Ποιους να βάλουμε, τους ξένους;

Ποιους να βάλουμε, τους ξένους;

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στον στρατό είχα ένα συνάδελφο, τον Παναγιώτη· φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, αυτός. Ο Παναγιωτάκης, όπως τον φωνάζαμε, μανιώδης με τα σπορ παρακολουθούσε και τους αγώνες των άλλων ομάδων και κυρίως του Παναθηναϊκού, που μισούσε κυριολεκτικώς. Κάθε φορά που η εκάστοτε αντίπαλος του Παναθηναϊκού έβαζε γκολ ή καλάθι, ο Παναγιώτης πεταγόταν και πανηγύριζε έξαλλα. Το αντίθετο του προξενούσε θλίψη, σχεδόν απελπισία. Μια τέτοια μέρα, λοιπόν, βλέπαμε παρέα μια αναμέτρηση του Παναθηναϊκού με μια ομάδα του εξωτερικού στην τηλεόραση. Εγώ, φίλαθλος του ΠΑΟΚ, σκότωνα την ώρα μου, ενώ αυτός ζούσε το παιχνίδι έντονα.

Κάποια στιγμή, που χτυπιόταν για μια χαμένη ευκαιρία των αντιπάλων του Παναθηναϊκού, πιο πολύ για να τον πειράξω, του είπα: «Καλά, πώς κάνεις έτσι; Στο κάτω κάτω, αυτοί ξένοι είναι», πιστεύοντας πως θα τον στριμώξω στα πατριωτικά αισθήματά του. «Οι παναθηναϊκοί», μου απάντησε κοφτά, «είναι πιο ξένοι από τους ξένους»!

Αν η ιδέα του ξένου στην ποδοσφαιρική αντιπαλότητα μπορεί να κινείται μεταξύ του αστείου και του σοβαρού, και μάλλον είναι αβλαβής, στην πολιτική τα πράγματα διαφέρουν. Οταν μάλιστα η θεωρία περί ξένων εκφέρεται από σημαντικά πολιτικά χείλη, τότε το ζήτημα σοβαρεύει πολύ.

Η ειλικρινής μεν, αλλά με έντονα ίχνη παλαιοκομματικού κυνισμού δε, τοποθέτηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, σε τηλεοπτική συζήτηση, για το ζήτημα που προέκυψε με τους διοικητές των νοσοκομείων («ποιους να βάλουμε, τους ξένους;») είναι αποκαλυπτική τουλάχιστον δύο σοβαρών παθογενειών της ελληνικής πολιτικής.

Η πρώτη παθογένεια είναι και η πλέον φανερή. Η κομματική προτίμηση συνεχίζει να θεωρείται το θεμελιώδες προσόν βάσει του οποίου οι πολίτες μπορούν ή δεν μπορούν, επί της ουσίας, να έχουν πρόσβαση σε κάποιες θέσεις ευθύνης που σχετίζονται με τον δημόσιο τομέα. Η δημόσια διοίκηση μετατρέπεται σε κομματική λεία, που διαμοιράζεται στους «μη ξένους», δηλαδή σε όσους εμπράκτως και δημοσίως στρατεύτηκαν υπέρ του κυβερνώντος κόμματος συμβάλλοντας να κερδίσει τις εκλογές. Ετσι, το Δημόσιο λειτουργεί ως μια δεξαμενή πολιτικών, αλλά και οικονομικών, πόρων για «τους ημέτερους». Αντίθετα, «οι ξένοι», δηλαδή όσοι δεν είναι ταυτισμένοι πολιτικά με την κυβέρνηση, θεωρούνται ακατάλληλοι να αναλάβουν την ευθύνη της διοίκησης ενός νοσοκομείου ή, έστω, ενός γηπέδου.

Δεν μου προξενεί, λοιπόν, έκπληξη ότι αρκετοί απόφοιτοι γνωστών πανεπιστημίων και σχολών δημόσιας υγείας, με προϋπηρεσία σε υπηρεσίες ή σε οργανισμούς υγείας, όπως αναφέρει ο καθηγητής (και πρώην υπουργός) Η. Μόσιαλος, που υπέβαλαν αιτήσεις για υποδιοικητές νοσοκομείων, απορρίφθηκαν και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν τους λόγους. Οπως σωστά συμπεραίνει, οι κλειστές διαδικασίες ευνοούν όσους έχουν πολιτική πρόσβαση.

Στην Ελλάδα, η πολιτική συνεχίζει να είναι ένα παιχνίδι γνωριμιών και δικτύων, όχι θεσμών και κανόνων. Εξάλλου, η παροιμιώδης ελληνική πρακτική τού «ξέρω ένα καλό παιδί» παραμένει ανίκητη. Επιπλέον, επειδή είμαστε και συναισθηματικός λαός, μας αρέσει να πιστεύουμε πως «το καλό παιδί» που ξέρουμε είναι το καταλληλότερο για τη δουλειά, κατά τον τρόπο που πιστεύουμε πως σαν τη μάνα μας δεν μαγειρεύει κανείς ή ότι ένας γνωστός μας ζαχαροπλάστης βγάζει τα καλύτερα εκλέρ στη χώρα.

Η δεύτερη παθογένεια φοβάμαι πως είναι βαθύτερη, καθώς αποκαλύπτει πως η κουλτούρα των κομματικών περιχαρακώσεων, εβδομήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και έναν αιώνα μετά τον Εθνικό Διχασμό, συνεχίζει να μας τυραννά.

Στη χώρα μας, δεν είναι οι πολιτικές ιδέες και πρακτικές που χωρίζονται αλλά οι άνθρωποι, και μάλιστα με αγελαίο και χοντροκομμένο τρόπο. Με απλά λόγια, τα πολιτικά κόμματα δεν διαχωρίζονται επειδή κατά βάση κάνουν άλλα πράγματα, αλλά επειδή τα ίδια πράγματα τα κάνουν άλλοι άνθρωποι. Κάπως έτσι, η πολιτική ποδοσφαιροποιείται, η κομματική αντιπαράθεση αποξενώνει τους πολίτες μεταξύ τους, ενισχύονται τεχνητές διαιρέσεις και ευνοείται ο σκληρός οπαδισμός, σαν κι αυτόν του Παναγιωτάκη, που αντιλαμβανόταν τους παναθηναϊκούς ως «πιο ξένους από τους ξένους».

Η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα αναπαράγει διαρκώς, ευτυχώς συμβολικά πλέον, τον σπόρο της εμφύλιας σύγκρουσης μέσω της συστηματικής ανατροφοδότησης και καλλιέργειας από τον πολιτικό λόγο κομματικών κοινοτήτων, που η μία βλέπει την άλλη ως ξένη. Λογικές του τύπου «οι δικοί μας είναι άριστοι ενώ οι άλλοι ντενεκέδες», που αντικατέστησε το προηγούμενο «οι δικοί μας είναι έντιμοι ενώ οι άλλοι λαμόγια», βλάπτουν σοβαρά τη δημόσια πολιτική υγεία και λειτουργούν ως ανάχωμα στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους και στην εμπέδωση του κράτους δικαίου.

Οποιος ισχυριστεί πως το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως ή αποκλειστικά στις συγκεκριμένες δηλώσεις του συγκεκριμένου υπουργού ή στην πρακτική της σημερινής κυβέρνησης, απλώς ψεύδεται. Οποιος πάλι υποστηρίζει πως οι προηγούμενοι, και εντέλει όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και δεκαετίες, έκαναν τα ίδια ή και χειρότερα, θα λέει μεν την αλήθεια, αλλά εάν επαναπαύεται σε αυτό για να το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία, τότε και αυτός είναι μέρος του προβλήματος.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα (Ινδία).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή