Είναι «κρίσιμες» οι εκλογές της 7ης Ιουλίου;

Είναι «κρίσιμες» οι εκλογές της 7ης Ιουλίου;

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θανάσης Διαμαντόπουλος*: Προς παγίωση

Στην πολιτική επιστήμη μιλάμε για «εκλογές ομαλές» όταν η εναλλαγή κυβερνητικών σχημάτων γίνεται χωρίς μεταβολή της γενικής δομής του κομματικού συστήματος· για «εκλογές αποκλίνουσες», όταν παράγεται στιγμιαίος εκλογικός σεισμός, στη συνέχεια όμως επανερχόμαστε στην πρότερη κατάσταση· και για «εκλογές αναπροσδιοριστικές», όταν προκύπτει ένα νέο κομματικό σύστημα. (Κάποτε γίνεται λόγος και για «μετατρεπτικές εκλογές»: ο όρος αναφέρεται στη μεταβολή της κοινωνικής διείσδυσης –όχι των συγκριτικών διαστάσεων– των κομμάτων.)

Οι εκλογές του Μαΐου του 2012 ήταν αποκλίνουσες: από το –έως τότε– σχεδόν 80% τού ήδη φθίνοντος «γαλαζοπράσινου» δικομματισμού, περάσαμε στον «κονιορτοποιημένο πολυκομματισμό». Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα –όχι πια τα ίδια– συνάθροισαν 35%. Εκτοτε, όμως, υπάρχει σταθερή τάση για ανασυγκρότηση μιας νέας δικομματικής πραγματικότητας, η οποία δεν ανεκόπη ούτε το καλοκαίρι του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την «απροσάρμοστη» πτέρυγά του.

Εφόσον λοιπόν –όπως δημοσκοπικά πιθανολογείται– οι «Δύο» αγγίξουν το 70% αθροιστικά, υπάρχει αναμφίβολα ένας νέος εγκαθιδρυμένος δικομματισμός. Θα παγιωθεί;

Δεν θα το απέκλεια (εφόσον δεν υπονομευθεί, βέβαια, από θεσμικό παράγοντα, δηλαδή την ολοσχερή αναλογική, αλλά και εφόσον μετεκλογικά δεν αποκαλυφθούν συριζοσκάνδαλα), για τους εξής λόγους: Πρώτον, η τάση «εκ-χαβαλεδισμού» της δημόσιας ζωής που επέδειξε ο Ελληνας εκλογέας δείχνει να εξαντλείται. Δεύτερον, οι ηγέτες των αναδυθέντων στην κρίση κομμάτων, όταν δεν καταγράφηκαν ως γραφικοί, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.

Τρίτον, παρά τις κραυγαλέες μορφωτικές ανεπάρκειες και την πολιτική ακρισία του, ο Τσίπρας –ως αειπροσαρμοζόμενος συντηρητικοποιημένος οπορτουνιστής, αλλά και ως σπάνιο επικοινωνιακό ταλέντο– είναι πολύ ανώτερος των λοιπών συριζαίων: κανένας τους δεν έχει το διαμέτρημα να κάνει αποσχιστική κίνηση (ο δε Βαρουφάκης μάλλον έχει οροφή).

Παράλληλα, είναι πολύ ανώτερος και της ολίγιστης Γεννηματά.

(Η μόνη, δε, εν εφεδρεία –χωρίς κόμμα σήμερα– εθνική ηγετική φυσιογνωμία δεν είναι βέβαιο ότι, πέραν της πνευματικής ελίτ του τόπου, έχει διείσδυση στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, ώστε να διεκδικήσει από τη «μυθοθρεμμένη» λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ…)

* Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

Ηλίας Ντίνας*: Απλούστερα αίτια

Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε κάθε εκλογή κρίσιμη. Από τις εκλογές του 1989, που θα έφερναν την τελική ανατροπή του ΠΑΣΟΚ, μέχρι και τις εκλογές του 2009 που έμοιαζαν να εγκαθιδρύουν μια νέα κυριαρχία ΠΑΣΟΚ, κάθε εθνική εκλογική διαδικασία περιγράφεται ως ιστορικό μεταίχμιο, του οποίου το αποτέλεσμα αναμένεται να αφήσει μακροπρόθεσμα ίχνη στην πολιτική σκηνή. Oι κρίσιμες εκλογές όμως είναι πολύ πιο σπάνιες απ’ όσο νομίζουμε.

Σύμφωνα με έναν από τους πρώτους πολιτικούς επιστήμονες που καταπιάστηκαν με τον όρο, τον Ο’ Κέι Τζούνιορ, κρίσιμες είναι οι εκλογές που γεννούν μακροχρόνιες συμπεριφορικές μεταβολές, που δεν είναι αποτέλεσμα εφήμερων παραγόντων, αλλά συστημικών αλλαγών που παγιώνουν νέες συνθήκες στον κομματικό ανταγωνισμό. Στην ελληνική περίπτωση, κρίσιμη μπορεί να θεωρηθεί η εκλογή του 1981, που ουσιαστικά εδραίωσε το κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Κοινός τόπος αυτών των εκλογών είναι πως για ένα ισχυρό κομμάτι του εκλογικού σώματος ό,τι και αν ήταν αυτό που οδήγησε στην τελική επιλογή ψήφου, δεν υφίστατο ως κριτήριο στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και συνέχισε να υπάρχει στις επόμενες.

Είναι δύσκολο να βρει κανείς κάτι τόσο μοναδικό στις συγκεκριμένες εκλογές που να τις καθιστά κρίσιμες. Τα ζητήματα που τέθηκαν στο τραπέζι –ανάπτυξη, κυβερνητική επάρκεια–είναι αυτά που συζητούσαμε και τον Σεπτέμβριο του 2015, και κατά πάσα πιθανότητα αυτά που θα συζητάμε και μετά τον Ιούλιο του 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χάνει εξαιτίας των μνημονίων, ούτε λόγω των Πρεσπών – δεν φαίνεται να έχασε ούτε μονάδα στη Μακεδονία σε σχέση με τις εκλογές του 2015. Iσως χάνει περισσότερο, και εν μέρει δικαίως, λόγω της πυρκαγιάς στο Μάτι, δεχόμενος κριτική όχι για τις πολιτικές που εφαρμόζει αλλά για την αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης. Αυτό θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες· η διοίκηση ήταν το ισχυρό εκλογικό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από πουθενά.

Ουσιαστικά, η αναμέτρηση του 2019 είναι το ακριβώς αντίθετο από «κρίσιμη». Δείχνει ότι οι εκλογές φέρνουν νέες κυβερνήσεις όχι μόνο μέσα από επαναστοιχίσεις, αλλά και για πιο απλούς λόγους, όπως η κακή διοίκηση, το κόστος διακυβέρνησης, και η παροδική αλλαγή του ιδεολογικού ρεύματος.

* Ο κ. Ηλίας Ντίνας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή