαιναν στην παραλία τις Κυριακές, για να πουλήσουν την ψαριά τους στους παραθεριστές. Ελάχιστα ενδιαφερόμουν για το φρέσκο ψάρι, που η αγορά του ήταν πάντα ένα μείζον θέμα για τους γονείς, εγώ ήθελα να πάω βόλτα με τη βάρκα, επιθυμία που ποτέ δεν εκπληρώθηκε. Θυμάμαι την επιστροφή στην Αθήνα κάθε Κυριακή, από την παλιά εθνική οδό, την ωραία διαδρομή πλάι στη θάλασσα.  Η καινούργια, τότε, Αθηνών-Κορίνθου, που κατασκευαζόταν όλη τη δεκαετία του ’60, δεν μας συγκινούσε. 

Το βιβλίο της Ελένης Στελλάτου ξανάφερε στον νου μου βουτιές και πιτσιλίσματα στη θάλασσα, γυμνά πόδια να τρέχουν στα βότσαλα, εξερευνήσεις στην άκρη του γιαλού. «Η θάλασσα μοιάζει με ζαφειρένια πλάκα αράγιστη κι εκείνος παρατηρεί τα δαχτυλάκια του μες στο νερό. Τα κουνάει πάνω κάτω, τα παραχώνει κιόλας μέσα στα βότσαλα, ώσπου τα χάνει από τα μάτια του και η απορία του διαθλάται ως τη μεγάλη φούξια ομπρέλα της μαμάς του, που τον επιτηρεί στοργικά…» Τα μεγάλα κατάλευκα βότσαλα της παραλίας έχουν εξαφανιστεί. Εδώ και χρόνια τα βλέπω να διακοσμούν τα προϊόντα των πολυκαταστημάτων και να στολίζουν αστικούς κήπους. Πότε απομακρύνθηκαν από το φυσικό τους περιβάλλον και έγιναν ντεκόρ; Πότε έπαψαν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ακροθαλασσιάς και συνοδεύουν εμπορικά προϊόντα κήπου; 

Την Κυριακή 22 Ιουλίου, έφυγα νύχτα από το σπίτι της Κινέττας, κλείδωσα τη μεγάλη καγκελόπορτα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άργησα να αναχωρήσω, επειδή προετοίμαζα στη βεράντα την εκπομπή της Δευτέρας. Στη διαδρομή σκεφτόμουν ποια θα είναι η πρώτη μου ατάκα. Δεν έβρισκα τις κατάλληλες λέξεις. Μόλις θα έφτανα σπίτι, θα κοιτούσα τη φωτογραφία που τράβηξα με το κινητό μου, τον ορίζοντα το σούρουπο. Θα μου τις ψιθύριζε…

Τη Δευτέρα 23 Ιουλίου, το σπίτι και ο κήπος δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις φλόγες της μεγάλης πυρκαγιάς… Ένα στρώμα στάχτης σκέπασε τα πάντα. Οι παιδικές μου φωνές, η θαρραλέα πρόταση γάμου στον Αλεξάντερ, τα γυμνά μας πόδια στο μωσαϊκό, ο  ύπνος στρωματσάδα στη βεράντα κάτω από τα άστρα θα ζουν στο εξής μόνο μέσα μου.       ■

* Η  Έλενα Χατζηιωάννου εργάζεται ως δημοσιογράφος από το 1983. Επιμελείται και παρουσιάζει την εκπομπή «Ράδιο City» στον Αθήνα 9.84.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή