Νίκος Πορτοκάλογλου στην «Κ»: Κόντρα στα στερεότυπα

Νίκος Πορτοκάλογλου στην «Κ»: Κόντρα στα στερεότυπα

9' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα βρίσκονταν σε κοινές συναυλίες με τους «Φατμέ» και τους «Τερμίτες», βάδιζαν επί σαράντα χρόνια παράλληλα, χωρίς να συναντιούνται ουσιαστικά. Μόλις την περασμένη χρονιά αντάμωσαν. «Ηταν μαγικό το τι μας συνέβη τότε, ανακαλύπταμε διαρκώς κοινούς τόπους», λέει σήμερα ο Νίκος Πορτοκάλογλου. «Στα πολιτικά διαφωνούσαμε σχεδόν σε όλα, αλλά, αυτό ήταν το μαγικό και έδωσε και ένα μήνυμα στον κόσμο». Εκαναν σχέδια να συνεχίσουν τον χειμώνα, ετοίμαζαν το Jukebox: «Η γενιά μας έχει μνήμες από ατελείωτα jukebox, κάτι σαν το φορτωμένο με τραγούδια σημερινό USB. Είπαμε να διαλέξουμε κομμάτια με τα οποία συνδεόμαστε βιωματικά. Τα πρώτα που χορεύαμε στα πάρτι, αυτά με τα οποία μάθαμε κιθάρα, όπως το “The house of the rising sun” ή το “Without you” με τον Χάρι Νίλσον, τραγούδι που ανυπομονούσαμε να ακουστεί στα πάρτι για να χορέψουμε με το κορίτσι που μας άρεσε».

Η παράσταση που ξεκινάει στις 7/12 στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. «Ηταν μεγάλο σοκ στην αρχή. Είπα να μη δουλέψω, έπειτα θυμόμουν διαρκώς την αγαπημένη του ατάκα: the show must go on. Ετσι προχώρησε η συνεργασία με τους συναδέλφους, τους Μπλε και τα Κίτρινα Ποδήλατα. Σκέφτηκα να καλέσω και τον Στάθη Δρογώση, τραγουδοποιοί όλοι μιας νεότερης γενιάς που έχουν κάνει εξαιρετικά πράγματα».

Το Jukebox θα θυμίζει και διλήμματα μιας άλλης εποχής: Μπιτλς ή Στόουνς, Τσιτσάνης ή Βαμβακάρης, Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις, ροκάδες ή καρεκλάδες. «Αυτό που είναι ο καθένας μας σήμερα δεν είναι μόνο οι δίσκοι που αγοράσαμε, αλλά και το τι έπαιζαν τα τρανζιστοράκια. Θυμάμαι τον αδελφό μου που είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, να ακούει ραδιόφωνο πριν κοιμηθεί. Ακόμη και τη βραδιά που ο Νίκος Μαστοράκης παρουσίασε το “Lady Madonna” των Μπιτλς θυμάμαι να με μαγεύει. Οι δίσκοι που έφερνε σπίτι, ήταν σαν από άλλο πλανήτη: Χέντριξ, Ντίλαν, Σαββόπουλος, Μπιτλς. Των γονιών μου ήταν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, κάποια λαϊκά, κάποια άλμπουμ του Σινάτρα, λίγοι δίσκοι κλασικής. Ο πατέρας μου ήταν γεννημένος στη Σμύρνη αλλά μεγάλωσε στον Βόλο, εγώ γεννήθηκα στον Βόλο αλλά μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Μαζί μας έμενε και η γιαγιά η Σμυρνιά, η οποία παρότι μεγάλωσε με πιάνο και γαλλικά, και δεν άκουγε αμανέδες αλλά ευρωπαϊκά, μετά την προσφυγιά αγόραζε δισκάκια του Νίκου Ξανθόπουλου. Ετσι κι εγώ: Ημουν αμετανόητος ροκάς κι όταν πήγα στις Βρυξέλλες να σπουδάσω, ανακάλυψα τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα, αργότερα  τον Ακη Πάνου».

Στο σπίτι του κολλητού του φίλου από τη Γ΄ Δημοτικού, Γιώργου Φιλιππάκη, αργότερα («Χάνομαι γιατί ρεμβάζω»), μαζευόταν η παρέα. «Κουβαλούσαμε τα Σαββατόβραδα τους δίσκους που αγοράζαμε με το χαρτζιλίκι μας από το δισκάδικο της πλατείας που είχε ο μπαμπάς της Χίλντας Παπαδημητρίου.  Σβήναμε τα φώτα, βάζαμε τον δίσκο στο πικάπ και ακούγαμε μουσική στο σκοτάδι. Μετά άρχιζαν τα σχόλια και οι τσακωμοί, ενώ ο δίσκος έλιωνε από το παίξιμο. Αργότερα, ολόκληρες παρέες 10-15 φίλων, νοικιάζαμε παλιές μονοκατοικίες. Εμείς θέλαμε ένα στούντιο, άλλοι ένα σκοτεινό θάλαμο για τις φωτογραφίες που έβγαζαν, άλλοι ένα τόπο ερωτικών συναντήσεων. Τα καλοκαίρια ξενυχτούσαμε στην πλατεία μιλώντας για μουσική, πολιτική, ερωτικά…».

– Αυτή η ανάγκη να γνωρίζετε και να αγαπάτε πράγματα σε διαφορετικές όχθες καθόρισε την ταυτότητά σας;

– Σίγουρα, αλλά ήταν ασυνείδητο, με οδηγούσε η ίδια η μουσική και η αγάπη γι’ αυτή. Αργότερα έγινε συνειδητό, η σύνθεση ανάμεσα στις αντιθέσεις, την ανατολή και τη δύση, το παλιό και το νεωτερικό. Μου άρεσε να πηγαίνω κόντρα στα στερεότυπα, είτε επρόκειτο για πολιτική, είτε για τέχνη. Ημασταν μια παρέα που άκουγε τα αριστουργήματα του ’60 αναδρομικά. Τότε έκανε τα ωραία του ο Μπόουι, αλλά δεν τον άκουγα γιατί ήμουν κολλημένος στους προηγούμενους. Εβλεπα κάποιες φωτογραφίες του με τους κοθόρνους και τις φούστες και δεν καταλάβαινα, τον ανακάλυψα εκ των υστέρων. Συγχρονίστηκα με την εποχή μου στην έκρηξη του πανκ και του νιου γουέιβ με τους Clash και τους Talking Heads. Σίγουρα, δεν αντιμετώπιζα τη μουσική σαν ιδεολογικό εργαλείο.

– Το να μην ταυτίζεστε με κάποιο στερεότυπο είναι και κάτι που πληρώσατε;

– Εχει ένα κόστος. Οι «Φατμέ» ήταν απροσδιόριστοι όταν ξεκινήσαμε. Δυσκολεύονταν να μας κατατάξουν. Γιατί τραγουδάτε ελληνικά αφού είστε ένα ροκ συγκρότημα, ρωτούσαν. Υπήρχε μια καχυποψία, έπρεπε κάτι να είσαι.

– Από την Πάτρα της δεκαετίας του ’80 που σας πέταξαν αυγά σε μια συναυλία των «Φατμέ» όταν παίξατε το «Μετρίως μετρημένος» μέχρι το 2015, που το τραγούδι σας «Θα περάσει κι αυτό» θεωρήθηκε, ούτε λίγο ούτε πολύ, δούρειος ίππος του μνημονίου, τι άλλαξε;

– Τότε ήμασταν με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ηταν πολύ προστατευτικός μαζί μας, παρότι ήταν πιο ροκ, έβλεπε όμως, κάτι σε εμάς. Φύλακας άγγελός μας ήταν ο Τάσος Φαληρέας και του χρωστάμε ότι μπήκαμε στο στούντιο. Δεν είχα στρωτή διαδρομή. Δύσκολα, στην αρχή, μετά αποδοχή μετά πάλι δύσκολα, επιτυχίες, έπειτα μια εποχή ύφεσης. Τα πρώτα χρόνια ήμουν φοβικός με τη σκηνή. Επίσης, δεν είχα σφραγίδα πολιτική και ήταν επιλογή μου. Οποτε έγραφα τραγούδια που αφορούσαν το ευρύ κοινό υπήρχε ένα άνοιγμα, όποτε περνούσα τις πιο κλειστές μου γράφοντας πιο ενδοσκοπικά, το κοινό μίκραινε. Επειτα ήρθε η κρίση. Δύο πράγματα με ταρακούνησαν περισσότερο και μίλησα: Το ένα ήταν ο διχασμός και το μίσος που ένιωσα να δηλητηριάζει την κοινωνία γύρω μου και εμένα προσωπικά. Το άλλο ήταν το αίσθημα της αγανάκτησης και της διάθεσης να αντιδράσουμε σε όσα δυσάρεστα μας συνέβαιναν. Η απόφαση να φύγουμε από την Ευρώπη μου φαινόταν εφιαλτικό σενάριο. Η αντίδραση υπήρξε τέτοια που ήταν σαν να μου ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Μου θύμισε τη χειρότερη πρώτη πλευρά της μεταπολίτευσης, το «εμείς και εσείς». Τότε δούλευα κιθαρίστας σε νυχτερινά μαγαζιά κι άλλοτε έκανα μαθήματα κιθάρας σε παιδάκια, ταυτόχρονα έγραφα τραγούδια και ονειρευόμουν να φτιάξω ένα συγκρότημα. Αυτά με απασχολούσαν και δεχόμουν μπούλινγκ από τους φίλους μου: «εδώ ετοιμάζουμε την επανάσταση και συ κάθεσαι και κάνεις πρόβες;». Καλοκαίρι του 1976, με καύσωνα, κάναμε πρόβα σε ένα από αυτά τα σπίτια που νοικιάζαμε στη Νέα Σμύρνη, στη «βίλα των κύκνων» όπως την είχαμε ονομάσει. Ημασταν με τον Γιώργο Φιλιππάκη και τον Χάρη Καβαλιεράτο, στο ντυμένο με αυγοθήκες –για ηχομόνωση– στουντιάκι που είχαμε φτιάξει. Επειτα από έξι ώρες, με θερμοκρασία να έχει ξεπεράσει κατά πολύ τους 40 βαθμούς, βγήκαμε κατάκοποι να ανασάνουμε, όταν είδαμε στον πίνακα που είχαμε στον διάδρομο, μια ανακοίνωση – λίβελο που έγραψαν άλλοι της παρέας. Μας κατηγορούσαν ότι ασχολούμασταν με την τέχνη για την τέχνη, κι όχι με το λαϊκό μέτωπο και την επανάσταση. Θυμάμαι ακόμη την εικόνα μας, ήταν λες και μας μάλωσε ο γυμνασιάρχης μας. Γι’ αυτό έγραψα το «Υπάρχει λόγος σοβαρός/που ήμουν νέος χλιαρός». Αυτή την αφ’ υψηλού ματιά, την ξαναθυμήθηκα στα χρόνια της κρίσης.

Νίκος Πορτοκάλογλου στην «Κ»: Κόντρα στα στερεότυπα-1

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η παράσταση «Jukebox», που ξεκινάει στις 7 Δεκεμβρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.

Ελπίζω ότι «νικητές και νικημένοι» θα κερδίσουμε όλοι μαζί

– Χάσατε φίλους;

– Ναι, απομακρυνθήκαμε με φίλους και το θεωρώ τεράστια ήττα. Από τον πατέρα μου είχα πολύ ψηλά την έννοια της δημοκρατίας. Θεωρώ ύψιστο αγαθό να μπορείς να ζεις με αυτούς που διαφωνείς, εκφράζοντας τις θέσεις σου. Αλλο πράγμα η διαφωνία και άλλο η αλληλοεξόντωση. Λένε πως υπάρχουν τέσσερις φάσεις στην αντιμετώπιση μιας σοβαρής αρρώστιας ή στο πένθος για μια απώλεια: Αρνηση, θυμός, θλίψη και, τέλος, η αποδοχή. Νομίζω πως όλη αυτή την τελευταία δεκαετία ζήσαμε όλες τις φάσεις του πένθους για ένα είδος ζωής που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Εκεί, μεταξύ 2012-2015, νομίζω ότι βρισκόμασταν στη φάση του θυμού, που έφερε τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία. Μετά ήρθε η ανώμαλη προσγείωση: η διάψευση και η ομολογία της αυταπάτης. Δηλαδή, η θλίψη. Και τώρα είμαστε στην αποδοχή. Αισθάνομαι πως η πλειονότητα της κοινωνίας έχει κουραστεί αφόρητα από τη στείρα πόλωση και έχει αλλάξει πίστα. Κοιτάζει μπροστά και κάνει ξανά σχέδια. Μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες βέβαια ακόμη, αλλά δεν το βάζει κάτω. Εξάλλου, καλό κάνει να θυμόμαστε και λίγο τους γονείς μας και τους παππούδες μας. Αν εμείς περνάμε δύσκολα, αυτοί τι να πουν που πέρασαν Εμφύλιο, εξορίες, χούντα κ.λπ. Κι όμως έζησαν και έδωσαν τον αγώνα τους και δημιούργησαν και μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια.

Και τη γιαγιά μου τη Σμυρνιά, που τα πέρασε όλα αυτά, δεν τη θυμάμαι να γκρινιάζει. Τη θυμάμαι παραδόξως να γελάει και να τραγουδάει. Και όταν εγώ ζοριζόμουν και τα έβαφα μαύρα, να μου λέει «θα περάσει και αυτό».

– Πιστεύετε ότι έκλεισε ο κύκλος της εχθρότητας και από τις δύο πλευρές;

– Νομίζω ότι υπάρχει μια διάθεση να συνθέσουμε κάπως τις διαφωνίες μας. Στο τραγούδι τότε, έλεγα «νικητές και νικημένοι – όλοι χάσαμε μαζί». Ελπίζω ότι νικητές και νικημένοι θα κερδίσουμε όλοι μαζί.

– Στο μαγαζί θα καπνίζετε;

– Οχι. Παρότι είμαι καπνιστής, είμαι πανευτυχής. Για εμάς που τραγουδάμε, τον κόσμο που δουλεύει στον χώρο, αλλά και τους πελάτες, είναι σωτήριο. Από τα σωτήρια που ισχύουν σε όλη την Ευρώπη, αλλά εμείς θεωρούμε το τσιγάρο μετερίζι της επανάστασης.

– Οταν δεν τραγουδάτε, τι κάνετε;

– Βλέπω Netflix, το «Breaking Bad» μέχρι σειρές όπως το «Daredevil» που μου το κόλλησε ο γιος μου, ο οποίος έχει πάθος με τους υπερήρωες. Τώρα βλέπω μια αμερικανική κοινωνική σειρά, το «Αntipikal», που δείχνει τον αγώνα των απλών ανθρώπων. Με συγκινεί αυτό. Στην Ελλάδα, τόσο στο σινεμά όπως στη λογοτεχνία και στο τραγούδι, έχουμε μια τάση να μιλάμε ή για ήρωες ή για θύματα. Δεν λέω ότι δεν είναι σπουδαία πράγματα, είναι. Αλλά δεν μπορεί να μη μιλήσεις για τον αγώνα των καθημερινών ανθρώπων, που, για να έχουν μιαν αξιοπρεπή ζωή, κάνουν τη δουλειά τους καλά. Αν δεν μιλήσεις και γι’ αυτούς τους πρωταγωνιστές, θα είναι λειψό το έργο.

Υπάρχει μια τάση να μιλάμε για περιθωριακούς τύπους, γιατί μέσα απ’ αυτό δείχνουμε πόσο προχωρημένοι και εναλλακτικοί είμαστε. Τι, θα μιλήσουμε για τους νοικοκυραίους που μεγαλώνουν τα παιδιά τους; Οι ήρωες της καθημερινότητας ήταν πάντα η δική μου έμπνευση. Η τομή που έφερε η γενιά μου (Κατσιμιχαίοι, Λαυρέντης, Ξυδάκης, Ρασούλης, Γερμανός) τη δεκαετία του ’80 ήταν κάτι πιο μίνιμαλ στο τραγούδι. Διαπροσωπικές σχέσεις. Μια προσγείωση στην πραγματικότητα. Αυτό μου λείπει σήμερα στο τραγούδι και στην τέχνη γενικότερα.

Μόνο το χιπ χοπ λέει κάτι σήμερα

– Το ελληνικό τραγούδι πού βαδίζει σήμερα;

– Δεν καταλαβαίνω πού πηγαίνει τα τελευταία χρόνια. Νομίζω ότι το μόνο πράγμα που έχει σφρίγος και λέει κάτι με έναν καινούργιο τρόπο, είναι το χιπ χοπ, το οποίο ομολογώ ότι δεν έχω παρακολουθήσει πολύ. Οτιδήποτε άλλο ακούω που μοιάζει με τη γνωστή φόρμα του τραγουδιού, μου φαίνεται παλιό και χωρίς φρεσκάδα. Είναι μια ανακύκλωση του έντεχνου ακόμη πιο θλιβερή. Απορώ γιατί δεν ενέπνευσε η κρίση τους δημιουργούς. Σε κάθε νέα δεκαετία εμφανιζόταν μια νέα φουρνιά δημιουργών. Τη δεκαετία του 1980 ήταν η δική μου φουρνιά· του 1990 ξεκίνησαν οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Φοίβος Δεληβοριάς, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά· του 2000 οι Νατάσσα Μποφίλιου, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κωστής Μαραβέγιας, Πάνος Μουζουράκης, Γιάννης Χαρούλης, οι Μπλε, τα Κίτρινα Ποδήλατα, ο Στάθης Δρογώσης. Προφανώς, το έργο αλλάζει πράξεις, αλλά συνεχίζεται. Την τελευταία δεκαετία ήταν δύσκολα χρόνια, με αντιπαλότητες που νόμιζα ότι θα εμπνεύσουν μια νέα γενιά να τη διηγηθεί. Ή δεν το έχω αντιληφθεί ή δεν έχει συμβεί· πραγματικά, δεν καταλαβαίνω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή