Χαμένο παιχνίδι;

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ερώτηση για τηλεπαιχνίδι: Σε τι διαφέρει ο δεξιός συνδικαλιστής της Μέσης Εκπαίδευσης από τον αριστερό συνάδελφό του; Η απάντηση: Ο δεξιός αγωνίζεται για την αναβάθμιση του «δημόσιου σχολείου», ενώ ο αριστερός για την αναβάθμιση του «δημόσιου σχολειού».

Κατά τα άλλα, αμφότεροι συμφωνούν, όπως απέδειξε ο απίθανος κ. Τσούχλος, ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, με τη θέση περί αριστείας που κατέθεσε σε επιτροπή της Βουλής. Ο προερχόμενος από τη ΔΑΚΕ, την προσκείμενη στη Ν.Δ. συνδικαλιστική παράταξη των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης, θέλει κατάργηση των προτύπων σχολείων, επειδή θεωρεί την αριστεία «αντιπαιδαγωγική»! Το εντυπωσιακό, δε, είναι η άνεση και η φυσικότητα με την οποία παρουσίασε τις θέσεις του, όταν μάλιστα η αποκατάσταση της αριστείας είναι δεδηλωμένη προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής στην Παιδεία.

Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η περίπτωση του «δεξιού» προέδρου της ΟΛΜΕ σε κάνει να αναρωτιέσαι το εξής φρικώδες: Αν οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι θα αναλάβουν στην πράξη την αποκατάσταση της αριστείας είναι αυτοί που εκλέγουν για πρόεδρό τους τον κ. Τσούχλο, τότε τι νόημα έχει να ελπίζουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο δημόσιο σύστημα Παιδείας; Πώς οι εκπρόσωποι της τεμπέλικης μετριοκρατίας θα ανατρέψουν το καθεστώς χάρη στο οποίο οφείλουν τη θέση τους; Πώς οι τενεκέδες θα παραγάγουν την αριστεία; 

Το μακροπροθέσμως σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας δεν είναι, νομίζω, το δημογραφικό, όπως ακούω να επισημαίνουν διάφοροι καρπεροί συμπολίτες μου, αλλά η αποτυχία του συστήματος να προαγάγει τη βασική και στοιχειώδη δεξιότητα που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος για να προχωρήσει μπροστά: την κατανόηση κειμένου. Είναι γνωστό ότι πατώνουμε στις σχετικές κατατάξεις της PISA, αλλά οι στατιστικές περιττεύουν όταν έχουμε τόσο πρόσφατη την εμπειρία της πρωθυπουργίας Τσίπρα. Ακόμη και στο ραδιόφωνο, σε σοβαρό μάλιστα σταθμό, ακούς πρόσωπα να εκφωνούν τις ειδήσεις τόσο αδέξια (και ας έχουν χρόνια στη δουλειά), ώστε αντιλαμβάνεσαι ότι δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν. Απλώς εκφωνούν με ένα δήθεν έγκυρο στυλ που τους δίδαξαν σε κάποια σχολή. Ναι, ασφαλώς ξέρουν τι σημαίνουν οι λέξεις του κειμένου! Αλλά δεν καταλαβαίνουν τι λέει το κείμενο. Αν τους έλεγες «πες μου τι λέει με δικά σου λόγια», θα μπερδεύονταν.

Αυτό που περιγράφω παραπάνω, διερωτώμαι, πώς θα αλλάξει. Πώς θα γίνει, δηλαδή, από τα σχολεία να βγαίνουν παιδιά εξοικειωμένα με τον πλούτο και τις δυνατότητες της γλώσσας τους και όχι παιδιά που χρησιμοποιούν τη μητρική γλώσσα μηχανιστικά, σαν μια κατασκευή από κλισέ. Λέμε, π.χ., ότι το διάβασμα ανοίγει το μυαλό και τους ορίζοντες του ανθρώπου, επειδή είναι η γλώσσα που το πετυχαίνει αυτό. Εξ ου και η μεγάλη σημασία της σωστής διδασκαλίας της λογοτεχνίας. Αν κάτι θα συνέβαλλε σε ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα, θα ήταν ένα τέτοιο πρόγραμμα μεταρρύθμισης εκ βάθρων, με ορίζοντα την επόμενη γενιά και χωρίς την προσδοκία άμεσου πολιτικού οφέλους.

Εδώ όμως πρέπει να σταματήσω! Oχι επειδή εξάντλησα τον χώρο της στήλης, αλλά επειδή θυμήθηκα τον σύντροφο Τσούχλο και τους άλλους αγωνιστές, από τους οποίους θα ήταν εξαρτημένη η μοίρα της μεταρρύθμισης που ονειρεύομαι. Για λίγο τους είχα ξεχάσει, γιατί είναι πολύ δυσάρεστο ότι αυτοί οι άνθρωποι εμποδίζουν την πρόοδο της χώρας.

Και τώρα, Σαμουήλ

Δεν χρειάζεται καθόλου σοφία για να καταλάβει ο καθένας την τακτική του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων! Κοινώς, Κούγκι. Ο Ρασπούτιν μεταμορφώνεται σε Σαμουήλ. (Παραμένει ωστόσο πάντα καλόγερος…) Εκεί αποσκοπούν τα αιτήματά του για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τους μάρτυρες κατηγορίας, καθώς και για το άνοιγμα των τηλεφώνων όλων ανεξαιρέτως των εμπλεκομένων στην υπόθεση. Προκαλεί, δηλαδή, τους κατηγόρους του σε ένα ξεκατίνιασμα άνευ ορίων και όποιος αντέξει. Είναι φανερό ότι πιστεύει πως έτσι μπορεί, αν όχι να σώσει τον εαυτό του, τουλάχιστον να σπιλώσει τους κατηγόρους του, σε βαθμό ώστε η νίκη τους να έχει εξουθενωθεί ηθικά.

Υπό άλλες συνθήκες, θα έλεγες ότι η απειλή είναι σοβαρή. Πρόκειται όμως για τον Δ. Παπαγγελόπουλο, ο οποίος κάθε φορά που εμφανίζεται δημοσίως για να υπερασπιστεί τον εαυτό του καταφέρνει μάλλον να τον γελοιοποιεί. Χθες, λ.χ., καμαρώνοντας ότι αυτός δεν φοβάται αν ανοίξει το τηλέφωνό του, είπε ότι το πολύ πολύ να χάσει μερικούς φίλους, επειδή στα τηλεφωνήματά του τους κοροϊδεύει πίσω από την πλάτη τους, ή να θυμώσει η σύζυγός του για κάποια σεξιστικά σχόλια που κάνει. Πέραν του ότι δεν ήξερε για τι μιλούσε (διότι ανάκτηση των συνομιλιών δεν μπορεί να γίνει), το είπε κιόλας ως αστείο, ο καημένος…  

Ο μύθος, που είχε κάποτε, εξαερώθηκε μόλις εμφανίσθηκε δημοσίως και άρχισε να μιλάει για τον εαυτό του. Εκτοτε, όσο περισσότερο μιλάει –και ιδίως όσο πιο χαριτωμένος και χιουμορίστας πάει να φανεί– τόσο πετυχαίνει να σε κάνει να αναρωτιέσαι το μέγεθος της ντροπής που θα έπρεπε να νιώθουν τώρα όσοι κατά καιρούς πήραν αυτόν τον άνθρωπο στα σοβαρά. Τηρουμένων των αναλογιών, η περίπτωσή του μου θυμίζει τον Ιρλανδό τραπεζίτη για τον οποίο γράφει ο Μάικλ Λιούις στο βιβλίο του «Ταξίδια στον νέο Τρίτο Κόσμο». Ο πανικός, η τρεχάλα στις τράπεζες, που οδήγησε στην κατάρρευση των τραπεζών στην Ιρλανδία, εξηγεί ο Λιούις, δεν ξεκίνησε με τη γνωστοποίηση των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Ξεκίνησε μόλις ο κόσμος είδε ότι ο κεντρικός τραπεζίτης, που είχε βγει δημοσίως για να τους καθησυχάσει, ήταν ένα άβουλο και φοβισμένο γεροντάκι, που δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό του να πείσει…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή