Ο ασυμβίβαστος ρόκερ του μπελ κάντο

Ο ασυμβίβαστος ρόκερ του μπελ κάντο

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι κόρες μας γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, την ίδια ημέρα, την ίδια ώρα. Τα δωμάτια στο μαιευτήριο ήταν διπλανά και η έκπληξη ήταν ίδια και για τους δυο, σαν μιλούσαμε για τις νεογέννητες κόρες μας. «Είναι από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής μου», μου είπε πανευτυχής, εκείνο τον Μάρτιο του 1994, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Επειτα, όταν οι πιτσιρίκες έγιναν 2,5 ετών, συναντηθήκαμε τυχαία πάλι στην Τήνο. Εκείνος έτρεχε πίσω από τη μικρή Μαρία-Κλάρα, εμείς είχαμε τη Χριστίνα. «Είμαι χαζομπαμπάς», καμάρωνε ανέμελα. Και όσο μεγάλωνε και τον συναντούσα σε συνεντεύξεις ή συναυλίες, σαν γνήσιος Ελληνας γονιός, ανησυχούσε πάντα για τη μονάκριβή του.

«Τι λέει η Μαρία-Κλάρα για τα τραγούδια σου;» τον ρώτησα το 2008. «Η κόρη μου με ακούει από τότε που με ακούν οι φίλοι της. Κυρίως, όμως, ακούει Green Day, Evanescence, χιπ χοπ που δεν γνωρίζω. Εντάξει. Τι να πω;» έλεγε περήφανα. Εκείνος, μικρός, ήταν κάτι παραπάνω από ατίθασος. «Ημουν τσαμπουκάς. Tσακώθηκα με έναν καθηγητή και με έδιωξαν από το σχολείο. Ομως, δεν θα ήθελα να με μιμηθεί το παιδί μου σε αυτό. Καλόπεσα στις παρέες μου και δεν έμπλεξα. Είμαι παρορμητικός. Τον συμβιβασμό τον κάνεις μόνο αν αξίζει τον κόπο».

Οταν, το 2012, με αφορμή τη συναυλία-γιορτή που ετοίμαζε στο Καλλιμάρμαρο, τον ρώτησα τι ονειρεύεται, απάντησε: «Να έχω διάθεση να τραγουδάω και να είναι καλά η κόρη μου. Δεν έχω τις ματαιοδοξίες της αρχής. Θέλω απλώς να ζω αξιοπρεπώς».

Οι γυναίκες της ζωής του

Αυτός ο αψύς, ανυπότακτος τραγουδοποιός, από τους «ψημένους στη ζωή και το τραγούδι», όπως έλεγε για τον εαυτό του, έλιωνε σαν μιλούσε για τις δυο γυναίκες της ζωής του – η άλλη ήταν η Ελένη, η σύζυγός του, η γυναίκα που τον άλλαξε και τον στήριξε. Τσεκουράτος ακόμη και με το κοινό, όταν κάτι τον ενοχλούσε, του τα έψαλλε, δεν ήταν από εκείνους που διάλεγε την κολακεία. Γεμάτος αντιφάσεις, αν δεν τον γνώριζες κάπως καλύτερα: αιχμηρός και τρυφερός, σαρκαστικός και συμπονετικός, προκλητικός και αγαπησιάρης. Λαϊκός ρόκερ με ευαισθησίες, με κοφτό χιούμορ και στέρεη πολιτική ματιά.

Με αιφνιδίασε, κάποτε μιλώντας, σχεδόν στοργικά, για τον Ανταμό και τον Κριστόφ, αλλά και για τον Μπραντουάρντι και τον εκκεντρικό Τονίνο Καροτόνε, με αφορμή τη συναυλία του στο Καλλιμάρμαρο. «Οταν συναντηθήκαμε, τον ρώτησα αν ήθελε να ερμηνεύσει στον δίσκο που ετοίμαζα το “Tu Vuo fa L’ Americano”, με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθούσε και συναυλία. Αν αρνιόταν εκείνος, δεν θα γινόταν αυτή η μουσική συνάντηση. Η νοσταλγία είναι στο DNA μας. Αυτό έχω πάθει με την ντίσκο, την οποία μικρός δεν άντεχα, αλλά τώρα με συγκινεί. Οταν έμαθα ότι πέθανε ο Μορίς Γκιμπ των Bee Gees στενοχωρήθηκα πραγματικά».

Τώρα, με τον Νίκο Πορτοκάλογλου ετοίμαζαν για τον χειμώνα κάτι σχετικό. Ενα πρόγραμμα με τίτλο «Τζουκ μποξ», σαν παιχνίδι με τα τραγούδια που αγάπησαν νέοι. Ανάμεσα σ’ αυτά, και τα λαϊκά. Οχι μόνο τα καταξιωμένα, αλλά και τα περιφρονημένα, που τα τραγούδησε εξάλλου εκφραστικά, δυο σεζόν πριν, παρέα με τον Γιάννη Κότσιρα. Θαυμάσια λαϊκά, έχει γράψει άλλωστε και ο ίδιος. Ομως, τώρα το «Τζουκ μποξ» δεν θα ηχήσει…

Τα τραγούδια του κέρδισαν όλες τις ηλικίες. Μας ένωσαν τα «Ενας Τούρκος στο Παρίσι», «Και τι ζητάω», αλλά και η «Σκόνη», ο «Νότος», ο «Μικρός Τιτανικός», ο «Παλιός στρατιώτης» το ξέσπασμα στο «Διδυμότειχο μπλουζ». Τραγουδοποιός της παρέας, ακόμα και στις πιο προσωπικές στιγμές του. «Μπήκα στα συγκροτήματα για τον ίδιο λόγο που έμπαιναν όλοι. Για να ξεχωρίσω. Επρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω ότι πάνω απ’ όλα ήθελα να ενωθώ με τους άλλους». Το πέτυχε με στίχους τού Ισαάκ Σούση, της Λίνας Δημοπούλου, του Μιχάλη Μαρματάκη, του Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλου και φυσικά του Μάνου Ελευθερίου. «Αν μου πέσει ένας καλός στίχος, τον ακουμπάω πάντα το πρωί. Τότε είμαι ξεκούραστος. Οταν ολοκληρώνεται ένα κομμάτι, είμαι ευχαριστημένος. Οταν το ξαναπιάνω, καταλαβαίνω αν αξίζει. Σίγουρος νιώθω όταν βγω από το στούντιο. Πάντως, αν δεν μου αρέσει ένας στίχος, δεν τον αγγίζω».

Δεν τον έπειθες να ακολουθήσει τα τερτίπια της αγοράς. Επέμενε σε ό,τι πίστευε. Οπως στις συνεργασίες στα προγράμματα και τη δισκογραφία. Για χρόνια με τον Διονύση Τσακνή, έπειτα με τους Σάκη Μπουλά, Γιάννη Ζουγανέλη, Δημήτρη Σταρόβα, Δημήτρη Μητροπάνο, Νίκο Πορτοκάλογλου. Ποτέ δεν έπαψε να αγαπά τα συγκροτήματα.

Το «Help» των Beatles ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασε όταν ήταν εννέα χρόνων και έπειτα στα 12 το «Revolver». Νεαρός, ονειρευόταν «κάτι σαν τους Aphrodite’s child. Εκανα ακριβά όνειρα», χαμογελούσε. Το 1977, μόλις απολύθηκε από τον στρατό, ο ατίθασος Λαυρέντης από τον Βόλο τραγουδούσε και αντάρτικα με τον Πάνο Τζαβέλλα. «Λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, είχα μέσα μου και αυτή την πλευρά». Υστερα έγιναν οι P.L.J. Band. Ονομάστηκαν κατόπιν «Τερμίτες», σαν φόρος τιμής στα «Σκαθάρια», τους Beatles. «Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ακόμη αυτό που είχε μείνει από την εποχή της αμφισβήτησης, του Μάη του ’68. Η Ελλάδα ήταν τελείως διαφορετική στη μετά ΠΑΣΟΚ εποχή. Με το που άνοιξε ένα ιδιωτικό ραδιόφωνο και η πρώτη ιδιωτική τηλεόραση, το κοινό άλλαξε κι αυτό. Εγινε έρμαιο στις διαθέσεις των ΜΜΕ. Στον βωμό του πλουραλισμού της επικοινωνίας, σήμερα ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει οχετός».

Δεν του άρεσαν οι μεγάλοι χώροι, και, αν κάτι τον ενοχλούσε στο κοινό κάποια βράδια, δεν του χαριζόταν. «Μια φορά με πλησίασε ένας στον δρόμο και μου είπε: “Ρε Μαχαιρίτσα, πληρώσαμε 330 ευρώ για να σε δούμε”. Τον ρώτησα πού κάθισε και μου είπε στο πρώτο τραπέζι. Του απάντησα πως εγώ παίζω για τους απεργούς της ΔΕΗ, τον Οτσαλάν, τη Γιουγκοσλαβία, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τους απεργούς των ναυπηγείων. “Εβδομήντα φορές έχω παίξει δωρεάν στο Σύνταγμα, ήρθες ποτέ να με δεις;” Οχι, μου απάντησε. Ε, ήθελε να έρθει στο μαγαζί, να καθίσει στο πρώτο τραπέζι και να πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι – εγώ φταίω;».

Θυμόταν πως, όταν ήταν παιδί, πήγαινε με τη μητέρα του στην έκθεση ελληνικών προϊόντων. «Βλέπαμε ελληνικά ψυγεία, κουζίνες, τώρα δεν παράγουμε ούτε αυτά. Κλείσαμε τα εργοστάσια. Βγάλαμε όλες τις καλλιέργειες και βάλαμε βαμβάκι με το ζόρι. Κάτι ανάλογο συνέβη με τη μουσική: ξερίζωσαν τα διαφορετικά είδη και έβαλαν ένα».

«Το κιτς του DNA μας»

Πίστευε ότι «σαν λαός γενικά ξεφεύγουμε. Για πολλούς, άνεση σήμαινε περισσότερους μποντιμπιλντεράδες στη Μύκονο. Ομως, αυτή δεν ήταν η γενική συμπεριφορά. Αυτό ήταν το κιτς του DNA μας. Ο πολύς κόσμος διψούσε για μια καλύτερη ζωή. Είναι τόσο τρομερό να έχεις ένα σπίτι και ένα εξοχικό; Ούτε την ανθρωπότητα καταστρέψαμε ούτε τίποτε άλλο. Αλλά μας στιγματίζει η συμπεριφορά του 10% που ξέφυγε. Η ευμάρεια και το ρούφηγμα του καναπέ σε κάνουν βλάκα. Κάτι θα βγει, λοιπόν, και από την κρίση».

Εκτός από τους απεργούς της ΔΕΗ και των ναυπηγείων, τραγούδησε και για τον έρωτα. Με μνήμες του μπελ κάντο, με κανταδόρικη τρυφερότητα, που, μ’ έναν παράξενο, δικό του τρόπο, έσμιγε με ηλεκτρική αιχμή. Τα τραγούδια του καθρεφτίζουν όχι μόνο το σπάνιο ταλέντο, αλλά και τη γνησιότητα, το ταμπεραμέντο και την ευθύτητα του χαρακτήρα του. Μαζί με τους Φατμέ, τους Πυξ Λαξ, τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα, κατόπιν τον Ορφέα Περίδη, εξέφρασε όσο ελάχιστοι τη γενιά της μεταπολίτευσης, τις προσδοκίες αλλά και τις αυταπάτες μας. «Ονειρό μου πλέον είναι να ζω αξιοπρεπώς. Βλέποντας την κόρη μου να μεγαλώνει, βλέπω τον κόσμο να προχωράει». Πόσο κρίμα, που έφυγε τόσο νωρίς. Που σύντροφοί μας θα είναι πλέον μόνο τα τραγούδια του…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή