Η σκυταλοδρομία γενεών, τα πρώτα 100 χρόνια και η ανάγνωση που θέλει το χαρτί της

Η σκυταλοδρομία γενεών, τα πρώτα 100 χρόνια και η ανάγνωση που θέλει το χαρτί της

Κύριε διευθυντά

Το μήνυμα στο κινητό «Συγγνώμη, έμπλεξα και δεν θα κατέβω» τον έκανε να νευριάσει. Μεγαλώνοντας γίνεσαι σε κάποια θέματα απόλυτος. Το ραντεβού με τα κινητά τηλέφωνα είναι σαν να μη δίνεται πλέον. Αποφάσισε να μην ασπρίσουν άλλο τα μαλλιά του και πήρε αμέσως τον δρόμο για την παλιά του γειτονιά.  Η παράσταση ήταν βραδινή οπότε είχε χρόνο για να σουλατσάρει πριν συναντήσει τη γυναίκα του στο φουαγέ του Εθνικού.

Κατέβαινε συχνά πλέον στο Κέντρο. Παρατηρώντας με γεροντική μελαγχολία και παιδική περιέργεια τι έχει αλλάξει, αλλά κυρίως τι έχει «κάτσει» μέσα του και αρνείται να τον εγκαταλείψει. Ψάχνοντας για σταθερά σημεία στη δίνη των μεγαλουπόλεων όπως το λέει o Μοντιανό. Πρόσωπα, κτίρια και μαγαζιά, οτιδήποτε θα του θυμίσει κάτι. Και ενώ το μάτι αναζητούσε, τη διέκρινε μέσα στον σωρό. Την αγοράζει πλέον απολύτως συνειδητά. Οπως και συνειδητή η απόφαση του ιδρυτή της στα σταυρικά του χρόνια να την εκδώσει. Τη διαλέγει όμως με αμυδρό στα μάτια κάποιο ενοχικό κατάλοιπο. Οχι μήπως τον δει κάποιος παλιός σύντροφος των φοιτητικών χρόνων, αλλά μετανιωμένος που έχανε τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τα πολιτιστικά της, από τα χρόνια της νιότης.

Εκατσε  στο καφενείο της πλατείας, βλέποντας το άγαλμα του τραγουδιού. Σκέφτηκε αν και ο ίδιος ανήκει στα κάδρα της πλατείας γιατί μετριέται πλέον στους παλιούς. Διορθώνει πάντα λέγοντας πως η οδός Αριστοτέλους του τραγουδιού είναι στην πλατεία Βικτωρίας και όχι στη Θεσσαλονίκη. Και γνωρίζει πως η Σωκράτους, με  τις τωρινές μυρωδιές των μπαχαρικών εκεί που βρίσκει την Ευριπίδου, σε φλόμωνε κάποτε μελάνι, όπλο των  μπαρουτοκαπνισμένων αρθρογράφων της.

Και την ανοίγει ξεκινώντας να τη διαβάζει, κάνοντας μία πράξη επαναστατική σε καιρούς αποσπάσεων. Και εμείς αναρωτιόμαστε αν εκείνος διαβάζει την εφημερίδα ή η εφημερίδα τον αναγνώστη. Αν αντικατοπτρίζεται στην εφημερίδα ο ίδιος και αυτά που πρεσβεύει. Ισως το μεγάλο σχήμα (αν και μικρότερο από το παλιό της) να δίνει κάποιο κύρος, αλλά κυρίως φανερώνει τους πλατιούς ορίζοντες. Διεθνής αλλά και τόσο ντόπια, όπως και ο ίδιος. Που από κοσμοπολίτης σε μια δεξίωση μπορεί ευθύς να ψάχνει βαρελότα και δυναμίτες στην Ομόνοια, όπως ο παλιός διευθυντής της. Συνδυάζοντας ισορροπημένα αστικό και λαϊκό βίωμα. Απόλυτα έτοιμος να υπερασπιστεί με χατζιδακική ανδρεία πως νιώθει Ελληνας αν αυτό σημαίνει Ευρωπαίος και Ευρωπαίος αν υποδηλώνει την ελληνικότητά του. 

Σκέφτηκε, έτσι όπως την κρατούσε, πως ήταν πάντα δίπλα του. Από μικρός όταν τρέχοντας την αγόραζε για τον πατέρα του, «ρουφώντας» τα αθλητικά της στη διαδρομή για το σπίτι. Εφηβος όταν είχε τη μεγαλύτερη παρουσία, την απουσία τη δική της και των επιφυλλίδων της. Την αιτία για τις μέτριες εκθέσεις στο σχολείο σύμφωνα με τους γονείς του. Επειτα ως φοιτητής τη λαθροδιάβαζε στα μανταλάκια, πριν χωθεί στις ατελείωτες συζητήσεις και μπροσούρες για την «προδομένη επανάσταση». Μπαίνοντας σε μια σειρά εκεί στα τέλη του ’80, πήρε τον ασφαλτωμένο δρόμο για τα προάστια με τη σομόν σελίδα της. Και μόλις άνοιξε τον  πρώτο υπολογιστή του, συνειδητοποίησε πως και όλοι οι παλιοί γείτονες είναι χαμένοι κάπου εκεί γύρω. Τα  παιδιά του μεγαλώνουν και από τη Herald Tribune μαθαίνει πως και η χώρα του υπολογίζεται στους μεγάλους.

Και τώρα που όλα αυτά κατέρρευσαν, τη βαστάει για να κρατηθεί από κάπου. Αγοράζοντας το ημερήσιο φύλλο περιοδικά και την κυριακάτικη έκδοση πάντα. Εκεί συναντάει και τις επιστολές του γιου του που τη διαβάζει ηλεκτρονικά, με έδρα κάποια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, όπου εργάζεται. Βλέπει τη δικιά του σκέψη  πιο προχωρημένη από πλευράς σπουδών αλλά και εικόνων.

Ο αναγνώστης προσπαθεί να πιάσει τον χρόνο που τρέχει. Ηταν τόσο γρήγορες οι αλλαγές, τόσο δυσκολοχώνευτα τα γεγονότα, που  οδήγησαν  στον παραλογισμό. Θυμάται τους φίλους του να τραγουδάνε σε μεγάλα σπίτια για φτώχεια και να κλαίνε. Να κοιτάνε τις μετοχές στο Χρηματιστήριο, ενώ παράλληλα να βρίζουν τους Αμερικάνους που βομβάρδιζαν το Βελιγράδι. Ο σουρεαλισμός, που άλλοτε απλά τον μελετούσαν  αναλυτικά, αποτυπωνόταν στη μετέπειτα πορεία τους.  Ετρεξε τόσο πολύ ο χρόνος και άλλαξαν τόσο τα πράγματα, που δεν μπορούσε να μην αλλάξει και ο ίδιος. Πού να το φανταζόταν πως η ομάδα που έπαιζε ο πατέρας του, θα έβγαζε τον καλύτερο παίκτη του ΝΒΑ. Ο Γιάννης ήταν μελαψός όχι γιατί ήταν Αιγυπτιώτης, όπως πολλοί από τους παλιούς του Τρίτωνα, αλλά λόγω της  καταγωγής του από τη Νιγηρία. Και θα μιλάει για τα παιχνίδια με τον γιο του με χρέωση σαν να μένει στην απέναντι γωνία. Με δε ανάλυση, λες και βρίσκονταν και οι δύο στο γήπεδο των Bucks.

«Πώς πάνε τα νέα;» τον διέκοψε ο καφές που προσγειώθηκε δίπλα του. «Προχωράμε», του απάντησε δειλά. «Προχωράμε μπροστά» η φωνή δυνάμωσε. «Τα πρώτα 100 χρόνια είναι δύσκολα», είχε έτοιμη την απάντηση ο καφετζής. Σαν να διάβαζε την εφημερίδα και τον ίδιο, συνοψίζοντας τις σκέψεις του σε έξι μονάχα λέξεις.

Δημητρης Μακριδης

Η σκυταλοδρομία γενεών, τα πρώτα 100 χρόνια και η ανάγνωση που θέλει το χαρτί της-1

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή