Ο δικός τους «Μακμπέθ»

7' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκείνος βλέπει στη Μαρία Κίτσου όλα όσα αναζητά σε έναν ηθοποιό, «το παράδοξο μαζί και το ορθόδοξο». Εκείνη θαυμάζει τον Δημήτρη Λιγνάδη –σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή της, αλλά και καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου– για τη στέρεη παιδεία του και «για το πάθος του, που σε παρασύρει». Οι δυο τους θα συναντηθούν στη σκηνή στον «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ, ένα «παραμύθι» για τη βία, την ηδονή, την εξουσία, την τρέλα και κυρίως για τη μήτρα που τα γεννά…

 

Ο δικός τους «Μακμπέθ»-1

 

Δημήτρης Λιγνάδης: «Δεν θέλω το Εθνικό να γίνει ‘‘Τιτανικός’’». 

Φύγατε από το Εθνικό, σε ηλικία τριάντα ετών, γιατί σας έπνιγε ο ακαδημαϊσμός. Τι άλλαξε από τότε;

Η ζωή μου κάνει κύκλους. Κάποια στιγμή, μπορεί να με στενεύει το σακάκι μου, το βγάζω και φοράω T-shirt, μετά ίσως με ενοχλεί και το T-shirt, το σκίζω! Ήμουν στο Εθνικό από τα δεκαοκτώ μου, έφυγα για να βγω στο λεγόμενο εμπορικό θέατρο, όπου κατάλαβα τι σημαίνει επιχείρηση, ταμείο. Μετά, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Οι επαναστάσεις που ήταν να γίνουν έγιναν, οι «υποσκάψεις» επίσης, και άρχισα να προσδιορίζομαι σε σχέση με το γύρω μου. Έχοντας τελειώσει την ενασχόληση με το εγώ μου, έστρεψα το βλέμμα στο εσύ: στους άλλους, στην κοινωνία, στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, για να βάλω έναν γόνιμο σπόρο σε ό,τι θα ήθελα να αλλάξω. Πολλές φορές μάς ενοχλούν διάφορες καταστάσεις και δεν κάνουμε το παραμικρό. Είτε από φόβο –«πού να τρέχω τώρα;»– είτε από απαισιοδοξία –«αφού τίποτα δεν αλλάζει»–, δεν συνειδητοποιούμε ότι σημασία δεν έχει τόσο το να αλλάξουμε κάτι όσο το να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε. Μόνο αγωνιζόμενοι αισθανόμαστε ζωντανοί. Αυτός είναι ο λόγος που ξαναφόρεσα το κοστούμι του Εθνικού, ραμμένο στα δικά μου μέτρα αυτή τη φορά. 

Τι θα αλλάξετε από αυτή τη θέση;

Θέλω περισσότερο να προσθέσω παρά να αλλάξω πράγματα. Όλοι οι προηγούμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Κανείς δεν αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη θέση από προσωπική φιλοδοξία, γιατί αυτή η καρέκλα είναι πυρακτωμένη. Πέφτεις σε έναν λάκκο λεόντων· το κάνεις μόνο αν έχεις αποφασίσει να δώσεις μάχες, όχι από μαζοχισμό. Για το Εθνικό, εφόσον «αιμοδοτείται» από το ελληνικό κράτος, θα ήθελα να είναι, αν όχι κερδοφόρο, τουλάχιστον μη ζημιογόνο. Να έχει μια ευρύτητα, χωρίς να χάνει το βάθος του. Να αφορά όσους ζουν στη χώρα μας, Έλληνες και μη, από τον άστεγο μέχρι τον μετανάστη. Να ξαναγίνει σημείο αναφοράς, χωρίς εκπτώσεις και ρατσισμό του τύπου «αυτό είναι κακό θέατρο, ενώ εμείς εδώ κάνουμε μόνο… γκουρμεδιές». Να αποκτήσει, ως οφείλει, και μια εκπαιδευτική χροιά: όχι μόνο πολιτισμό, αλλά και εκπολιτισμό. Δεν είναι εύκολα αυτά. Απαιτούν διοικητική ευρυθμία και οικονομική υγεία. Η επιχορήγησή μας έχει μειωθεί στα 6 εκατ., τα οποία καλύπτουν κάτι λιγότερο από το 60% της μισθοδοσίας, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται σήμερα. Μακάρι να μπορούσε να μειωθεί ο υδροκεφαλισμός τον οποίο δημιούργησε η νοοτροπία «Δημόσιο είναι, ας χωθούμε κι εμείς»… Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία δεν είναι απόλυτος αριθμός, αλλά κλάσμα: στον αριθμητή είναι το «θέλω» και στον παρονομαστή το «μπορώ». Αν θα πετύχω ή όχι είναι άλλο θέμα. Θα το επιχειρήσω πάντως, κι ας υπάρχει πιθανότητα να προκύψουν πτώματα ή έχθρες. Αλλά και σε μια παράσταση αυτό δεν συμβαίνει;

O μάνατζερ επηρεάζει τον καλλιτέχνη και πώς;

Ποτέ ο περιορισμός ή ο καθορισμός δεν με έχουν δυσκολέψει. Προσαρμόζομαι στο πλαίσιο που μου δίνεται και σ’ αυτό κινούμαι. Αυτή η θέση απαιτεί και ικανότητες μάνατζερ, γιατί ο καλλιτεχνικός διευθυντής διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα. Δεν μπορεί να πει «εγώ κάνω τέχνη και δεν με ενδιαφέρει τι έλλειμμα θα δημιουργήσω». Αλλιώς, το πλοίο θα είναι όμορφο, με πολύχρωμα πανιά, αλλά θα γίνει «Τιτανικός». Δεν θέλω το Εθνικό να γίνει «Τιτανικός». 

Γιατί επιλέξατε τον «Μακμπέθ»;

Από παιδί, όταν διάβαζα τα βιβλία του πατέρα μου, μου άρεσαν τα μεγάλα έργα, αυτά που θέτουν ερωτήματα και ακουμπούν στις υπαρξιακές αναζητήσεις μου. Αντιστοίχως, αγαπώ τους μεγάλους ρόλους – και όχι από τη ματαιοδοξία του πρωταγωνιστή, γιατί είμαι χορτασμένος.

Σας αρέσουν τα «σύγχρονα ανεβάσματα» των κλασικών έργων;

Το να μεταφέρει κανείς ένα έργο στο σήμερα είναι θεμιτό, εμένα δεν μου πολυταιριάζει όμως αυτό. Ο θεατής λαχταρά λίγη μαγεία και έχει ανάγκη να κάνει ο ίδιος τη σύνδεση – δεν είναι χαζός. Η Κοκκινοσκουφίτσα έχει νόημα ως ένα κοριτσάκι χαμένο στο δάσος. Αν βγάλει από το καλάθι της ένα κινητό και τηλεφωνήσει στη γιαγιά της, δεν είναι πια Κοκκινοσκουφίτσα. Επίσης, δεν μιλώ ποτέ για μεταφορά, αλλά για αναγωγή: και εμείς πάνω στη σκηνή, και οι θεατές θα βρούμε ένα κοινό σημείο, κάπου στη μέση, στο οποίο θα συναντηθούμε. 

Ποιο είναι το καύσιμο που σας κινεί;

Παλαιότερα θα έλεγα ο έρωτας. Σήμερα δεν θα δώσω την ίδια απάντηση. Με κινεί η ανάγκη για… κίνηση. Κάνω ποδήλατο, γιατί αν σταματήσω, το ποδήλατο θα πέσει. Δεν ξέρω προς τα πού πηγαίνω, αλλά ποδηλατώ αενάως.

 

Ο δικός τους «Μακμπέθ»-2

 

Μαρία Κίτσου: «Η ανασφάλεια είναι πολύ γόνιμη για τον ηθοποιό».

Η πρώτη σας παράσταση στο Εθνικό ήταν ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, το 2007. Πόσο έχετε αλλάξει από τότε;

Δεν έχω αλλάξει και τόσο. Μέσα από τις δουλειές που έχω κάνει έχω συναντήσει ανθρώπους, έχω αποκτήσει εμπειρίες, έχω ωριμάσει υποκριτικά. Δεν ξέρω βέβαια αν, καθώς κυλούν τα χρόνια, γίνομαι σοφότερη ή μικρότερη. Γιατί τελικά αυτό που μετράει είναι να διατηρείς μια παιδικότητα, μια αθωότητα απέναντι στα πράγματα. Σίγουρα σήμερα πατάω πιο γερά στα πόδια μου, χωρίς να έχω κατακτήσει την απόλυτη και ακλόνητη αυτοπεποίθηση. Ούτε την επιδιώκω όμως. Η ανασφάλεια είναι πολύ γόνιμη για τον ηθοποιό, όπως και η αμφισβήτηση του ίδιου του εαυτού του. Πρέπει να νιώθει ότι το έδαφος είναι ασταθές, να ακροβατεί – έτσι θα είναι σε μια δημιουργική εγρήγορση. Aυτό το μεταφέρω και στη ζωή μου, δεν ησυχάζω εύκολα.

Ποιες παραστάσεις-ρόλοι έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι μέσα σας;

Όλοι οι ρόλοι μού έδωσαν, αλλά και μου πήραν κάτι: ο ηθοποιός που μπαίνει πολύ βαθιά σε κάθε χαρακτήρα πάντα μαζί του αποχωρίζεται κι ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Στο τέλος της μέρας μένει κενό δοχείο. Πρέπει να έχει γύρω του πρόσωπα και καταστάσεις από τα οποία θα κρατηθεί, ώστε να «ξαναγεμίσει». Στον «Ηλίθιο» υποδυόμουν πολλούς ρόλους, ήταν ένα… κασκαντεριλίκι που με βοήθησε να ψηθώ στην υποκριτική. Πάντα κουβαλάω μέσα μου την Άμπη, στο «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’Νιλ, που σκοτώνει το παιδί της για να αποδείξει στον  Ίμπεν τον έρωτά της και να μην τον χάσει. Και την Ανναμπέλλα στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, ένα έργο για τη sur mesure ηθική και την υποκρισία της κοινωνίας, για τον διάχυτο φαρισαΐσμό. Στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, ως Ανδρομάχη, επιχείρησα μια βουτιά στο γυναικείο υποσυνείδητο: ενώ δεν έχω παιδιά, έπρεπε να κατανοήσω τον ψυχισμό μιας μάνας που έχει ήδη πενθήσει ένα παιδί και αγωνιά για τη ζωή ενός άλλου, να βρω όλα αυτά τα συναισθήματα, να πορευτώ σε ανεξερεύνητες περιοχές, να ανακαλύψω μέσα μου τη μητρότητα. Θα το ξαναπεράσω με τη «Μήδεια», το καλοκαίρι… 

Στη ζωή σας μπορεί να υπάρξει χώρος για τη μητρότητα;

Ναι, αλλά με τον κατάλληλο σύντροφο. Από πολύ μικρή έχω συνειδητοποιήσει πόσο θέλω να γίνω μητέρα, αλλά δεν με ενδιαφέρει να κάνω ένα παιδί μόνο και μόνο για να εξασφαλίσω τη συνέχειά μου, το βρίσκω εγωιστικό και ματαιόδοξο να θέλεις να πιαστείς από κάπου για να εξασφαλίσεις ένα είδος αθανασίας. Θα το αποφάσιζα μόνο για να δημιουργήσω έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο μέσα από έναν έρωτα. 

Η «δική σας» Λαίδη Μακμπέθ πώς θα είναι;

Παναγία μου, τι ρόλος! Κόντρα σε ό,τι έχει παιχτεί μέχρι τώρα στην Ελλάδα, εμείς δεν την προσεγγίζουμε ως μια σατανική γυναίκα που μπλέκεται με τη μαύρη μαγεία. Είναι πολύ ερωτευμένη με τον σύζυγό της, τον στηρίζει στα πάντα και τον βοηθά να εκπληρώσει το όνειρό του να φτάσει ψηλά. Αποφασίζει να γίνει η δύναμή του με κάθε μέσο. Δεν το κάνει αγόγγυστα. Ακόμα κι όταν επικαλείται τις σκοτεινές δυνάμεις, είναι σαν να σκοτώνει μέσα της τη γυναικεία της φύση. Θυσιάζει την ανθρωπιά της για τον Μακμπέθ.

Εσείς έχετε κάνει θυσίες για έναν έρωτα;

Μου έχει τύχει να θυσιάσω κάποια θέλω μου, να κάνω παραχωρήσεις, να στερηθώ πράγματα για τον άλλο, όχι όμως σε βαθμό που να πνίγομαι. Αν και είμαι σίγουρη ότι ο άνθρωπος που θα μου προκαλούσε τη διάθεση για μια τέτοια «παράδοση» δεν θα μου ζητούσε ποτέ να διαλέξω, θα συμπλέαμε μαζί, θα ήταν τόσο ιδανικό.

Την επιτυχία της σειράς «Άγριες Μέλισσες» και την αναγνωρισιμότητα που σας έφερε πώς τα βιώνετε; 

Λες και συμβαίνει σε κάποια άλλη, όχι σ’ εμένα! Είναι κάτι πρωτόγνωρο, δεν μπορώ εύκολα να το διαχειριστώ, γιατί δεν το επιδίωξα και ποτέ. Η αναγνωρισιμότητα δεν με έχει επηρεάσει, πάντως. Φέρομαι όπως πριν, κάνω τις βλακείες, τις πλάκες και τις γκριμάτσες που έκανα. Δεν με ενδιαφέρει να φαίνομαι comme il faut. Άλλωστε η Ελένη δεν έχει καμιά σχέση με το πώς είμαι εγώ στη ζωή μου. Όσο για την επιτυχία της σειράς, η μητέρα μου την απολαμβάνει ίσως περισσότερο. Δεν βλέπει πολύ καλά, αλλά δεν χάνει επεισόδιο. Χαίρομαι με τη χαρά της, γιατί η σχέση μας έχει περάσει από χίλια κύματα…■

Εθνικό Θέατρο, συμπαραγωγή με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, «Μακμπέθ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Από 7/2 έως 8/3 στο Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή, από 12/3 έως 12/4 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης. Σκηνικά – κοστούμια: Εύα Νάθενα. Μουσική: Μίνως Μάτσας. Παίζουν: Βασίλης Καραμπούλας, Μαρία Κίτσου, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Δημήτρης Λιγνάδης, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιώργος Μπινιάρης, Ράνια Οικονομίδου, Ορέστης Τζιόβας κ.ά.
Το εξώφυλλο είναι βασισμένο σε μια ιδέα της Εύας Νάθενα. 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή