Τάσος Γιαννίτσης: Ελλάδα – Τουρκία: Οι επιλογές

Τάσος Γιαννίτσης: Ελλάδα – Τουρκία: Οι επιλογές

8' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γύρω από το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν διατυπωθεί –μέχρι σήμερα– δύο βασικές γραμμές, με διαφορετική επιχειρηματολογία και εκτιμήσεις. Σε γενικές γραμμές, η πρώτη έχει ως αφετηρία τη θέση ότι η Τουρκία ενεργεί με όρους δύναμης και, αν της δοθεί ευκαιρία, δεν θα διστάσει να διεκδικήσει στόχους, ακόμα και υπερβαίνοντας ή παραβιάζοντας το πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ενδεχομένως και μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ) που δεν θα της ήταν αρεστή. Σε μια τέτοια περίπτωση –σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή–, η Ελλάδα δεν θα κατοχυρωνόταν από μια απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου. Eνα δεύτερο σημείο είναι ότι σε μια διεθνή διαδικασία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα, πιθανότατα, θα αναγκαζόταν να συμφωνήσει στην παραπομπή ενός μεγαλύτερου φάσματος αμφισβητήσεων της Τουρκίας, με το ενδεχόμενο, μια τέτοια απόφαση να ανατρέψει το status quo σε θέματα που θα ενδιέφεραν την Ελλάδα. Η πρόταση είναι ότι Ελλάδα δεν πρέπει να δεσμευθεί σε διεθνείς θεσμικές διαδικασίες για οποιοδήποτε θέμα πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και ούτε σε διμερείς διαπραγματεύσεις.

Η δεύτερη γραμμή, που οδήγησε στη Συμφωνία του Ελσίνκι (Δεκ. 1999), στηριζόταν στο ότι δύο μεγάλα εθνικά θέματα θα παρέμεναν ανοικτά, καθώς:

• Η βασική διαφορά, δηλαδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας –που ήταν και η μόνη διαφορά ή ανοικτό θέμα, που αναγνώριζε η Ελλάδα– στη βάση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου δεν θα λυνόταν με εκούσια αποδοχή της διαδικασίας από την πλευρά της Τουρκίας. Η Τουρκία ούτε είχε υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και ούτε μπορούσε να υποχρεωθεί να φέρει τη διαφορά αυτή στο ΔΔΧ. Είναι, επιπλέον, πράγματι αμφίβολο αν θα αποδεχόταν καν μια τέτοια διαδικασία, ακόμα και αν στο κοινό συνυποσχετικό περιλαμβάνονταν και οι διαφορές που διατεινόταν ότι έχει με την Ελλάδα. Αντίθετα, η πίεση της προοπτικής ένταξης και της Ε.Ε. θα μπορούσε, ίσως, να οδηγήσει την Τουρκία σε αποδοχή μιας τέτοιας διαδικασίας, η οποία θα έλυνε έτσι μια εν δυνάμει επικίνδυνη διαφορά.

• Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., ως κορυφαίο θέμα τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, όσο δεν υπήρχε συμφωνία για την επίλυση του Κυπριακού.

Τον Δεκέμβριο του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης χάραξε μια νέα γραμμή. Θεώρησε ότι μια υπέρβαση των εντάσεων στις σχέσεις με την Τουρκία θα μπορούσε να δημιουργήσει όρους πιο σταθερής και ομαλής συνύπαρξης και δέχθηκε την άρση του ελληνικού βέτο για την υποψηφιότητα της Τουρκίας, υπό δύο κρίσιμους όρους:

α) Την αποσύνδεση της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. από την επίλυση του Κυπριακού, εφόσον η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέληγαν και αποδέχονταν λύση του κυπριακού προβλήματος. Η αποσύνδεση αυτή επέτρεψε την ένταξη της Κύπρου τον Δεκέμβριο του 2002.

β) Οτι πριν από οποιαδήποτε έναρξη διαπραγμάτευσης για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, και πάντως μέχρι το τέλος του 2004, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει διευκρινίσει τις συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα και, σε περίπτωση αδυναμίας διμερούς επίλυσης, να έχει αποδεχθεί την παραπομπή του θέματος στο ΔΔΧ.

Διαφορετικά, η ενταξιακή διαδικασία δεν θα προχωρούσε.

Από τις δύο παραπάνω γραμμές πολιτικής αναδεικνύονται τρία τουλάχιστον κεντρικά ερωτήματα:

• Είναι σκόπιμο η Ελλάδα να δεχθεί να συζητήσει με την Τουρκία θέματα τα οποία δεν αναγνωρίζει καν ως διαφορές προκειμένου να βρεθεί μια λύση, ή αν θα ήταν πιο σκόπιμο τα θέματα αυτά (ή κάποια από αυτά) να θεωρηθούν «μη-διαφορές» και να παραμείνουν σε εκκρεμότητα;

• Αν η απάντηση είναι υπέρ της πρώτης επιλογής, τότε το δεύτερο ερώτημα είναι αν μια λύση θα πρέπει να αναζητηθεί μέσω θεσμικών διαδικασιών και εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου, όπως το ΔΔΧ, ή αν οι διαφορές θα ήταν καλύτερα να αντιμετωπιστούν μέσα από διαδικασίες διμερούς διαπραγμάτευσης.

• Μια απόφαση με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ακόμα και αν δεν ικανοποιούσε στο σύνολο τις θέσεις της Ελλάδας, θα ήταν ένα προτιμότερο αποτέλεσμα από ό,τι να παραμένουν οι εξελίξεις ανοικτές στους συσχετισμούς δύναμης και σε συγκυριακές συμμαχίες,  σε μονομερείς ενέργειες ή τυχαίους παράγοντες, δηλαδή σε εξωθεσμικές διαδικασίες;

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, ενώ, επιπλέον, καθορίζονται και από μια πρόσθετη παράμετρο: τη θέση της Τουρκίας στα θέματα αυτά, δεδομένου ότι αν υπάρχει –και υπάρχει– χάσμα αντίληψης μεταξύ των πλευρών, τα προβλήματα παραμένουν ανοικτά.

Οι αποφάσεις του Ελσίνκι και, κυρίως, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. μετέβαλαν σε σημαντικό βαθμό την ισορροπία μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Τουρκίας. Για την Τουρκία οι εξελίξεις εκείνες αποτέλεσαν έναν αιφνιδιασμό, καθώς για πρώτη φορά, μετά το 1974, άλλαζαν τους όρους με τους οποίους λειτουργούσε η εξωτερική της πολιτική. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Τουρκία επιδίωξε να ανατρέψει τις συνθήκες που την είχαν φέρει σε δύσκολη θέση και να αλλάξει τα νέα δεδομένα. Διευκολύνθηκε σε αυτό από την αποστασιοποίηση της Ε.Ε. απέναντι στην προοπτική ένταξής της, αλλά και από τη δική της απομάκρυνση από τον στόχο αυτό.

Μετά σχεδόν είκοσι χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολύ διαφορετικό τοπίο σε σχέση με τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του 2000:

• Η Τουρκία αδιαφόρησε για τη ρήτρα του Ελσίνκι περί υπαγωγής τυχόν διαφορών στο ΔΔΧ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004. Στην πράξη, και οι δύο, Ελλάδα και Τουρκία άφησαν σιωπηλά να παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία που είχε θέσει η Σύνοδος του Ελσίνκι, με αποτέλεσμα, το Διεθνές Δικαστήριο, που στο Ελσίνκι είχε προβλεφθεί ως «μη διαπραγματεύσιμη υποχρέωση» για την Τουρκία, να μετατραπεί σε προαιρετική επιλογή και αυτή να απαλλαγεί από ένα βάρος για το οποίο ουδέποτε είχε συμφωνήσει. Η εξέλιξη αυτή έφερε τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας πίσω, στο διμερές επίπεδο, και συνεπώς στην έτσι κι αλλιώς συστηματική άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία διευθέτησης χωρίς τους δικούς της όρους, και χωρίς την ανάμειξη διεθνών θεσμικών οργάνων.

• Η Τουρκία έριξε μεγάλο βάρος στην ισχυροποίηση της οικονομίας της και, κατ’ επέκταση, της διεθνοπολιτικής της δύναμης. Θεώρησε ότι οι βλέψεις της στον χώρο της Μ. Ανατολής και στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, η αντιμετώπιση των ανακατατάξεων στα νότια σύνορά της και η ανάμειξή της στην ενεργειακή σκακιέρα της περιοχής δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν μέσα από διαδικασίες Διεθνών Δικαστηρίων ή Διεθνών Συνθηκών. Επιδίωξή της, συνεπώς, ήταν να ξεπεράσει τα ασφυκτικά όρια τέτοιων παραγόντων δίνοντας έμφαση στον παράγοντα «ισορροπίες δύναμης».

• Με τις συνεχιζόμενες και συχνά πολύ οξείες πρακτικές της (παραβάσεις-παραβιάσεις) στον χώρο του Αιγαίου, η Τουρκία de facto έδειξε ότι δεν είχε κανένα ενδοιασμό να αποσυνδέσει την ευρωπαϊκή της πορεία από τα ζητήματα στα οποία διεκδικούσε διαφορετικές ρυθμίσεις.

• Η Τουρκία με τις κινήσεις της στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου τονίζει πλέον με κάθε τρόπο ότι δεν δέχεται να αγνοηθεί ο ρόλος της στις εξελίξεις, ανεξάρτητα από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου.

Μέσα στο δύστοπο αυτό τοπίο, αποφάσεις για τις σκόπιμες πολιτικές επιλογές και τον τρόπο αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων προϋποθέτουν σαφείς απαντήσεις στο «πρωταρχικό ερώτημα»: «Τι επιδιώκει η χώρα», με ποια στρατηγική μπορεί να υλοποιήσει τις επιδιώξεις της, και αν η στρατηγική αυτή θα προσβλέπει:

– Σε συναίνεση των δύο πλευρών για προσφυγή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και σε διεθνείς διαδικασίες.

– Σε μια επίλυση με απευθείας διαπραγμάτευση και συμφωνία των δύο πλευρών για τα ζητήματα που θα συμφωνήσουν.

– Στη διαιώνιση των αμφισβητήσεων με αναπαραγωγή του σημερινού σκηνικού. Στην ουσία, αν στόχος είναι απλώς η διατήρηση του status quo, υπάρχει το πλεονέκτημα ότι, όσο διαρκεί το status quo, δεν δημιουργεί αναταράξεις. Ομως, δεν παύει να ανακύπτουν τα εξής ερωτήματα ή σημεία:

• Επηρεάζεται η δυνατότητα πραγματικής άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως η εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας;

• Δημιουργείται η δυνατότητα για την Τουρκία να προσθέτει συν τω χρόνω νέα ζητήματα ή να αξιοποιεί ευκαιρίες για να δημιουργεί τέτοια ζητήματα και να αυξάνει την επιθετικότητά της απέναντι στην Ελλάδα;

• Συντηρείται η δυνατότητα να υπάρξει κρίση, δηλαδή να ανατραπεί το status quo, οπότε το νέο ερώτημα είναι: ποιες θα ήσαν οι συνέπειες για την Ελλάδα συγκρινόμενες με το αποτέλεσμα από μια διεθνή διαδικασία επίλυσης διαφορών.

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει στατικό status quo και ότι κάθε νέο status quo συνδέεται με νέα προβλήματα και πιέσεις. Αν οι διαφορές είχαν παραπεμφθεί στο ΔΔΧ είκοσι χρόνια πριν, πιθανώς θα βρισκόμασταν σήμερα με ένα πιο ξεκάθαρο και σταθερό, ίσως όμως διαφορετικό, status quo. Ομως, στις διεθνείς σχέσεις, ούτε οι πιθανές εξελίξεις, ούτε τα «αν» μπορεί να απαντηθούν με σιγουριά.

Με την πάροδο του χρόνου, Ελλάδα και Τουρκία έχουν εγκλωβιστεί σε ένα πλέγμα αποκλινουσών θεωρήσεων (και συμφερόντων), που είτε θα παραμένουν σταθερές, είτε η υπέρβασή τους θα πιέζει για συμφωνίες και λύσεις για ένα διευρυνόμενο πλέγμα θεμάτων. Η Τουρκία ακολουθεί τη γραμμή ότι οι διεθνείς διαφορές δεν επιλύονται μόνο με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και με τη Δύναμη, ή, μάλλον, με το Διεθνές Δίκαιο όπου εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και με τη Δύναμη όπου δεν τα εξυπηρετεί.

Η εμμονή της Τουρκίας στα στοιχεία της δύναμης, της αυθαιρεσίας, της γεωπολιτικής της σημασίας και των διμερών διαπραγματεύσεων εκφράζουν την ανησυχία ή και τη βεβαιότητά της ότι οι διεκδικήσεις της δεν έχουν επαρκή θεσμική νομιμοποιητική βάση και γι’ αυτό δεν επιθυμεί να τις φέρει σε διεθνή θεσμικά όργανα. Αντίθετα, επιδιώκει να οδηγήσει την Ελλάδα σε διμερείς διαπραγματεύσεις προσδοκώντας ένα ευνοϊκότερο αποτέλεσμα. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμμείνει σε θεσμικές διαδικασίες. Ετσι, επανερχόμαστε όχι στις ρυθμίσεις, αλλά στη λογική του Ελσίνκι. Ομως, είκοσι χρόνια μετά, το Ελσίνκι ανήκει στο παρελθόν. Σήμερα, πλέον, όταν η μία πλευρά προσφεύγει σε αυθαίρετες ή παράνομες ενέργειες, ερμηνείες ή διεκδικήσεις, η άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραμένει σε μια στρατηγική απλών αναφορών στην ανάγκη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Τότε, και αυτή πρέπει να αξιοποιήσει τη σημασία της ισχύος (διπλωματικής, οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής, συμμαχικής) και των συσχετισμών ισχύος, εμμένοντας, αλλά και ασκώντας στην πράξη τα δικαιώματα που της παρέχει το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και εξαντλώντας κάθε δυνατό συνδυασμό διπλωματικών  κινήσεων. Η ισχύς είναι κρίσιμη, όταν είναι αποτρεπτική, και είναι αποτρεπτική, όταν έχει ισχυρό υπόβαθρο και αποτελεί διαχρονικά μια σταθερά της εθνικής πολιτικής, και όχι όταν απλώς γίνεται σημείο αναφοράς τη στιγμή μιας κρίσης. Το ζήτημα αυτό είχα παρουσιάσει εκτενώς σε άρθρο μου («Εθνικά συμφέροντα, εθνική ισχύς και εθνική πολιτική») στην «Καθημερινή» στις 2 Απριλίου 2018. Με λίγα λόγια, η αντιμετώπιση των νέων καταστάσεων απαιτεί προσαρμογές ή μεταβολές των στρατηγικών που ακολουθήσαμε μέχρι τώρα, και το αν και πόσο θα τις εξετάσουμε και θα τις υλοποιήσουμε θα καθορίσει το μελλοντικό –εγγύτερο ή απώτερο– σκηνικό.

* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή