Για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας

Για τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας

3' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΣΑΡΜΑΣ

Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας

εκδ. Σάκκουλα

Το ζήτημα των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, και ειδικότερα ο προσδιορισμός της ιδεατής τυπολογίας τους, βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, ιδίως μάλιστα τελευταίως, ενόψει της εν εξελίξει διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί έχουν πει και έχουν γράψει πολλά, και μάλιστα «πάλιν και πολλάκις»… Ευλόγως, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί ποια είναι η συμβολή στον σχετικό διάλογο του νέου πονήματος του κ. Ι. Σαρμά, ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, το οποίο κυκλοφορεί από τις ευφήμως γνωστές νομικές εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη) και διερευνά στοχαστικά το «Πώς μπορεί να αναθεωρηθεί συναινετικά το άρθρο 3 του Συντάγματος».

Είναι γεγονός ότι το ευσύνοπτο αυτό μελέτημα προσφέρει, με την εύληπτη γραφή του και τη συνεκτική διάρθρωσή του, μια διαφορετική ανάγνωση του θέματος. Αναδεικνύει την ιδέα της «επάλληλης συναίνεσης», η οποία, όπως παρατηρεί στο προλόγισμά του ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης, καθηγητής της Νομικής και διευθυντής της σειράς «Νομοκανονικά Παράφυλλα», που φιλοξενεί το έργο, «αποτελεί το αξιακό θεώρημα των προσεγγίσεών του». Σύμφωνα με αυτήν, τα δύο μέρη, στη διαπραγμάτευση που θα διεξαγάγουν σχετικώς με την αναγκαιότητα ή μη του άρθρου 3 Σ., «θα αναζητήσουν από κοινού τη λύση εκείνη την οποία το κάθε μέρος, από την πλευρά του, με τις αξίες που φέρει και που επιθυμεί να υπερασπισθεί, μπορεί να δεχθεί» (σ. 11). Με την προσέγγιση μάλιστα αυτή, η μελέτη δεν περιορίζεται στον επικαιρικό, αναθεωρητικό χρόνο, αλλά ξεπερνά την πεπερασμένη συγκυρία και εξασφαλίζει τη διάρκειά της. Και τούτο, διότι οι συγκεκριμένες προτάσεις και διαπιστώσεις της, στις οποίες αποτυπώνεται εύγλωττα η εργώδης προσπάθεια να συγκεραστούν οι αντίρροπες θεωρήσεις του ζητήματος, μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες οψέποτε διεξαχθεί συντεταγμένα η σχετική συζήτηση, με όρους σύγκλισης και όχι υπό συνθήκες ιδεοληπτικών εμμονών ή μικροπολιτικών περισπασμών…

Εισαγωγικώς, ο συγγραφέας επιχειρεί να άρει κάποιες παρεξηγήσεις περί το άρθρο 3, π.χ. ότι τυχόν κατάργησή του ουδόλως θα περιόριζε, όπως εσφαλμένως υποστηρίζεται, την επεμβατική παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα, κ.ά. Εν συνεχεία, με δεδομένη την παραδοχή ότι η συναινετική αναθεώρηση, στηριγμένη στην επάλληλη συναίνεση, προϋποθέτει την κατανόηση των επίμαχων ρυθμίσεων, επιχειρεί μια διεισδυτική ανάλυση των επιμέρους διατάξεων του άρθρου 3. 

Στη συνάφεια αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρεται εκτενώς (σ. 33-57) στη σημασιοδότηση του όρου «επικρατούσα θρησκεία», ο οποίος αποτελεί για την επιστήμη … «σημείον αντιλεγόμενον». Κατά τον συγγραφέα, το κανονιστικό φορτίο της διάταξης παρίσταται μάλλον λιποβαρές, αφού το μόνο περιεχόμενο που μπορεί να της αποδοθεί είναι ότι με αυτή «επιτρέπεται στην Πολιτεία, στο μέτρο που αυτή κρίνει, να χρησιμοποιήσει σύμβολα και ιερουργίες της επικρατούσας θρησκείας εντός του κρατικού πεδίου δράσης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η θρησκευτική εν γένει ελευθερία…» (σ. 47). Στοιχείται, μάλλον, κατά τούτο με τον Θ. Νέγρη, τον εμπνευστή του πρώτου, γενικής ισχύος, επαναστατικού Συντάγματος, της Επιδαύρου (1822). Κατ’ αυτόν («Εφημερίς των Αθηνών», 1824), η εισαγωγή του όρου «επικρατούσα» θρησκεία είχε ως στόχευση να αποδώσει μιας μορφής επισημότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, «ως κυρίως εκκλησίαν του Εθνους», με το τυπικό της οποίας θα γίνονται «όλαι αι το έθνος αφορώσαι επίσημοι τελεταί».

Ωστόσο, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αγνοηθεί μια μεθοδολογική «αταξία» που υιοθετεί το ισχύον Σύνταγμα (1975) σχετικώς με τη διάταξη περί «επικρατούσας» θρησκείας, η οποία, για πρώτη φορά, διαχωρίζεται από εκείνην που καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία και παρατίθεται αυτοτελώς (άρθρο 3). Τούτο, όμως, παραγνωρίζει τη στενή συνάφεια μεταξύ των δύο διατάξεων, με αποτέλεσμα να ευθύνεται για τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που, έστω ανεπίγνωστα, ο όρος «επικρατούσα» θρησκεία συχνά προκαλεί… Μόνη (συναινετική) λύση; Η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης ότι η συγκεκριμένη διάταξη «δεν περιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 13»… 

Η αναθεωρητική Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου έχει πλέον την ευθύνη να αποδείξει ότι η σύγκλιση, πέρα από επιθυμητή, μπορεί να καταστεί τελικώς και εφικτή… Το έργο προσφέρει το αναγκαίο, θεωρητικό υπόβαθρο…

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή