Ελλείψει ερευνητικής πολιτικής, η αιμορραγία συνεχίζεται

Ελλείψει ερευνητικής πολιτικής, η αιμορραγία συνεχίζεται

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 2007 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας δίνει χορηγίες σε ερευνητικά προγράμματα με ετήσιο διαγωνισμό. Αιτήσεις υποβάλλονται σε τέσσερις κατηγορίες από ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα 32 ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας και του Ισραήλ. Τα αποτελέσματα για την Ελλάδα ήταν μάλλον πενιχρά, με 64 χορηγίες. Μέτρο σύγκρισης δεν μπορεί βέβαια να είναι η Μεγάλη Βρετανία με 1.990 χορηγίες, μπορεί όμως να είναι το Βέλγιο, που με συγκρίσιμο πληθυσμό (11,3 εκατομμύρια) και τον μισό αριθμό πανεπιστημίων είχε πενταπλάσιες επιτυχείς αιτήσεις (336). Ακόμα και η Ιρλανδία και η Ουγγαρία, με μικρότερο πληθυσμό και πολύ λιγότερα πανεπιστήμια, ξεπερνούν την Ελλάδα, με 109 και 68 επιτυχίες αντιστοίχως.

Τα αποτελέσματα του τελευταίου διαγωνισμού είναι απογοητευτικά. Στην επίζηλη κατηγορία της προχωρημένης έρευνας, πέρα από τη Μεγάλη Βρετανία (47 χορηγίες), τη Γερμανία (32) και τη Γαλλία (31) ξεχωρίζουν μικρές χώρες, όπως η Ολλανδία (23), η Ελβετία (18), το Βέλγιο (12) και το Ισραήλ (10). Η Ελλάδα με μία μόλις χορηγία (στο Πολυτεχνείο Κρήτης) υστερεί σε σχέση με τη Δανία (6), τη Φινλανδία (3), την Ιρλανδία (2) και την Πορτογαλία (2). Ανάμεσα στους επιτυχόντες βρίσκουμε Ελληνες ερευνητές, αλλά σε άλλες χώρες: τον Θ. Κιτσόπουλο στη Γερμανία, τον Γ. Κοντογεώργη στη Δανία, τον Αρ. Γκιώνη στη Φινλανδία και την Αμ. Αρβανίτη στην Αγγλία.

Στις χορηγίες για την εδραίωση υπάρχουσας έρευνας την πρωτιά έχει πάλι η Μεγάλη Βρετανία (55). Μικρές χώρες, όπως η Ελβετία (29), το Ισραήλ (25), το Βέλγιο (11) και η Ολλανδία (19), έχουν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό επιτυχιών. Η Ελλάδα εκπροσωπείται με τρεις χορηγίες (στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, στο Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), ενώ δύο Ελληνες έλαβαν χορηγίες σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η Αικ. Φωτοπούλου στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ο Γ. Βασιλείου στο Cambridge. Στην κατηγορία των «συνεργειών», η Ελλάδα έχει μία συνεργασία (στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης). Και εδώ βρίσκουμε μια Ελληνίδα επιστήμονα στο εξωτερικό, τη Β. Αρχοντή στη Μεγάλη Βρετανία.

Στην κατηγορία των νέων ερευνητών τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Δεν εκπλήσσει ότι τις περισσότερες χορηγίες πήραν η Γερμανία (75), η Μεγάλη Βρετανία (67) και η Ολλανδία (45)· είναι οι χώρες που πολύ νωρίς αναγνώρισαν τις δυνατότητες που προσφέρει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας σε όλο το φάσμα των επιστημών, δημιούργησαν υπηρεσίες που υποβοηθούν την υποβολή αιτήσεων και στοχευμένα ενθαρρύνουν νέους ερευνητές. Αντίθετα, η Ιταλία, που με καθυστέρηση πήρε σχετικά μέτρα (μόλις τώρα προσφέρει μόνιμη θέση σε νέους επιστήμονες που λαμβάνουν χορηγίες μέσω των πανεπιστημίων της), έχει μόνο 15 επιτυχίες. Ξεχωρίζουν μικρές χώρες που έχουν επενδύσει στην ιδέα του ερευνητικού πανεπιστημίου: το Ισραήλ (22), η Ελβετία (19), η Δανία (17), η Σουηδία (17), η Φινλανδία (10) και η Νορβηγία (10). Αντίθετα, ούτε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν εκπροσωπείται σε μια λίστα που περιλαμβάνει το Λουξεμβούργο, την Εσθονία, τη Σλοβενία και τη Ρουμανία. Φυσικά, νέοι Ελληνες ερευνητές με πρωτότυπες ιδέες έλαβαν χορηγίες, αλλά καταθέτοντας τις αιτήσεις τους μέσω πανεπιστημίων του εξωτερικού (o Μ. Βασιλείου στη Ζυρίχη, η Α. Τριανταφυλλοπούλου στο Βερολίνο και ο Β. Κωστάκης στο Ταλίν).

Το πρόβλημα με τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι ούτε η απουσία ικανών ερευνητών ούτε η χαμηλή ποιότητα αιτήσεων. Είναι το ότι τα περισσότερα αδυνατούν να προσφέρουν την απαραίτητη διοικητική και λογιστική υποστήριξη για την προετοιμασία αιτήσεων και να προσεγγίσουν και να ενθαρρύνουν νέους ερευνητές με δυνατότητες. Εννιά Ελληνες έλαβαν χορηγίες ως μέλη ακαδημαϊκών ιδρυμάτων άλλων χωρών, επειδή εκεί βρήκαν τις υποδομές και την ενθάρρυνση. Η επιτυχία των έστω και λίγων ελληνικών ιδρυμάτων και των ερευνητών τους έχει πολύ μεγαλύτερη αξία, επειδή έγινε υπό αντίξοες συνθήκες.

Θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστούν οι φιλότιμες προσπάθειες του αναπληρωτή υπουργού Ερευνας. Γιατί, όμως, μένουν ατελέσφορες; Ερευνητική πολιτική και πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ απαξιώνει την αριστεία και –συνεχίζοντας μια ολέθρια πολιτική που εγκαινίασε το ΠΑΣΟΚ και συνέχισε η Ν.Δ.– επενδύει σε ΑΕΙ που μόνο κατ’ επίφαση είναι πανεπιστήμια. Ετσι, δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στις ανάγκες των ερευνητικών πανεπιστημίων που παράγουν γνώση και των ανώτατων σχολών που απλώς παρέχουν γνώση. Οι φτηνές εξαγγελίες του κ. Τσίπρα για την επιστροφή των νέων επιστημόνων στην Ελλάδα δεν αξίζουν ούτε ένα ειρωνικό μειδίαμα. Χρειάζονται ιεράρχηση στόχων και επενδύσεις στις υποδομές εκείνων των ελληνικών πανεπιστημίων που μπορούν και θέλουν να ακολουθήσουν το πρότυπο των ευρωπαϊκών ερευνητικών πανεπιστημίων. Αλλιώς η Ελλάδα θα συνεχίζει να χάνει δεκάδες εκατομμυρίων, που, σημειωτέον, δεν προορίζονται μόνο για την έρευνα, αλλά και για τις έμμεσες δαπάνες των ΑΕΙ, δηλαδή τις διοικητικές υπηρεσίες, τα κτίρια και τις βιβλιοθήκες τους. Και, το σημαντικότερο, θα συνεχίσει να χάνει το ερευνητικό δυναμικό που στρέφεται σε ιδρύματα του εξωτερικού.

* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι διευθυντής της Σχολής Ιστορικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πανεπιστήμιο του Princeton.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή