Εφιάλτης για ασφαλισμένους και συνταξιούχους το δημογραφικό

Εφιάλτης για ασφαλισμένους και συνταξιούχους το δημογραφικό

6' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αύξηση των εισφορών κατά 35%, ώστε από 20% σήμερα, να φθάσουν στο 27% των αποδοχών για την κύρια ασφάλιση και από 6% σε 8,1% για την επικουρική, ή μείωση των ήδη πολύ χαμηλών συντάξεων κατά επιπλέον 30%, είτε εναλλακτικά αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης σταδιακά, στα 73 έτη από 67 σήμερα, θα κληθούν να αποφασίσουν εντός των επόμενων ετών οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στο σύνολο του πληθυσμού ως αποτέλεσμα δύο βασικών μεταβλητών, του προσδόκιμου ζωής και του δείκτη γονιμότητας, αναμένεται να φέρει αναπόφευκτα τόσο τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και την Ελλάδα μέχρι το 2070, αντιμέτωπες με δραματικές εξελίξεις, με άμεσες συνέπειες στα ασφαλιστικά τους συστήματα. Στην αναζήτηση δε, εναλλακτικών επιλογών, ώστε να μην επιβαρυνθούν υπέρογκα οι συνταξιούχοι ή και οι ασφαλισμένοι από αυτό που όλοι χαρακτηρίζουν «δημογραφική βόμβα», οι επιστήμονες Σάββας Ρομπόλης, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλης Μπέτσης, υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου, σε μελέτη που παρουσιάζει σήμερα η «Κ» διερευνούν την δυνατότητα κάλυψης του ελλείμματος χρηματοδότησης που προκαλεί η γήρανση του πληθυσμού, με την αύξηση της παραγωγικότητας.

Αναλυτικά, όπως επισημαίνουν οι δύο ειδικοί στα οικονομικά της κοινωνικής ασφάλισης, το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού εξετάζεται από τον δείκτη εξάρτησης (old-dependency ratio). Ο δείκτης εξάρτησης ορίζεται ως ο λόγος του πληθυσμού ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τον πληθυσμό ατόμων ηλικίας 15-64 ετών. Παρατηρώντας την τιμή του δείκτη εξάρτησης, σύμφωνα με τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2018, παρατηρούμε ότι από το 33,4% το 2016, αυξάνεται στο 63,1% το 2070 (σχεδόν διπλασιάζεται). Αυτή η αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, προκαλεί σε απόλυτους αριθμούς την μείωση του πληθυσμού ηλικίας 14-65 από 6,904 εκατ. άτομα το 2016 σε 4,118 εκατ. άτομα το 2070 και ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξάνεται από 2,311 εκατ. άτομα το 2016 σε 2,610 εκατ. άτομα το 2070.

Αντίστοιχα, το εργατικό δυναμικό μειώνεται από τα 4,698 εκατ. άτομα το 2016 σε 3,071 εκατ. άτομα το 2070. Με βάση τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ότι η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων ακόμη και στο χαμηλό σημερινό επίπεδο, θα πρέπει για να καλυφθεί το έλλειμμα που προκαλείται και το οποίο εκτιμάται σε 1-1,25 δισ. ευρώ ανά δεκαετία είτε: α) να αυξηθούν οι εισφορές για την κύρια σύνταξη κατά 35% (δηλαδή από 20% που είναι σήμερα σε 27%) και για την επικουρική σύνταξη να αυξηθούν από 6% σε 8,1%, είτε β) να μειωθούν οι συντάξεις κατά 30%, δηλαδή οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να έχουν κατά 30% χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης από τους σημερινούς συνταξιούχους, είτε γ) να αυξηθούν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μέχρι το 2060 στα 73 έτη.

Αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης εξέτασαν τη δυνατότητα κάλυψης του ελλείμματος χρηματοδότησης που προκαλείται από τη γήρανση του πληθυσμού, από τον ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας. Ετσι, θεωρώντας, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, θα αυξηθεί κατά μέσο ετήσιο ρυθμό 1,7% έως το 2060, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα κάλυπτε το έλλειμμα της γήρανσης κατά 98%. Πιο συγκεκριμένα, το 2019 οι ασφαλιστικές εισφορές για την κύρια σύνταξη εκτιμώνται στα 11 δισ. ευρώ και η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη σε 25 δισ. ευρώ, ενώ για το 2070 η συνταξιοδοτική δαπάνη εκτιμάται στα 29 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές).

Παράλληλα, με στόχο τη διατήρηση του επιπέδου της κρατικής χρηματοδότησης στα σημερινά επίπεδα και τη μη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού από το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού, οι ασφαλιστικές εισφορές, σε συνθήκες λιγότερου εργατικού δυναμικού, θα πρέπει να προσεγγίζουν τα 15 δισ. ευρώ. Ετσι, με μία μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1,5% (συν τον πληθωρισμό), ως ελάχιστο ετήσιο ποσοστό αύξησης του μέσου μισθού (από 950 ευρώ μεικτά το 2018 σε 2.060 ευρώ μεικτά το 2070), θα καλύπτονταν κατά 95% το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού τουλάχιστον για τα επόμενα 52 έτη. Συνεπώς, καταλήγει η μελέτη που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η προοπτική αυτή θα διατηρούσε την κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος σε επίπεδα που θα προσεγγίζουν το 6,1% του ΑΕΠ.

Αύξηση εισφορών φέρνει η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού

Περισσότεροι από 1,5 εκατ. εργαζόμενοι, αλλά και άνεργοι, μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είτε απασχολούνται με πλήρη ή με μερική απασχόληση, άνεργοι που λαμβάνουν κάποιο επίδομα ή συμμετέχουν σε πρόγραμμα απασχόλησης, καθώς και ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι που καταβάλλουν εισφορές με βάση τις κατώτατες αποδοχές θα επηρεασθούν θετικά ή αρνητικά από την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού.

Από τις 15 Ιανουαρίου

Η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου ξεκαθάρισε πως ο νέος κατώτατος μισθός, ενιαίος για όλους τους εργαζομένους ανεξάρτητα από την ηλικία, θα ισχύσει από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου. Και σύμφωνα με εργατολόγους και συνδικαλιστές, η αναπροσαρμογή αυτή που εκτιμάται πως θα κινηθεί πέριξ του 5% με 8%, θα επηρεάσει θετικά περίπου 400.000 εργαζόμενους μισθωτούς που αμείβονται με βάσει τις κατώτατες αποδοχές και τους χιλιάδες απασχολούμενους με ευέλικτες μορφές εργασίας των οποίων η αμοιβή είναι συνδεδεμένη με τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, όπως και χιλιάδες άνεργους και δικαιούχους ειδικών παροχών του ΟΑΕΔ. Την ίδια στιγμή, βέβαια, εκατοντάδες χιλιάδες μη μισθωτοί θα δουν τις εισφορές τους να αυξάνονται, καθώς υπολογίζονται με βάση τις κατώτατες αποδοχές, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, που έχει ήδη κατατεθεί στην αρμόδια επιτροπή και στο υπουργείο Εργασίας, ένας στους έξι μισθωτούς πλήρους απασχόλησης αμείβεται με μισθό έως 650 ευρώ, που σημαίνει ότι ενδεχόμενη ακόμα και σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει άμεσα ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του δυναμικού των μισθωτών, με πιθανή επίπτωση τόσο θετική (αύξηση μισθού) όσο και αρνητική (μείωση σχετικών θέσεων εργασίας). Μάλιστα, περισσότερο από το 28,8% των μισθωτών πλήρους απασχόλησης αμειβόταν το 2017 με μισθό χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό του 2011 (756 ευρώ), γεγονός που σύμφωνα με τους μελετητές του ΙΒΟΕ εγείρει ανησυχία πως ενδεχόμενη ταχεία επιστροφή στο ύψος του 2011 θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση στη ζήτηση εργασίας, σε επίπεδο αρκετά μικρότερο από αυτό στο οποίο έχει ισορροπήσει σήμερα η ελεύθερη αγορά εργασίας.

Χιλιάδες θα είναι και οι έμμεσα ωφελούμενοι, που λαμβάνουν κάποιο επίδομα από τον ΟΑΕΔ, καθώς στην πλειονότητά τους αυτά υπολογίζονται ως ποσοστό του κατώτατου μισθού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Μεταξύ των επιδομάτων που αναμένεται να αναπροσαρμοστούν μαζί με τους μισθούς από το δεύτερο 15ήμερο του Ιανουαρίου, είναι το επίδομα ανεργίας, το εποχικό βοήθημα, το ειδικό βοήθημα που χορηγείται μετά τη λήξη επιδότησης της ανεργίας, οι αμοιβές των ανέργων που καλύπτονται από τα προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ, το επίδομα των αποφυλακισμένων, καθώς και το βοήθημα για επίσχεση εργασίας.

Ποιους επηρεάζει

Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού αναμένεται να επηρεάσει άμεσα και την «τσέπη» εκατοντάδων χιλιάδων μη μισθωτών, αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και εργαζομένων που αμείβονται με μπλοκάκι, καθώς ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει πως οι κατώτατες εισφορές τους υπολογίζονται ως ποσοστό επί του μεικτού κατώτατου μισθού άγαμου ανειδίκευτου εργάτη. Βέβαια, αντίστοιχα θετική επίδραση θα έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού στα έσοδα του ΕΦΚΑ. Να σημειωθεί ότι, σήμερα, ο κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 586 ευρώ και οι κατώτατες εισφορές των επαγγελματιών ανέρχονται στα 157 ευρώ (26,9% x 586 ευρώ). Ετσι, αν για παράδειγμα ο μεικτός κατώτατος μισθός στις αρχές του 2019 αυξηθεί κατά 2% και ανέλθει στα 597 ευρώ, οι κατώτατες εισφορές των επαγγελματιών με ετήσιο εισόδημα έως 7.164 ευρώ θα ανέλθουν στα 160 ευρώ (26,9% x 597 ευρώ). Εάν ο κατώτατος φθάσει στα 615 ευρώ (+5%), η κατώτατη δυνατή μηνιαία εισφορά για κύρια ασφάλιση και υγεία θα ανέλθει σε 165,4 ευρώ, ήτοι αύξηση 8,4 ευρώ τον μήνα. Εάν η αύξηση είναι 8%, η εισφορά για κατώτατο μισθό 632,8 ευρώ θα ανέρχεται σε 170,2 ευρώ τον μήνα (+13,2 ευρώ τον μήνα). Αντίστοιχη επιβάρυνση θα υπάρξει και στην περίπτωση εξαγοράς πλασματικών ετών ασφάλισης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή