Συναινέσεις, ορθολογικές και μη

Συναινέσεις, ορθολογικές και μη

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τους τελευταίους μήνες, η πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από έναν διαφορετικό τόνο από αυτόν που είχαμε συνηθίσει αρκετά χρόνια τώρα. Η οξεία αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων έχει εμφανώς περιοριστεί.

Ακόμη κι αν δεν σημειώνονται συχνά συμφωνίες, οι αντιθέσεις που καταγράφονται δεν είναι τις περισσότερες φορές δομικές, αλλά εστιάζονται σε ζητήματα αποτελεσματικότητας, χρηστής διαχείρισης και τήρησης του νόμου. Οι φόβοι κάποιων πως ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση δεν θα άφηνε τη Νέα Δημοκρατία να κυβερνήσει, αποδεικνύονται αβάσιμοι.

Στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, ο συναινετικός προσανατολισμός είναι ιδιαίτερα εμφανής. Στα τρία βασικά ζητήματα της περιόδου (ευρωπαϊκά, Μακεδονικό και ελληνοτουρκικά), κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Το γεγονός πως Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν από κοινού τις αμυντικές δαπάνες του προϋπολογισμού δεν περνάει απαρατήρητο.

Επιπλέον, η ακολουθούμενη πολιτική στο ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών δείχνει βαθιά ξεπερασμένες τις προηγούμενες αντιρρήσεις για το πόσο καλή ήταν η συμφωνία. Η επιχειρηματολογία πως η κυβέρνηση απλώς εφαρμόζει ανόρεχτα μια συμφωνία που βρήκε ίσως να αποτελεί μια καλή δικαιολογία για εύπιστους ψηφοφόρους, αλλά δεν είναι πειστική. Η κυβέρνηση δεν «ανέχεται» απλώς τη συμφωνία, αλλά έχει εμπεδώσει τη σημασία της και με τις ενέργειές της προσπαθεί να την αξιοποιήσει ώστε η Βόρεια Μακεδονία να σταθεροποιηθεί και η Ελλάδα να βγει ωφελημένη. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, η χώρα μας προσπαθεί συστηματικά να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες για τη Βόρεια Μακεδονία ξεπερνώντας τις γαλλικές αντιρρήσεις.

Εκτός από τον ρεαλισμό, προς την κατεύθυνση της σύγκλισης στα εξωτερικά μας ζητήματα συμβάλλει το γεγονός πως πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν κοινό πλαίσιο πρόσληψης των ζητημάτων αυτών. Αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δυτικόστροφο κοσμοπολιτισμό». Μπορεί ο κοσμοπολιτισμός του κ. Μητσοτάκη να συνδέεται με φιλελεύθερες αξίες (άτομο, ελευθερία) και αυτός του κ. Τσίπρα με σοσιαλιστικές αξίες (ισότητα, αλληλεγγύη), έχουν όμως κοινό παρονομαστή τον ευρωπαϊσμό και τον αντι-εθνικισμό.

Σχηματικά, και με κίνδυνο να παρεξηγηθώ, θα έλεγα πως στα διεθνή θέματα ο Μητσοτάκης είναι εγγύτερα στον Τσίπρα από ό,τι στον Σαμαρά ή στη Γεννηματά. Προφανώς εννοώ τον «σημερινό Τσίπρα», όπως θα εννοούσα τον «σημερινό Παπανδρέου» αν έγραφα για την εξωτερική πολιτική το 1985 και όχι το 1975, ή τον «σημερινό Καραμανλή» αν έγραφα για τη στάση απέναντι στον Θρόνο το 1974 και όχι το 1954.

Η σύγκλιση αυτή που ξεπερνά τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς – Αριστεράς δεν είναι κάτι το πρωτοφανές στην πολιτική μας ζωή. Στη Μεταπολίτευση, ο κομμουνιστής Λεωνίδας Κύρκος, φέρ’ ειπείν, ήταν κοντύτερα στον Κων. Καραμανλή στα εθνικά θέματα (π.χ. ένταξη σε ΕΟΚ, ΝΑΤΟ ή ελληνοτουρκικά) από ό,τι αρκετοί πολιτικοί του Κέντρου ή της Δεξιάς. Οπως ήταν εγγύτερα, ο Κύρκος, με τον Κων. Μητσοτάκη στο Σκοπιανό τη δεκαετία του ’90, από ό,τι βεβαίως ο Σαμαράς.

Ο κοινός τρόπος που αντιλαμβάνονται, Μητσοτάκης και Τσίπρας, τη διεθνή θέση της χώρας και τις συμμαχίες της, επιτρέπει να διαμορφωθούν σταθερές και συμφωνίες μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων σε μια κρίσιμη διεθνώς και ειδικότερα για τη χώρα μας περίοδο. Σήμερα, μάλιστα, ο Μητσοτάκης χρειάζεται περισσότερο τον Τσίπρα από όσο θα μπορούσε να φανταστεί ένα χρόνο νωρίτερα.

Βέβαια, η συναίνεση από μόνη της δεν αρκεί. Γιατί η συναίνεση μπορεί να είναι ορθολογική ή ανορθολογική, μπορεί να συμβάλλει στην πρόοδο ή να μας οδηγεί σε περιπέτειες. Αρκετές φορές στο παρελθόν, παλιότερο και πρόσφατο, παρατηρήσαμε συναινέσεις και ευρείες πλειοψηφίες που οδηγούσαν κατευθείαν στον γκρεμό. Η «ομοψυχία» βασιζόταν είτε σε έναν ανορθολογικό συναισθηματισμό είτε στον φόβο του εκλογικού κόστους. Στο Κυπριακό το ’50 και ’60 και στη συνέχεια με τη διαχείριση του σχεδίου Ανάν, αλλά και στο Μακεδονικό τη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα υπήρξε θύμα μιας τέτοιας αυτοκαταστροφικής «ομοψυχίας» στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων.

Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών (με την ευρεία έννοια) έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα που δυσκολεύει την ευελιξία και τον ορθολογισμό. Αντίθετα, ενισχύει επικίνδυνες πολιτικές και αντιλήψεις. Οπως ορθά επισήμανε πρόσφατα ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, είναι τέτοια η κατάσταση ώστε «να ακούγεται ως αιρετική και περιθωριακή κάθε άποψη που λέει πως δεν μπορεί να αποκλειστεί η Τουρκία από τα όποια κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου». Εντούτοις, όπως χρήσιμα μας υπενθυμίζει ο Λιάκος: «Ελλάδα και Τουρκία, και από τη Γεωγραφία και από την Ιστορία, είναι καταδικασμένες να ζουν μαζί, να λύνουν τις διαφορές τους και να συνεργάζονται όχι να βγάζει η μία τα μάτια της άλλης. Οποτε το έκαναν το πλήρωσαν ακριβά εκατέρωθεν».

Η χώρα έχει ανάγκη από συναινέσεις στη λογική. Αυτές ούτε εύκολες είναι ούτε πάντα δημοφιλείς. Μητσοτάκης και Τσίπρας μπορούν να συμβάλουν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση με τρόπο εποικοδομητικό και χρήσιμο για τη χώρα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή