Ένας Έλληνας στην Όπερα του Κιέλου

Ένας Έλληνας στην Όπερα του Κιέλου

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Πάρις Μέξης υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια στη θρυλική όπερα «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι, σε μια αντισυμβατική παράσταση που έχει ενθουσιάσει το γερμανικό κοινό.

Αυτή είναι η τραγική ιστορία που ξεδιπλώνεται στην όπερα «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ιταλού συνθέτη Γκαετάνο Ντονιτσέτι, ένα από τα αριστουργήματα του ρομαντικού μπελ κάντο, που από το πρώτο της ανέβασμα (το 1835, στη Νάπολη) μέχρι σήμερα έχει παιχτεί αμέτρητες φορές στις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές όλου του κόσμου. Τους τελευταίους μήνες παρουσιάζεται στη Γερμανία, στο Κίελο, πρωτεύουσα του γερμανικού κρατιδίου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, και στο τιμόνι της παραγωγής, υπογράφοντας τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία, βρίσκεται ένας Έλληνας, ο πολυτάλαντος Πάρις Μέξης. Η αντισυμβατική παράσταση –πυλώνες της οποίας είναι η γεωμετρία, το χρώμα, οι χειρονομίες και η κίνηση, όπως και ο συμβολισμός– έχει ενθουσιάσει το γερμανικό κοινό και ήδη συζητείται η… εξαγωγή της στην περίφημη Όπερα της Σαγκάης.

Η συνεργασία του Πάρι Μέξη με την Όπερα του Κιέλου μετράει αρκετά χρόνια. Το 2014 είχε κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την «Atys» του Ζαν Μπατίστ Λιλί, σε σκηνοθεσία της κορυφαίας χορογράφου Λουσίντα Τσάιλντς, με την οποία ξανασυνεργάστηκε το 2016 στην όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ, αλλά και το 2017 στη μοναδική σωζόμενη όπερα του Ζαν-Μαρί Λεκλέρ –του σπουδαίου Γάλλου συνθέτη της εποχής του μπαρόκ– «Η Σκύλα και ο Γλαύκος». Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Έλληνας καλλιτέχνης επέστρεψε στη γερμανική πόλη, αυτή τη φορά για να αναλάβει εξ ολοκλήρου το ανέβασμα της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», προτείνοντας κάτι ρηξικέλευθο, όπως του ζητήθηκε.

Ένας Έλληνας στην Όπερα του Κιέλου-1

«Ο κόσμος της τέχνης είναι ένας· αν διαθέτεις διεθνή γλώσσα, μπορείς να επικοινωνήσεις με τους πάντες», λέει ο Πάρις Μέξης. © Patroklos Skafidas

Πώς αντιμετωπίζεται, όμως, ένας σκηνοθέτης όπερας από την Ελλάδα στο εξωτερικό; Ως εξωτικό πτηνό; «Αυτό δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα», λέει ο Πάρις Μέξης. «Και το λέω με στενοχώρια, γιατί έχουμε βαριά βιομηχανία σε πολλά καλλιτεχνικά πεδία, είμαστε υπολογίσιμη δύναμη, μπορούμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Η δυσκολία είναι να δουν οι ξένοι τη δουλειά μας, η εξωστρέφεια μας λείπει. Αν αυτό επιτευχθεί, όμως, από εκεί και πέρα δεν έχει σημασία η εθνικότητα. Αν γίνεις γνωστός και αποκτήσεις μια καλή φήμη, το “Έλληνας” φεύγει από πάνω σου – όπως το “Ιταλός”, το “Κινέζος” κ.ο.κ. Ο Λάνθιμος, για παράδειγμα, δεν κάνει αυτό το σινεμά επειδή μεγάλωσε με λάδι Καλαμάτας. Ο κόσμος της τέχνης είναι ένας· αν διαθέτεις διεθνή γλώσσα, μπορείς να επικοινωνήσεις με τους πάντες. Δείτε την περίπτωση της “Λουτσία ντι Λαμερμούρ”: κάνω ιταλική όπερα σε ένα γερμανικό λιμάνι στη Βαλτική, με πρωταγωνίστρια μια Κορεάτισσα…»

Όταν ήταν παιδί, ονειρευόταν να γίνει πιανίστας. «Αγάπησα το πιάνο, μόνος μου ζήτησα από τους γονείς μου να μάθω να παίζω, σπούδασα πολλά χρόνια. Μεγαλώνοντας, έφτασα κάποια στιγμή στο κομβικό σημείο όπου έπρεπε να επιλέξω αν θα συνέχιζα ή όχι τις μουσικές σπουδές μου, γιατί είχαν πάψει να αποτελούν διασκέδαση – έτσι είναι το σύστημα, δυστυχώς. Αποφάσισα να σταματήσω. Η αγάπη μου για τη μουσική, όμως, δεν άλλαξε. Σε αυτό το πλαίσιο αγαπούσα και την όπερα, η οποία, μολονότι σπούδασα ολιστικά το θέαμα, ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Μέχρι που είδα την κατά τον Πίτερ Σέλαρς “Theodora” του Χέντελ. Και τρελάθηκα!»

Η σημασία της ομάδας

«Στο θέατρο, ένας καλός ηθοποιός με ένα καλό κείμενο είναι αρκετά για ένα καλό αποτέλεσμα», επισημαίνει ο συνομιλητής μου. «Στο λυρικό θέατρο ο βαθμός δυσκολίας είναι πολύ μεγάλος: χρειάζεται πολλά για να πετύχει. Επιπλέον, το κοινό είναι σκληροπυρηνικό, δεν δέχεται εύκολα το διαφορετικό, δεν σου επιτρέπει να αγγίξεις τα ιερά και τα όσια. Τα τελευταία χρόνια συνειδητοποίησα, λοιπόν, πόσο σημαντικό πράγμα είναι η ομάδα, το δημιουργικό πλέγμα αγάπης που πρέπει να υπάρχει γύρω από μια παράσταση», τονίζει.

Ένας Έλληνας στην Όπερα του Κιέλου-2

Για τη συγκεκριμένη παράσταση η ανάθεση από τον καλλιτεχνικό διευθυντή, Ράινχαρντ Λίντεν, είχε σαφείς οδηγίες: «Μου ζήτησε να φτιάξω μια παραγωγή πολύ ελαφριά ως προς την ύλη, που δεν θα βασιζόταν δηλαδή τόσο στη σκηνογραφία. Τι κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση; Χρησιμοποιείς το φως, που σου δίνει πολλές δυνατότητες, και φτιάχνεις έναν χρωματικό κώδικα που επιτρέπει στον θεατή να καταλαβαίνει ανά πάσα στιγμή ποιος είναι ποιος και τι κάνει. Με τον συνεργάτη και στενό μου φίλο Γιώργο Τέλλο, τον ιδιοφυή σχεδιαστή φωτισμών, επικεντρωθήκαμε στους χαρακτήρες και σε όσα τους συμβαίνουν, και όχι στο “γκραντέρ” για να εντυπωσιάσουμε», εξηγεί.

Ο οπτικός κώδικας της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» χρησιμοποιεί τη θέση των καλλιτεχνών στον χώρο, το φως, το χρώμα, ακόμα και τη θερμοκρασία, για να δημιουργήσει όλες τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να εξελιχθεί επί σκηνής το δράμα. Και αυτό επηρεάζει τον τρόπο θέασης της όπερας από το κοινό. «Πολλοί θεατές μού είπαν ότι για πρώτη φορά κατάλαβαν γιατί κλαίει αυτή η ηρωίδα», λέει ο Πάρις Μέξης. Πώς το κατάλαβε ο ίδιος; «Ακούγοντας τη Μαρία Κάλλας στον ρόλο αυτό. Δεν είναι η καλύτερη ερμηνεία της, αλλά κλαίει στ’ αλήθεια!»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή