Αναζητώντας το σημείο ανάτασης

Αναζητώντας το σημείο ανάτασης

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χώρα αναζητεί το σημείο δυναμικής ανάπτυξης. Με ρυθμό αύξησης του εθνικού προϊόντος γύρω στο 2%, χρόνος μπαίνει-χρόνος βγαίνει, πετυχαίνουμε προφανώς τη σταθεροποίηση, αλλά δεν ξεφεύγουμε ούτε από τη μιζέρια της δεκαετούς κρίσης ούτε από τις διαρθρωτικές αδυναμίες που συντηρήσαμε μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη. Ούτε βεβαίως θα δημιουργήσουμε μια σύγχρονη και ανταγωνιστική Ελλάδα, ικανή να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τους –ολοένα και λιγότερους– ανθρώπους της.

Πόσο χρόνο έχει η νέα πλειοψηφία των νεοδημοκρατών για να επιτύχει εκεί που απέτυχαν τόσοι άλλοι; Λίγο. Μέχρι το επόμενο φθινόπωρο ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να βρει τρόπο να κάνουμε το ζητούμενο άλμα προς τα εμπρός. Μεγαλύτερο και δυσκολότερο από αυτό που πέτυχε ήδη προτού καλά καλά εκλεγεί. Καταναλώνουμε σήμερα τις θετικές προσδοκίες που δημιούργησε η απομάκρυνση του κ. Τσίπρα από την εξουσία και η επιθετική κινητοποίηση της κυβέρνησης. Στις οποίες προστίθεται τώρα η νέα δημοσιονομική πολιτική μείωσης των φόρων: προς την οικογένεια, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και, οπωσδήποτε, προς τους επενδυτές.

Με τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που ανακοινώνει καταιγιστικά η κυβέρνηση και τον υπό ψήφιση προϋπολογισμό του 2020, θα έχει επιτευχθεί η είσοδος της οικονομίας σε σίγουρο έδαφος. Χαμηλά επιτόκια, μικρότερο κόστος κράτους, λιγότεροι φόροι, ελάφρυνση (αν και μικρή) της μισθωτής εργασίας, σταδιακή βελτίωση απασχόλησης. Η πλειοψηφία κινείται με ρεαλισμό. Το δείχνουν τα μέτρα στήριξης της οικοδομής και η έναρξη μεγάλων έργων (π.χ. Ελληνικό), υποστηριζόμενα από την επιστροφή των δημοσίων επενδύσεων (έπειτα από τρία χρόνια ανόητης περικοπής τους), την επιτάχυνση των επιχειρηματικών σχεδίων, ιδίως όσων μπορούν να εκμεταλλευθούν ευρωπαϊκούς πόρους, και την τολμηρή άρση εμποδίων στην αγορά εργασίας με τις νέες διατάξεις για τον συνδικαλισμό.

Είναι προφανές ότι η δημιουργία μια νεωτερικής οικονομικής μηχανής, που θα είναι ικανή να ξεσηκώσει την Ελλάδα ενισχύοντας την πλευρά της προσφοράς, δηλαδή της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, είναι πολύ δυσκολότερη από όσο είχαμε προβλέψει. Πολιτικά μάλιστα, οι αντιστάσεις μπορεί να αποθαρρύνουν ακόμη και τους αισιόδοξους.

Χρειάζεται λοιπόν να προσφύγουμε, μεσοπροθέσμως, στην ενίσχυση της ζήτησης. Αυτό θα κάνουν οι περισσότερες μειώσεις φόρων, η διατήρηση παλαιών επιδομάτων, η δικαίωση ομάδων συνταξιούχων, τα κίνητρα στην οικοδομή και η επιταχυνόμενη ρύθμιση του άχθους πολλών κόκκινων δανειοληπτών.

Η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης είναι απαραίτητη κι επειδή το αναμενόμενο «φρένο» στην οικονομία της Ευρωζώνης θα μειώσει τη ζήτηση από το εξωτερικό, δηλαδή τις εξαγωγές, μια από τις λίγες κινητήριες δυνάμεις των τελευταίων ετών. Ανάσχεση του ίδιου κινδύνου αποτελεί και η πολιτική κινητοποίηση της κυβέρνησης ώστε να πουλήσει ταχύτερα κρατική περιουσία, το πιο σημαντικό κίνητρο για διεθνείς επενδύσεις, το οποίο επίσης επιδεικτικά αγνόησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Με αυτά τα δεδομένα, περιμένω ότι οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στη διετία 2020-21 θα είναι καλύτερες από όσο σήμερα εκτιμάται από τους διεθνείς οργανισμούς. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην αμέσως επόμενη διετία. Το στοίχημα Μητσοτάκη είναι το ακόλουθο: τη σημερινή σταθεροποίηση –που είναι κυρίως δικό του έργο, κι ας λέει ό,τι θέλει η αντιπολίτευση– να ακολουθήσει μια δυναμική ανάπτυξη. Η πρόκληση πρέπει να απαντηθεί ήδη από τα μέσα της επόμενης χρονιάς, όταν άλλωστε θα εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια «κόπωσης» της θετικής ψυχολογίας που ζούμε.

Εκείνη τη χρονική περίοδο πρέπει να τοποθετήσουμε το σημείο ανατροπής (inflection point), ώστε η καμπύλη της οικονομίας να δείξει τον… ουρανό! Σημειώστε πως ο δείκτης οικονομικού κλίματος βρίσκεται στο ανώτατο σημείο από το 2008 και μετά και κινείται (όχι κατά σύμπτωση) στον μέσο όρο της πρώτης δεκαετίας του ευρώ. Δύο πράγματα χρειάζεται η χώρα, κυρίως μάλιστα οι νέοι και οι άνεργοι. Πρώτον, έναν καταιγισμό ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων (κοινωνικών, κρατικών και όχι μόνον οικονομικών) που θα σηκώσουν την Ελλάδα στη βαθμίδα του «έξυπνου κράτους». Και, δεύτερον, μια ριζική τροποποίηση της καταστροφικής μεταμνημονιακής συμφωνίας, που διαπραγματεύτηκε με τον χειρότερο τρόπο η προηγούμενη πλειοψηφία. Μόνον αυτός ο συνδυασμός θα μας επιτρέψει να βγούμε από τον γερμανόπνευστο δημοσιονομικό συντηρητισμό.

Στα παραπάνω θέλω να συμπεριλάβω κάτι που παραλείπεται –πολύ κακώς– στη δημόσια συζήτηση: η οικονομία υποφέρει από μια ιδιότυπη διαστροφή, που δεν συναντάται σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος, η οποία οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην εμμονική πίεση του ΔΝΤ. Οι μισθωτοί πλήρωσαν την κρίση περισσότερο από όσο κόστισε στην ίδια τη χώρα και πολύ περισσότερο από όσο την πλήρωσαν οι άλλες ομάδες του ενεργού πληθυσμού· η αμοιβή της εργασίας βρίσκεται σε εξευτελιστικά χαμηλό και πλήρως αντιπαραγωγικό επίπεδο σε πολλούς κλάδους της οικονομίας. Είναι ευθύνη της επιχειρηματικής τάξης να αλλάξει τάχιστα τη σημερινή εικόνα, βελτιώνοντας την ανταμοιβή της παραγωγικής εργασίας έναντι όσων οικονομικών μονάδων παραμένουν υποταγμένες σε μοντέλα παλαιάς κοπής. Είτε γιατί, συνήθως, δραστηριοποιούνται στην γκρίζα οικονομία είτε γιατί έχουν παγιδευθεί από την τραγική δυσλειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Εμμέσως όμως είναι και ευθύνη της κυβέρνησης: οφείλει να «θυμηθεί» και να ευνοήσει, φορολογικά τουλάχιστον, όσους δουλεύουν τόσο σκληρά ώστε το ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα να τους κατατάσσει στη «μεσαία τάξη», που έχει κουραστεί να πληρώνει για όλες τις αμαρτίες. Του τόπου και των αποτυχημένων πολιτικών.

* Ο κ. Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, βουλευτής Ν.Δ. στη Β΄ Αθηνών (Νότιος Τομέας).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή