Γλυκόπικρη γεύση στην εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής

Γλυκόπικρη γεύση στην εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο εμβληματικά έργα, το τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν και την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκι επέλεξε ο Στέφανος Τσιαλής για την εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 4 Οκτωβρίου στην πρώην αίθουσα Φίλων της Μουσικής. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του συνόλου και αρχιμουσικός προέταξε αυτών την Εισαγωγή του Μπετόβεν για το θεατρικό τα «Ερείπια των Αθηνών» του Αουγκουστ φον Κότσεμπι.

Ορχήστρα και αρχιμουσικός εμφανίστηκαν ενθουσιώδεις και ορμητικοί. Είναι δύο λέξεις αυτές τις οποίες συνδυάζουμε συχνά με το δημιουργικό έργο του Μπετόβεν. Αρκεί η ορμή και ο ενθουσιασμός να μη σαρώνουν στο πέρασμά τους τις αξίες της μουσικής. Ετσι, απ’ τα «Ερείπια των Αθηνών» κρατά κανείς κυρίως την σολιστική παρέμβαση του ομποΐστα Γιάννη Οικονόμου. Στο Κοντσέρτο, ούτως ή άλλως οι προβολείς ήταν στραμμένοι στον Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη, πιανίστα έμπειρο και ικανό. Από την αρχή έφερε την ερμηνεία στα μέτρα του, αναχαιτίζοντας τον καλπασμό στον οποίο είχε επιδοθεί ο Τσιαλής κατά την ορχηστρική εισαγωγή. Ο Λαζαρίδης ανήκει σε εκείνους που δεν πιστεύουν στο «γρήγορα και δυνατά». Θα έλεγε κανείς ότι ποτέ δεν δίνει έμφαση στη δεξιοτεχνική επίδειξη και συνεπώς στον ίδιο τον ερμηνευτή και στις ικανότητές του. Εστιάζει σταθερά στην αξία του μουσικού κειμένου το οποίο οφείλει να αναδειχθεί. Με την προσέγγισή του επιτρέπει στον ακροατή να ακούσει όλες τις νότες και να απολαύσει πλήρες αυτό που έχει εμπνευστεί ο εκάστοτε συνθέτης. Παράλληλα, η αισθητική του ήχου είναι φανερό ότι έχει σημασία γι’ αυτόν, καθώς οι νότες που παράγει είναι αδιάλειπτα στρογγυλές και μεστές. Εξίσου ισχύει ότι ο Λαζαρίδης παραμένει πάντοτε εκφραστικά ιδιαίτερα συγκρατημένος έως και διστακτικός, γεγονός που στερεί ένα μέρος από την πλαστικότητα των φράσεων και από το ανάγλυφο της μουσικής. Υπάρχει μια διάθεση άμβλυνσης ειδικά σε ό,τι αφορά τη δυναμική, όχι μόνο στο σύνολο της ερμηνείας, αλλά κυρίως στη λεπτομέρειά της, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η εκφραστικότητα της μουσικής. Αυτό έγινε για ακόμα μία φορά σαφές στο αργό μέρος του Κοντσέρτου, όπου η ορχήστρα έμεινε διακριτικά σε δεύτερο επίπεδο, αλλά και στο ζωηρό τελευταίο, του οποίου οι επιμέρους αρετές είχαν ανάγκη από μεγαλύτερη διαφοροποίηση και σαφέστερο χαρακτηρισμό.

Στο δεύτερο μισό της βραδιάς ακούστηκε η «Ιεροτελεστία της άνοιξης». Παραδόξως για μια ορχήστρα με τόσο καλά ξύλινα πνευστά, το λιγότερο επιτυχημένο μέρος ήταν η περίφημη Εισαγωγή, που ήχησε τονικά προβληματική, στεγνή και χωρίς φαντασία. Με το ξεκίνημα του πρώτου «χορού» τα πράγματα βελτιώθηκαν αισθητά και κλιμακώθηκαν στην αγριότητα του «Χορού της γης» που ολοκληρώνει το πρώτο μέρος. Κρατώντας αυστηρά πειθαρχημένο το ρυθμικό στοιχείο και ελέγχοντας καλά τη δυναμική της μεγάλης ορχήστρας που διηύθυνε, ο Τσιαλής έδωσε ένα δεύτερο μέρος συχνά έως και συναρπαστικό, το οποίο κορυφώθηκε οργιαστικά στον τελικό «θυσιαστήριο χορό». Το ευχάριστα νεαρό ακροατήριο της βραδιάς σίγουρα πήρε μαζί του μια θετική (ηχητική) εικόνα, που ίσως το ενθαρρύνει να επιστρέψει στην αίθουσα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή