Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και το αναπτυξιακό αποτύπωμα στην οικονομία

Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και το αναπτυξιακό αποτύπωμα στην οικονομία

2' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι κοινή λογική παραδοχή ότι ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η διαδικασία διαμόρφωσης μισθολογίων που ίσχυε προ κρίσης στη χώρα μας είχε αρνητικές επιπτώσεις σε βασικούς μακρο και μικροοικονομικούς δείκτες, όπως η ανταγωνιστικότητα, οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, η απασχόληση κ.ά.

Και τούτο διότι οι επιχειρούμενες προστατευτικές πολιτικές επιβολής κατώτατων μισθών και συνεχών αυξήσεων σε διάφορους κλάδους και επαγγέλματα μέσω των γνωστών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά και της επεκτασιμότητας σε άλλους κλάδους, αφαιρούσαν την ευελιξία και τη δυνατότητα των επιχειρήσεων για προσαρμογή των μισθών με βάση τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που είχε ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της.

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, παρά τη δύσκολη κατάσταση, η συγκράτηση των θέσεων απασχόλησης υπήρξε βασικό μέλημα των επιχειρήσεων, ωστόσο η τότε δραματική επιδείνωση του δείκτη ανεργίας στην οικονομία δεν μπόρεσε να αποφευχθεί και βεβαίως η μειωμένη ανταγωνιστική θέση των μικρότερων επιχειρήσεων σε σχέση με τις μεγαλύτερες που διέθεταν μηχανισμούς ταχύτερης προσαρμογής στα νέα δεδομένα της αγοράς ήταν μια πραγματικότητα. 

Ο εξαναγκασμός των επιχειρήσεων να πληρώνουν μισθούς πέραν των δυνατοτήτων τους σε όρους παραγωγικότητας, βάσει των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δίχως να λαμβάνεται υπόψη το κριτήριο της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, ήταν ο προάγγελος εμφάνισης της λεγόμενης διαρθρωτικής ανεργίας.

Είναι αλήθεια ότι η σταδιακή ανάκαμψη της απασχόλησης μετά το 2012 έφερε αποτελέσματα στην αποκλιμάκωση της ανεργίας, ήταν όμως σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της μείωσης του κατώτατου μισθού, καθώς και της διευκόλυνσης στην εφαρμογή ευέλικτων μορφών απασχόλησης από την πλευρά των επιχειρήσεων. Και όλα αυτά παρά τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή με υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και δραματική συμπίεση των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων.

Είναι βέβαιο ότι η αποκατάσταση συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης, επαναφορά της κανονικότητας στην αγορά εργασίας και υψηλότερους μισθούς.

Μέχρι σήμερα, πάντως, η οικονομία δεν έχει αποκτήσει τη δυναμική εκείνη που θα της επέτρεπε τη δημιουργία συνθηκών αποκατάστασης των χαμένων εισοδημάτων αλλά και ενίσχυσης της απασχόλησης. Σημειωτέον ότι η άνευ προηγουμένου ολέθρια μείωση των εισοδημάτων την περίοδο της κρίσης, ανεξαρτήτως σταθεροποιητικών δεικτών ανισότητας, μεταφράζονται σε επιδείνωση.

Πρώτιστο μέλημα, ως εκ τούτου, στο εξής όλων των εμπλεκόμενων φορέων της νέας κυβέρνησης, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων πρέπει να είναι αφενός η βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ως οι μόνες που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας στην οικονομία, και αφετέρου η εξασφάλιση προϋποθέσεων προσέγγισης νέων επενδύσεων, που επίσης θα συμβάλουν ευεργετικά στην αύξηση της απασχόλησης και στη μείωση της φτώχειας.

Μόνον η διασύνδεση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας με την ομαλοποίηση της αγοράς εργασίας συνιστά ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επόμενη μέρα, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, τυχόν απόκλιση της ανάπτυξης και εκτροχιασμός της οικονομίας θα προκαλέσει νέες αρρυθμίες στην αγορά εργασίας και θα γεννήσει μη αναστρέψιμες μορφές φτωχοποίησης της κοινωνίας.

Με αυτό το σκεπτικό, προφανώς, η οποιαδήποτε συζήτηση περί συλλογικών διαπραγματεύσεων και εργασιακών συναρτάται απόλυτα με τη δυναμική της ανάπτυξης και τις προοπτικές της παραγωγικής οικονομίας. Από την άλλη, οι καλώς εξαγγελλόμενες κυβερνητικές υποσχέσεις μείωσης των συντελεστών φορολόγησης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων είναι απαραίτητο να συνδυασθούν με την εντατική συνέχιση των εκκρεμούντων διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, αν επιθυμούμε να υπάρξει σοβαρό αναπτυξιακό αποτύπωμα στην οικονομία.

Προφανώς, όλα τα προηγούμενα καταγράφονται προκειμένου να κατασιγάσουν τυχόν ανεξέλεγκτες προσδοκίες περί προάσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, από τις οποίες μονίμως κάποιοι εμφορούνται και αναδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία.

* Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπλ. αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ) και της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (ΑPA).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή