Κριτική της κριτικής

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ετυχε και σε δύο πρόσφατα κριτικά σημειώματά μου αναφέρθηκα σ’ έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς των τελευταίων 40 ετών, τον Δημήτρη Δημητριάδη. Από τους ελάχιστους που προχώρησαν την ελληνική θεατρική γραφή σε νέους δρόμους, είναι, επιπλέον, ένας  διανοούμενος που τόλμησε να τα βάλει με τις κυρίαρχες, υποκριτικές συμβάσεις στον δημόσιο λόγο, προκαλώντας τα όρια της ανεκτικότητας ακόμη και μετριοπαθών αναγνωστών με άρθρα που πολύ συζητήθηκαν (όπως το «Εμείς και οι Ελληνες» και «Το Βδέλυγμα»).

Η πρώτη αναφορά μου («Καθημερινή», 9.9.2019) ήταν για τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, καθώς δική του ήταν η απόδοση της αισχυλικής τραγωδίας στη σημερινή ελληνική. Η δεύτερη («Καθημερινή», 7.10.2019) ήταν ένα σχόλιο για την παράσταση «Θα πάντα εκεί… Πεθαίνω σα χώρα» του Στέλιου Κρασανάκη, μία σκηνική σύνθεση που βασίστηκε σε κείμενα του Δημητριάδη. 

Επειδή, ας είναι καλά το Facebook, πολύ έχουν αγριέψει τα ήθη, και η δυσανεξία στην «επώνυμη» αρνητική κριτική από καλλιτέχνες του θεάτρου μοιάζει να έχει μεγεθυνθεί, ας μου επιτραπεί να δείξω μέσω επιστολών που ανταλλάξαμε με τον Δ. Δημητριάδη ότι όπως υπήρχε, και υπάρχει, σεβαστός κριτικός λόγος, υπάρχουν σοβαροί δημιουργοί που κατανοούν και αποδέχονται τη σημασία και τη χρησιμότητά του.

Ο Δημητριάδης αντέδρασε στο σχόλιό μου για την παράσταση «Θα πάντα εκεί… Πεθαίνω σα χώρα». Kατά τη γνώμη μου ήταν άστοχο να κλείνει η παράσταση με τους ηθοποιούς να λένε: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός». «Οποιος βδελύσσεται τον ελληνικό λαό, μπορεί να πάει να ζήσει αλλού. Αλλά αν μείνει, δεν δικαιούται να κάνει θέατρο. Ο ρόλος του θεάτρου είναι άλλος» έγραψα στην κριτική μου.

Ο καλός συγγραφέας με κάλεσε να αναλογιστώ τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στην ως άνω παράγραφο και ότι αυτό που συνάγεται είναι ότι ο ίδιος και όσοι συμφωνούν με το περιεχόμενο του άρθρου του «πρέπει να σωπάσουν και να αυτοεξοριστούν». Μόνο που το «πρόβλημά» μου δεν αφορούσε το άρθρο του καθαυτό, αλλά τη χρήση του στην παράσταση: «Μεταφερμένο στη σκηνή, και απευθυνόμενο σε κοινό, αποκτά διάσταση ρητορικής μίσους. Πηγαίνω, λοιπόν, εγώ και άλλοι, σε ένα θέατρο επειδή εκτιμώ τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, στο οποίο στριμώχνομαι γιατί δεν χωρούν τα πόδια μου, για να δω μία κακή παράσταση που τελειώνει με το “Βδελύσσομαι τον ελληνικό λαό;” Ελεος! Ποιος το λέει και σε ποιον; Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παράστασης και η συνθήκη στην οποία παρουσιάζεται δεν δικαιώνουν τη χρήση του αποσπάσματος από το “Βδέλυγμα”. Οσο για τον ρόλο του θεάτρου είναι για μένα, πάντα, ακόμη και όταν προκαλεί, αγαπητικός».

Ο Δ.Δ. μου απάντησε ως εξής: «Στην περίπτωση όμως του Ιψεν, π.χ., και, κυρίως, του Μπέρνχαρντ, τι θα μπορούσαμε να πούμε; Εννοώ, με όλα αυτά, ότι ακόμα κι ένας συγγραφέας που βδελύσσεται τον θεατή/λαό “του”, δικαιούται να συνεχίσει να γράφει παραμένοντας στη χώρα του. Είναι κι αυτό, πιστεύω, ένα πολύ σοβαρό κίνητρο διότι σχετίζεται αμεσότατα και με την ιδιότητά του ως πολίτη και με το γεγονός ότι το θέατρο είναι εκ γενετής ένας, ο κατεξοχήν, δημόσιος λόγος». 

Εγώ βέβαια στην κριτική μου αναφέρθηκα σ’ αυτούς που «κάνουν» θέατρο, εν προκειμένω στον σκηνοθέτη και στον δραματουργό, όχι στους συγγραφείς. Γιατί σ’ ένα τοπίο παρακμής, σύμπτωμα της οποίας είναι ότι πολλοί στήνουν παραστάσεις εν είδει χόμπι, απευθυνόμενοι σε γνωστούς, φίλους, συγγενείς, το θέατρο δεν αναλαμβάνει ευθύνη απέναντι στους θεατές που πληρώνουν εισιτήριο. «Και ποιος είναι ο ρόλος της κριτικής μέσα στο χάος της υπερπληθώρας αν, αναγνωρίζοντας τις ευγενείς φιλοδοξίες των δημιουργών, δεν μιλά ειλικρινά για την ποιότητα της παραγόμενης πράξης; Να γράφονται τελικά πράγματα που ενοχλούν ή να σφυρίζουμε αδιάφορα;» ρώτησα τον Δ.Δ. Τι μου απάντησε; «Συμφωνώ με το να γράφονται από την κριτική πράγματα που ενοχλούν, αλλά και φρονηματίζουν, όχι μόνο σκηνοθέτες αλλά και συγγραφείς, μέσα πρώτος κι εγώ». Παρά τη διαρκή τάση του λόγου στην παρερμηνεία, οι αντιστάσεις κάμφθηκαν και τελικώς βρήκαμε κοινό τόπο επικοινωνίας.

Οσο για την αναφορά στην απόδοσή του, του «Προμηθέα Δεσμώτη», την οποία στην κριτική μου χαρακτήρισα επιτηδευμένη και αντιθεατρική, ο Δ.Δ. επικαλείται τη «σχεδόν αδιανόητη πυκνότητα και ελλειπτικότητα τού πρωτοτύπου, τη σχεδόν αμετάφραστη πολυσημία του».

«Ο Αισχύλος επινοεί συνεχώς νέες λέξεις, δυσπρόφερτες, περίπλοκες, που ο μεταφραστής πρέπει να βρει το ακριβές αντίστοιχό τους, χωρίς να αναλυθούν και να επεξηγηθούν! Αυτό έκαναν όλες ανεξαιρέτως οι προγενέστερες μεταφράσεις, ακόμα κι εκείνη του Μουλλά, δεν σου αναφέρω άλλους που “χριστιανικοποιούν” τον Αισχύλο», γράφει.

Μας αφορά όλους ο προβληματισμός του Δ.Δ. για το τι μπορεί να σημαίνει οικειοποίηση και επικαιροποίηση του «απολύτως ανοίκειου» που είναι το αρχαίο δράμα. Γράφει: «Αλλά ας “περιοριστούμε” στην ποίηση. Η οποία πρέπει να αποκτήσει τη θέση που της ανήκει: να γίνει καθοριστικό γεγονός της δημόσιας ζωής. Αυτός είναι ο λόγος που αποτέλεσε τόσο σημαντικό παράγοντα στη ζωή της πόλεως η τραγωδία: η τολμηρή αυτογνωσία μέσω της δραματουργίας, το θέατρο ως κεντρικός “σύμβουλος” επίγνωσης. Κι εδώ, βέβαια, η κριτική καλείται να λειτουργήσει δραστικά».

Θα κλείσω μ’ ένα απόσπασμα από το πάντα έγκυρο «Μονόλογο πάνω στην ποίηση» του Σεφέρη: «Γιατί κανένα πράγμα στον κόσμο δεν είναι ανεξάρτητο, και πάντα μια αρετή εξαρτάται από κάτι που οι άλλοι μπορεί να το θεωρήσουν σαν κακία. Κι αν θέλαμε να βγάλουμε ένα ηθικό επιμύθιο από τούτο το ιστορικό, θα λέγαμε ότι πρέπει να έχουμε το κουράγιο των αρετών μας και των ελαττωμάτων μας (γνωρίζοντάς τα όσο καλύτερα μπορούμε – εδώ είναι η μεγάλη δυσκολία) για να τα βάλουμε στη δούλεψη του αγαθού» («Δοκιμές», Α΄ τόμος).

Ο διάλογος συνεχίζεται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή