Ωμή ματιά στον «βούρκο» του Αμβούργου

Ωμή ματιά στον «βούρκο» του Αμβούργου

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Χρυσό Γάντι ★★★

ΘΡΙΛΕΡ (2019)

Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν

Ερμηνείες: Γιόνας Ντάσλερ,

Μαργκαρέτε Τίζελ,

Αδάμ Μπουσδούκος

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σοκαρίστηκαν βλέποντας για πρώτη φορά την πιο πρόσφατη ταινία του Φατίχ Ακίν, η οποία έκανε πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου. Μερικοί, μάλιστα, αποχώρησαν και από την αίθουσα, μην αντέχοντας κάποιες σκηνές. Πράγματι, ο Τουρκογερμανός σκηνοθέτης, που μας έχει δώσει μερικά εξαιρετικά γλυκόπικρα δράματα («Μαζί, ποτέ», «Στην άκρη του ουρανού»), περνά αυτή τη φορά στο είδος του τρόμου, αφηγούμενος την αληθινή ιστορία ενός σίριαλ κίλερ. Ο Φριτζ Χόνκα, άνθρωπος μοναχικός και εξαρτημένος από το αλκοόλ, έδρασε στη συνοικία των «κόκκινων φαναριών» του Αμβούργου, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Ο Ακίν με αυτό το φιλμ περνά για τα καλά στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, με τρόπο μάλιστα αρκετά ακραίο και μια εικονοποιία που μπορεί να χαρακτηριστεί έως και επιτηδευμένα σκληρή. Ο ίδιος, σε συνάντηση που είχαμε μετά την πρεμιέρα, απάντησε ως εξής: «Πάντα με ενδιέφερε το σκοτάδι και ήθελα να εξερευνήσω τα όριά μου στο σινεμά, κάνοντας μια ταινία τρόμου. Απλώς προσωπικά πρέπει να πιστεύω σε αυτό που αφηγούμαι, δεν γίνεται δηλαδή να δείξω για παράδειγμα ένα στοιχειωμένο σπίτι. Από εκεί και έπειτα προφανώς υπάρχει και ένα στοιχείο “ηδονοβλεψίας”. Ολοι το έχουμε, είναι φυσικό όταν συμβαίνει ένα ατύχημα κοιτάζουμε άπληστα, διότι έτσι νιώθουμε πιο ζωντανοί. Και βέβαια αν κάνεις ένα φιλμ πάνω στη βία, τότε πρέπει να τη δείξεις».

Πράγματι, το φιλμ του Ακίν περιλαμβάνει αρκετές σκηνές βίας που θέλουν μάλλον γερό στομάχι, ωστόσο δεν περιορίζεται εκεί. Μέσω της ιστορίας του Χόνκα, σχηματίζεται ένα ολόκληρο κοινωνικό πορτρέτο, το οποίο συμπυκνώνεται χαρακτηριστικά στο «Χρυσό Γάντι», το μπαρ-στέκι του πρωταγωνιστή. Εκεί μορφές που πλησιάζουν στα όρια του γκροτέσκου μοιάζουν βγαλμένες από μια Γερμανία ξεβρασμένη μετά την τρικυμία του πολέμου, όπως συμβαίνει και σε αρκετές ταινίες του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. «Ο Φασμπίντερ είναι πάντα έμπνευση για μένα, ο πολύ συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο περιέγραψε τη μεταπολεμική Γερμανία. Από την άλλη, η ταινία έχει να κάνει και με τη μοναχικότητα. Ο Χόνκα αναζητεί την αγάπη. Δεν πιστεύω πως τέτοιοι άνθρωποι είναι απλά προϊόν της κοινωνίας, μοιάζει πολύ απλοϊκό. Είχε και προσωπικά προβλήματα, ήταν άρρωστος. Ως παιδί βιάστηκε. Ομως μου φαινόταν τρομερά κλισέ να συμπεριλάβω κάτι τέτοιο, δεν σημαίνει ότι όποιος βιάζεται γίνεται δολοφόνος».

Μια άλλη κριτική που δέχεται ο Ακίν σχετικά με την ταινία είναι πως το μεγαλύτερο κύμα της βίας που απεικονίζεται στρέφεται κατά των γυναικών. «Οταν κάνεις τέχνη, σε κάποιους αρέσει και σε κάποιους όχι. Η βία κατά των γυναικών είναι κάτι υπαρκτό, θα ήταν ωραία να μην ίσχυε, όπως επιδιώκουν και τα πρόσφατα κινήματα (#MeToo κ.τ.λ.). Δική μου δουλειά, όμως, είναι να στρέφω την κάμερα εκεί που πονάει. Προσπάθησα να απεικονίσω τη βία με τρόπο που να μην είναι σέξι, ελκυστικός ή εντυπωσιακός, αλλά αντίθετα άγριος και απωθητικός».

Η μουσική

Κεντρικό χαρακτήρα σε αυτές τις βίαιες σκηνές έχουν οι ήχοι: από το εκκωφαντικό γρύλισμα του πριονιού μέχρι τις (τελείως παράταιρες) ανάλαφρες μελωδίες που παίζουν στο πικάπ, όλα είναι ενισχυμένα σε σχεδόν υπερφυσικό βαθμό. «Με τη μουσική προσπαθεί να καλύψει ακριβώς αυτούς τους ανατριχιαστικούς ήχους. Αν ήμουν σίριαλ κίλερ θα έβαζα κι εγώ μουσική, μάλλον γιατί κάνω τα πάντα με αυτή», λέει γελώντας ο Ακίν και συνεχίζει: «Πρόκειται για τυπικό σάουντρακ που ακουγόταν στα λαϊκά σπίτια –όχι στα ανώτερα στρώματα– μετά τον πόλεμο. Υπήρχε ένα συλλογικό τραύμα, όμως η κοινωνία δεν επιτρεπόταν να το δει κατάματα. Επρεπε να το ξεχάσει. Γι’ αυτό υπήρχε αυτή η όμορφη, ονειρική μουσική…».

Φυσικά ένα τέτοιο φιλμ δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί δίχως τον κατάλληλο πρωταγωνιστή. Ο νεαρός Γιόνας Ντάσλερ είναι πραγματικά αγνώριστος κάτω από τα προσθετικά και το μακιγιάζ που του δίνουν ταλαιπωρημένη, για να το πούμε κομψά, όψη. «Γενικά το φιλμ είναι πολύ απαιτητικό από τεχνική άποψη. Ο Γιόνας ήταν ο καλύτερος στο κάστινγκ και παράλληλα είχε την αντοχή να μεταμορφώνεται επί ώρες, ώστε να γίνει αυτός ο πολύ άσχημος τύπος».

Οσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η ταινία και αν θα σκεφτόταν να συνεργαστεί με το Netflix (που είναι και της μόδας), ο σκηνοθέτης είναι αρκετά ξεκάθαρος, βγάζοντας και ένα μικρό παράπονο σχετικά με την προηγούμενη ταινία του. «Με το “Μαζί ή Τίποτα” πιστεύαμε πως θα πάμε στα Οσκαρ. Αυτό όμως δεν έγινε και αποφάσισα να γυρίσω κατευθείαν το επόμενο φιλμ. Δεν είχαμε προβλήματα στην παραγωγή λόγω θέματος, αλλά σίγουρα θα ήθελα να έχω πιο πολλά χρήματα για να δείξω περισσότερο το Αμβούργο. Θυμάμαι π.χ. ότι εκείνη την περίοδο έβλεπα το τηλεοπτικό “Deuce” του HBO και ζήλευα πολύ! Με το Netflix, ή κάποια παρόμοια πλατφόρμα, νομίζω πως αργά ή γρήγορα θα συνεργαστώ, αρκεί να μην υπάρχει… λογοκρισία. Γενικά πιστεύω πως το παραδοσιακό σινεμά, προκειμένου να επιβιώσει, θα πρέπει να είναι διαφορετικό από όσα προσφέρει τυπικά το Netflix. Να σου δίνει έναν λόγο για να πας στην αίθουσα, σινεμά που σε κάνει να γελάς, να κλαις, να αγανακτείς, ακόμα και να ξερνάς…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή