Παραμένουν μεγάλες οι προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής

Παραμένουν μεγάλες οι προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρόθεση της κυβέρνησης να ακολουθήσει μια νέα, φιλική προς την ανάπτυξη οικονομική πολιτική και η απόφασή της να προχωρήσει άμεσα σε ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για την ανακούφιση των πολιτών και των επιχειρήσεων και την ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης, έχουν διαμορφώσει θετικό οικονομικό κλίμα και αισιόδοξες προσδοκίες για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.

Μετά μια επώδυνη δεκαετία, η χώρα έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην προσπάθειά της να σταθεροποιήσει την οικονομία. Το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα έχει εξαλειφθεί και έχει ουσιαστικά αποκατασταθεί η ισορροπία στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, η οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ήπιας ανάκαμψης, καταγράφοντας αύξηση του ΑΕΠ και μείωση της ανεργίας. Υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις ότι αρχίζει να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν σημειώσει ραγδαία πτώση και το ελληνικό Δημόσιο επέστρεψε πρόσφατα στις αγορές και δανείζεται πλέον με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.

Παρ’ όλα αυτά, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες και διαρθρωτικές αδυναμίες: Η ανάκαμψη, για τρίτο κατά σειράν έτος, παραμένει πολύ ασθενής. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εξακολουθούν να βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Το ποσοστό ανεργίας παραμένει απαράδεκτα υψηλό, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων. Ο κίνδυνος φτώχειας και η ανισότητα παραμένουν μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει εξαιρετικά υψηλό και συντηρεί την αβεβαιότητα στην οικονομία. Το τραπεζικό σύστημα, παρόλο που έχει υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, αδυνατεί να στηρίξει πλήρως την οικονομική ανάκαμψη. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχωρεί, παραμένει όμως σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Οπως επιβεβαίωσε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη ΔΕΘ, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να υιοθετήσει πολιτικές με προσανατολισμό την ανάκαμψη των επενδύσεων και την επάνοδο σε ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Η μείωση της φορολογίας που έχει αποφασιστεί θα ενισχύσει ίσως την ελκυστικότητα της Ελλάδος για νέες επενδύσεις. Ομως, μια προσέγγιση βασισμένη σε φορολογικά κίνητρα δεν είναι επαρκής για να εδραιώσει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων μακροχρόνια. Εκτός από την υψηλή φορολογία, υπάρχουν και άλλοι, ίσως πιο σημαντικοί, παράγοντες που έχουν συμβάλει στην εξασθένηση των επενδυτικών κινήτρων και πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι ακόμη πολύ πίσω, σε σχέση με τις καλύτερες πρακτικές που ισχύουν στην Ευρώπη. Η «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα» είναι όχι μόνο χαμηλή σε σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα επηρεάζουν αρνητικά την ανάκαμψη των επενδύσεων. Η χορήγηση τραπεζικών δανείων ακολουθεί σταθερά πτωτική πορεία περίπου για μία δεκαετία.

Το πιο κρίσιμο πρόβλημά μας, βέβαια, είναι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα. Δεν έχει ακόμη ανακτήσει πλήρως την απαραίτητη αξιοπιστία και εμπιστοσύνη μεταξύ των επενδυτών. Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να λάβει πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για την ενίσχυση της ανάπτυξης κατά το τρέχον έτος και το 2020. Τα μέτρα αυτά, εκτός από τις νέες μειώσεις φόρων, περιλαμβάνουν υψηλότερες δαπάνες για επενδύσεις και κοινωνικές παροχές, καθώς και προσλήψεις στο Δημόσιο που κρίνονται αναγκαίες.

Ευλόγως η κυβέρνηση επιδιώκει πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2021 και μετά, ώστε να δημιουργηθεί ο αναγκαίος δημοσιονομικός χώρος για τη λήψη πρόσθετων μέτρων ενίσχυσης της ανάπτυξης. Ομως, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποφύγει τον επικίνδυνο πειρασμό να χαλαρώσει περισσότερο τη δημοσιονομική πολιτική, για να δώσει ώθηση στη βραδυκίνητη οικονομία. Η επιδίωξη αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στρατηγικό στόχο της οικονομικής της πολιτικής. Η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει ότι η τόνωση της ανάπτυξης που στηρίζεται στη δημοσιονομική ώθηση δεν έχει κατά κανόνα μακρά χρονική διάρκεια. Μάλιστα, σε χώρες, όπως η Ελλάδα, με ιστορικό μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υψηλού χρέους, συνήθως υπάρχει αντίστροφη σχέση μεταξύ δημοσιονομικού αποτελέσματος και ανάπτυξης.

Βέβαια, η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να εμμείνει στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για το 2019 και 2020. Δεν έχει όμως ανακοινώσει λεπτομέρειες για τις περικοπές στις λοιπές κρατικές δαπάνες που ενδεχομένως θα χρειαστούν για να αντισταθμιστούν οι μειώσεις των εσόδων από τις περικοπές φόρων, αλλά και οι αυξήσεις των δημόσιων δαπανών που έχουν εξαγγελθεί.

Εφόσον η χώρα υπάγεται πλέον στον μηχανισμό ενισχυμένης εποπτείας, ελπίζω ότι η κυβέρνηση θα ακολουθήσει δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται σε μια καλή σχέση με τους δανειστές. Αυτό βέβαια δεν αρκεί. Χρειάζεται μια ευρύτερη μακροχρόνια οικονομική στρατηγική, που θα αναγνωρίζει την πραγματικότητα και θα αποτελεί μια νέα συντονισμένη προσέγγιση ώστε να ολοκληρωθεί η προσπάθεια επίλυσης των μακροχρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών και να δημιουργηθούν οι αναγκαίες συνθήκες για ταχύτερους ρυθμούς ανάκαμψης.

Οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ακόμη η Ελλάδα τοποθετούν την πολιτική των μεταρρυθμίσεων υψηλά στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα έχουν μπλοκάρει σημαντικές αλλαγές για πολλά χρόνια. Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι πρέπει να ολοκληρωθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής στήριξης. Ομως, η κυβέρνηση χρειάζεται να κάνει κάτι περισσότερο. Να σχεδιάσει και να εφαρμόσει και τις δικές της μεταρρυθμίσεις, αξιοποιώντας την πείρα και τις άριστες πρακτικές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών,

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τα πρόσθετα βήματα που πρέπει να γίνουν για να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα είναι δύο από τις σπουδαιότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση. Χρειάζεται πάντως να δοθεί προσοχή και σε άλλα διαρθρωτικά προβλήματα. Επειδή ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια θα παραμείνει πολύ υψηλός, είναι αναγκαίες νέες παρεμβάσεις που θα διασφαλίζουν την ομαλή εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μακροχρόνια. Η ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι επίσης μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες. Επιπλέον, χρειάζονται άμεσα νέες συντονισμένες προσπάθειες για την ενίσχυση της δυνατότητας των τραπεζών να χρηματοδοτούν την οικονομία.

Το έργο που πρέπει να πραγματοποιήσει η κυβέρνηση ώστε να διαχειριστεί τα προβλήματα που υπάρχουν ακόμη στην οικονομία είναι βαρύ. Ομως, εάν καταφέρει στη διάρκεια της τετραετούς θητείας της να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα πιο σοβαρά, θα έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου. Οι πολίτες θα δουν σύντομα ουσιαστική βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο και περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης και ευημερίας.

* Ο κ. Νικόλαος Χ. Γκαργκάνας είναι πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή