Τζοακίνο Ροσίνι: ο καλοφαγάς, και ολίγον τι τεμπελάκος, «σινιόρ Κρεσέντο»

Τζοακίνο Ροσίνι: ο καλοφαγάς, και ολίγον τι τεμπελάκος, «σινιόρ Κρεσέντο»

2' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στους «Φόνους πάνω απ’ το Μανχάταν» ο Γούντι Αλεν βγαίνει από τη Μετροπόλιταν Οπερα, έπειτα από παράσταση Βάγκνερ, αναφωνώντας: «Κάθε φορά που ακούω Βάγκνερ, μου ’ρχεται να εισβάλω στην Πολωνία!».

Ο κύριος Γκρι, πάλι, κάθε φορά που επιστρέφει από την Ιταλία, θέλει μόνον να ακούει όπερες του Ροσίνι. Αναγνωρίζει το ανυπέρβλητο μεγαλείο του Βέρντι, παραδέχεται την αξεπέραστη δραματική μελωδικότητα του Μπελίνι, δεν συμπαθεί έτσι κι αλλιώς τον Πουτσίνι, αλλά στον Ροσίνι τρέφει μια ιδιαίτερη αδυναμία.

«Ο Ροσίνι έχει πλάκα. Εχει χιούμορ. Με τον Ροσίνι απολαμβάνεις τη μουσική γελώντας ταυτόχρονα. Αυτή η βαρυσήμαντη ελαφρότητα – πόσες φορές σού συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ισως μονάχα με την τζαζ του Μεσοπολέμου και του ’40, αλλά, φυσικά, με τελείως διαφορετικό τρόπο. Ο Ροσίνι είναι ο κατεξοχήν γελαστός κλασικός – πολύ γελαστός, ανάλαφρος και καλοφαγάς».

Και ολίγον τι τεμπελάκος, θα πρόσθετα. Ο Τζοακίνο Ροσίνι εγκατέλειψε την ενεργό μουσικό δράση το 1829, στα 37 του! Εζησε άλλα 39 χρόνια ασχολούμενος κυρίως με τη μαγειρική. Η μεγάλη προσφορά του στη γαστρονομία είναι το περίφημο Τουρνεντό α λά Ροσίνι.

Με εξαίρεση το θρηνητικό (και συγκλονιστικό) Stabat Mater και μερικές ακόμη σύντομες μελωδίες, όπως η δημοφιλής Ταραντέλα Ναπολιτάνα ή το πένθιμο Il Caro Funebre (το ανέδειξε ο μέγας Φελίνι στην ταινία του «Και το πλοίο φεύγει»), δεν συνέθεσε απολύτως τίποτα. «Αν το 1829 βρισκόταν κάποιος με όπλο και μου έλεγε “ή θα συνεχίσεις να γράφεις μουσική ή θα πεθάνεις”, φυσικά και θα συνέχιζα να γράφω μουσική. Αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ ο άνθρωπος αυτός», είχε πει ο ίδιος, αποδίδοντας την πρόωρη και εθελουσία «αποστρατεία» του στην οκνηρία. Κι ωστόσο, τα παράτησε νωρίς, αλλά όσο δούλεψε υπήρξε υπερπαραγωγικός: μέσα σε δεκατρία χρόνια έγραψε περισσότερες από τριάντα όπερες.

Ο δε «Κουρέας» γράφηκε μέσα σε δεκατρείς ημέρες(!).

«Από το έργο μου», θα αποφανθεί με μετριοφροσύνη, «θα μείνουν η τρίτη πράξη του “Οθέλλου”, η δεύτερη του “Γουλιέλμου Τέλλου” και όλος ο “Κουρέας της Σεβίλλης”».

Ο «σινιόρ Κρεσέντο», όπως τον αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του (οι καλύτερες στιγμές του είναι όταν φωνές και ορχήστρα δυναμώνουν για να φτάσουν σε ένα ξέφρενο φορτίσιμο), ήταν μοναδικός στην όπερα μπούφα (ο Μπετόβεν τον είχε συμβουλεύσει να μη γράφει τίποτε άλλο), όμως ο κύριος Γκρι διατείνεται ότι στα τρυφερά του ντουέτα (όπως στο «Un soave non so che» της «Σταχτοπούτας») υπήρξε ερωτικότατος. «Η χαρά της ζωής», λέει ο κύριος Γκρι, παρακολουθώντας την αισθαντική μέτζο Χοσέ Μαρία Λο Μόνακο ως Ροζίνα στον «Κουρέα». Το γυμνό της πόδι ορθώνεται λαχταριστό μέσα στις ιριδίζουσες μπουρμπουλήθρες. Εξαίσια οπτική νότα που δεν περισσεύει από εκείνες του ασύγκριτου, του ινκομπαράμπιλε «σινιόρ Κρεσέντο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή