Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Ψήφος των αποδήμων: ας μη χαθεί και αυτή η ευκαιρία

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Ψήφος των αποδήμων: ας μη χαθεί και αυτή η ευκαιρία

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Ρόντρικ Μπίτον, γνωστός Βρετανός ελληνιστής και βιογράφος του Γιώργου Σεφέρη, ξεκινάει το τελευταίο βιβλίο του («Greece. Biography of a Modern Nation», 2019) με ένα προκλητικό ερώτημα: «Ποιοι είναι οι Ελληνες; Ποιες κοινές εμπειρίες, συλλογικές μνήμες, προσδοκίες και επιτεύξεις έχουν διαμορφώσει έναν πληθυσμό δεκαπέντε εκατομμυρίων ατόμων σήμερα παγκοσμίως; Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, σε δύο κράτη-μέλη της Ε.Ε., την Ελλάδα και την Κύπρο. Μπορεί όμως να βρει κανείς ελληνικές κοινότητες σε όλες τις κατοικημένες περιοχές της υφηλίου. Ολες μαζί αυτές συγκροτούν την “ελληνική διασπορά”».

Δεν χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς τη θέση του γνωστού Βρετανού ελληνιστή για να αντιληφθεί πόση σημασία έχει ο απόδημος ελληνισμός για τη σύγχρονη Ελλάδα. Ούτε να έχει διαβάσει τις παλαιότερες μελέτες του Κωνσταντίνου Τσουκαλά για να μάθει πόσο αποφασιστικά συνέβαλαν όχι μόνον οι μεγάλοι ευεργέτες, αλλά και «άσημοι» Ελληνες της διασποράς, στην ανέγερση σχολείων, νοσοκομείων και κάθε είδους δημόσιων κτιρίων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αρκεί να σκεφτεί ότι, στις μέρες μας τουλάχιστον, δεν πρέπει να υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη όπου ιδιώτες  έχουν χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου την κατασκευή της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της όπεράς τους.

Αυτό που προέχει, λοιπόν, στην ερωταπόκριση του Μπίτον είναι η αντιμετώπιση του νέου ελληνισμού ως όλου. Διότι, από τα χρόνια της πρώτης διαμάχης για τα δικαιώματα των «ετεροχθόνων», επί Οθωνος αν όχι και παλαιότερα, οι «αυτόχθονες» είχαμε την τάση να πιστεύουμε ότι είμαστε «πιο Ελληνες» από τους εκπατρισμένους. Γι’ αυτό και έπρεπε να προηγούμαστε στους διορισμούς. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου, είχε προταθεί να αποκλεισθούν οι «ετερόχθονες» από τη διοίκηση. «Οταν αγωνιζόμενοι είχωμεν την ανάγκην των, ηνοίγαμε τας θύρας», τόνιζε ένας εχέφρων πληρεξούσιος. «Τους εδεχόμεθα έως προχθές, όταν το έθνος εστερείτο αντιπροσωπείας. Σήμερον δε […]  τους αποδιώκει» (συνεδρ. 12.1.1844).

Αν και δεν είναι λίγοι όσοι εξακολουθούν να βλέπουν με στραβό μάτι την επιλογή Ελλήνων του εξωτερικού για επιτελικές θέσεις του Δημοσίου, σήμερα η δυσπιστία απέναντι στους «ετερόχθονες» αφορά κυρίως το εκλογικό τους δικαίωμα. Είναι μάλιστα τόση η αμοιβαία καχυποψία, ώστε το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο σχετικός νόμος θα πρέπει να ψηφισθεί από τα 2/3 των βουλευτών (άρθρο 51 παρ. 4). Κάτι που σημαίνει ότι, για να «περάσει» ο νόμος που προανήγγειλε η σημερινή κυβέρνηση, θα πρέπει να συμπράξει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι πιστεύει αυτός για το θέμα;

Η άποψη που διατύπωσε προ ημερών ο Αλ. Χαρίτσης, πρώην υπουργός Εσωτερικών, είναι ακραία: με την παροχή στους αποδήμους της δυνατότητας να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές, υποστήριξε, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί μια «πραξικοπηματικού χαρακτήρα αλλοίωση του εκλογικού σώματος». Να ’χει άραγε δίκιο;

Πιστεύω ότι ο φόβος αυτός δεν δικαιολογείται, για τουλάχιστον δύο λόγους: πρώτον, διότι, κατά το Σύνταγμα, στις βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να ψηφίσουν όλοι οι ομογενείς, αλλά μόνον όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια και, όντας εγγεγραμμένοι σε κάποιο δημοτολόγιο, μπορούν, αν το θέλουν, να ψηφίσουν στην Ελλάδα. Και ναι μεν με τη διαδικασία του «καθορισμού», που προβλέπει από παλιά ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας, μπορεί θεωρητικά ένας άδηλος αριθμός ομογενών της τρίτης, της τέταρτης ή ακόμη και της πέμπτης γενιάς να αποκτήσει αναδρομικά την ελληνική ιθαγένεια (άρθρο 25 ν. 3284/2004), πλην όμως, όπως εύκολα μπορεί να βεβαιώσει η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Εσωτερικών, οι προβλεπόμενες διατυπώσεις είναι τόσο χρονοβόρες και περίπλοκες, που ελάχιστοι είναι εκείνοι που την αποτολμούν.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, ειδικά στις μέρες μας, οι ελλαδικές κομματικές διαμάχες δεν φαίνεται να συγκινούν τους ομογενείς μας όσο άλλοτε. Σε μόλις 15.000 ανέρχονταν οι συμπατριώτες μας που ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές από χώρες-μέλη της Ε.Ε. Με άλλα λόγια, η επιρροή που οι απόδημοί μας μπορούν να ασκήσουν στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι τελικά πολύ  μικρή.

Δεν συμβαίνει ασφαλώς το ίδιο σε τοπικό επίπεδο, αφού η ψήφος 200 π.χ. Καρυτινών της Νέας Υόρκης ενδέχεται να βαρύνει υπέρμετρα στην εκλογή του βουλευτή Αρκαδίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκρότησε προ έτους στο υπουργείο Εσωτερικών ο Αλ. Χαρίτσης και που, υπό την προεδρία του Κώστα Πουλάκη, γεν. γραμματέα, κατάρτισε ένα άρτιο προσχέδιο νόμου, ορθά προέβλεψε ότι η ψήφος των αποδήμων δεν θα λαμβάνεται υπόψη σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας, αλλά μόνον σε εθνικό. Παρότι τα επιχειρήματα και της αντίθετης άποψης είναι σοβαρά («πάνω από Ελληνες, οι μετανάστες μας είναι Κεφαλονίτες, Χιώτες, Αρκάδες», σου λένε ορισμένοι), πιστεύω ότι θα ήταν λάθος η εκλογή του βουλευτή μιας μικρής περιφέρειας να εξαρτάται από συμπατριώτες του που έχουν από χρόνια αποκοπεί από τον τόπο τους.

Η ίδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή πρότεινε επίσης ομόφωνα οι Ελληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν με αυτοπρόσωπη προσέλευση στις πρεσβείες και στα προξενεία μας. Διότι έκρινε ότι η μεν επιστολική ψήφος, σε μια χώρα όπου είναι παντελώς άγνωστη, προσκρούει σε δυσεπίλυτες τεχνικές δυσχέρειες και, εν πάση περιπτώσει, δεν πείθει για τη γνησιότητά της, η δε εξ αποστάσεως ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν διασφαλίζει ακόμη το αδιάβλητο.

Το μόνο ζήτημα στο οποίο σημειώθηκε σοβαρή διαφωνία στην εν λόγω επιτροπή είναι το αν η ψήφος των αποδήμων θα συνυπολογίζεται και στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η άποψη που επικράτησε ήταν όχι, με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα έδινε στη διασπορά δυσανάλογη ισχύ. Για τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, οι απόδημοι θα πρέπει απλώς να εκλέγουν 3-12 βουλευτές επικρατείας (σε σύνολο 15), ανάλογα με το πόσοι απόδημοι θα ψηφίζουν κάθε φορά στις εκλογές. Διαφωνήσαμε δύο μέλη της επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι η διαφοροποίηση αυτή είναι ευθέως αντίθετη προς την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Διότι θέτει τους αποδήμους σε πολύ δυσμενέστερη μοίρα από τους υπόλοιπους εκλογείς. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το εκλογικό σύστημα, όπως συμβαίνει με το δικό μας, εξαρτά από το συνολικό αποτέλεσμα όχι μόνο τη  χορήγηση του μπόνους (στο πρώτο κόμμα), αλλά και το ποια κόμματα θα μπουν στη Βουλή (ρήτρα του 3%).

Εχοντας συμμετάσχει στις εργασίες της ανωτέρω επιτροπής, μπορώ να βεβαιώσω ότι, με εξαίρεση το ανωτέρω ζήτημα, τα μέλη της κατέληξαν σε ομόφωνες προτάσεις για όλα τα δυσεπίλυτα ζητήματα που αφορούν την ψήφο των αποδήμων. Ως εκ τούτου, ο Tάκης Θεοδωρικάκος θα έχει πολλά να κερδίσει αν χρησιμοποιήσει το εν λόγω προσχέδιο ως βάση για την κατάρτιση του δικού του νομοσχεδίου.

Οσο για το ανωτέρω σημείο τριβής, το οποίο, ενόψει της πιθανολογούμενης επαναφοράς του μπόνους, ασφαλώς και δεν είναι δευτερεύον, θέλω να πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιληφθεί το λάθος της εκτίμησής του και δεν θα αντιταχθεί στην ψήφιση ενός καλού νόμου, ο οποίος, με μεγάλη καθυστέρηση, αναγνωρίζει το αυτονόητο: ότι δηλαδή οι σημερινοί «ετερόχθονες» δεν είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας.  

* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή