Κώστας Βουτσάς, λαϊκό είδωλο μεγάλης διάρκειας

Κώστας Βουτσάς, λαϊκό είδωλο μεγάλης διάρκειας

8' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον θυμάμαι να περπατά βιαστικά στην οδό Σόλωνος, να διασχίζει ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα Ι.Χ. την Ακαδημίας και οι οδηγοί, αντί να του θυμώνουν, να τον χαιρετούν με λατρεία – «γεια σου, Κώστα!». Οταν τα χρόνια πέρασαν, περπατούσε πλέον «σε αργές στροφές» όπως αστειευόταν. Το τρέξιμο μετατράπηκε σε μικρές στάσεις για ένα σύντομο καφέ στο Κολωνάκι, τη γειτονιά του. Και ο χώρος πάλι γέμιζε από κόσμο.

Ολοι ήθελαν να μιλήσουν στον Κώστα Βουτσά, να βγάλουν μαζί του μια φωτογραφία με το κινητό τους. Εκείνος γελούσε, τους έκανε το χατίρι, το χαιρόταν δεν το έκρυβε και ανταπέδιδε με τον δικό του τρόπο. Μόνο στην περίπτωση του Θανάση Βέγγου και του Σταμάτη Κόκοτα έχω δει να εκδηλώνεται η αγάπη του κόσμου με τέτοια οικειότητα. Με τον Βουτσά ακόμα μεγαλύτερη. Οι άνθρωποι έδειχναν την αγάπη τους στο χαρούμενο λαϊκό παιδί που αγάπησαν στο σινεμά τα χρόνια του Φίνου και του Δαλιανίδη, του θύμιζαν ατάκες όπως το «φσσστ μπόινγκ!» από το «Κάτι να καίει» ή το «Εχω και κότερο» από τα «Κορίτσια για φίλημα», λες και υπήρχε περίπτωση να τις ξεχάσει.

Λαϊκό είδωλο μεγάλης διάρκειας, πηγαίος, δραστήριος, αγαπητός, ερωτεύσιμος, δεν ήταν τυπικά ωραίος, δεν ήταν ζεν πρεμιέ, είχε όμως γοητεία, πειθώ και την αμεσότητα του παιδιού της πιάτσας. Και κάτι σημαντικό: χιούμορ. Ο δημοφιλής κωμικός που εισήχθη στις 7 Φεβρουαρίου με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία στο νοσοκομείο «Αττικόν», αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε. Αν και καταφερτζής στη ζωή, στον κινηματογράφο και στο θέατρο, κατέληξε στα 88 του χρόνια. Ηταν η χαρά της ζωής.

Εργάστηκε από νωρίς σκληρά, γλέντησε πολύ και αγαπήθηκε όσο λίγοι συνάδελφοί του. Ηταν αυθεντικός, καλός με όλους, επαγγελματίας, από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού σινεμά. Παιδί της Κατοχής με δύσκολα παιδικά χρόνια, διακρίθηκε κινηματογραφικά στον ρόλο του χαριτωμένου, επίμονου, καταφερτζή αισθηματία, ενίοτε αφελή, συνήθως ονειροπόλου, γλεντζέ, πάντα φτωχόπαιδου. «Κωμικός “γραμμής” και “καταστάσεων”» είχε πει ο Κώστας Πρετεντέρης, δικαιώθηκε στην πρόζα και στην κωμωδία. Διαμόρφωσε έναν δικό του τύπο.

Τα μότο του ήταν πολλά. «Μπροστά πάνε αυτοί που βάζουν στόχο, όχι ό,τι φτάνει το χέρι τους, αλλά ό,τι δεν φτάνει», έλεγε. Αν αυτό αφορούσε το ξεκίνημα και τη διαδρομή του στα μπουλούκια, το θέατρο και το σινεμά, έξυπνες ατάκες είχε και για τα χρόνια της δύσης: «Αν θες την υγεία σου… να εργάζεσαι σε όλη σου τη ζωή, συνέχεια. Αλλιώς, ακούς τον εαυτό σου. Σου μιλάνε το στομάχι, το συκώτι, οι πνεύμονες».

Ο Βουτσάς αγαπούσε τα νιάτα, τους νέους, επεδίωκε να διασκεδάζει με αυτούς. «Μα δεν κουράζεστε;» του είπα πειραχτικά σε συνέντευξή μας το 2012: «Ακουσε γλυκιά μου, η ζωή έχει τρεις ηλικίες. Νέος, μεσήλικας και… μια χαρά φαίνεσαι. Από τους νέους παίρνω. Με τους συνομηλίκους μου, όποτε βρισκόμαστε, κάνουμε το… Χ-factor της πίεσης. Με τα νέα παιδιά όμως διασκεδάζω, πηγαίνω στα κλαμπ μαζί τους, ακούω τις ανησυχίες τους. Δεν πάω ως παρατηρητής, αλλά ως παρέα».

«Στο θέατρο βγήκα χωρίς να το θέλω», εξομολογήθηκε ο Βουτσάς στη Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Επιθεώρηση καψούρα μου»(εκδ. Γλάρος)». «Δεν κυνήγησα εγώ το θέατρο, μάλλον το θέατρο μ’ ανακάλυψε από πολύ μικρό. Σε μικρή ηλικία ήμουν αθλητής στον Βυζαντινό Αθλητικό Ομιλο (ΒΑΟ) και μέχρι τότε δεν ήξερα την ύπαρξη του θεάτρου, μόνο κινηματογράφο έβλεπα». Στην κατασκήνωση στη Μηχανιώνα όπου πήγε με τον ΒΑΟ, πρωτοείδε παιδιά να κάνουν πρόβα για μια θεατρική παράσταση που οργάνωσε ο Τάκης Τζουμάκας. Ενα απ’ αυτά προσπαθούσε να κάνει τον μεθυσμένο, αλλά ο Βουτσάς τον πείραξε «άντε μωρέ έτσι κάνουν τον μεθυσμένο;» Βρέθηκε να δοκιμάζει ο ίδιος και στο άψε σβήσε πήρε τον ρόλο. «Οταν ξεκίνησα να κάνω πρόβα, άρχισα να γοητεύομαι, γιατί για εμένα, ακόμα και σήμερα, η πρόβα είναι ιεροτελεστία, είναι ένα μικρό θαύμα που σου ανοίγει τους ορίζοντες του θεάτρου». 150 φορές να ζούσα, 151 θεατρίνος θα γινόμουν, είπε στη Βρανά. Η Σπεράντζα, άλλωστε, ήταν ο πρώτος του μεγάλος έρωτας.

Εκείνο το χειροκρότημα στα 17 του, του πήρε το μυαλό. «Πολύ γλυκό το “ζήτω”, κι όσο πιο πολλά συγχαρητήρια έπαιρνα, τόσο πιο πολύ φούσκωνα…». Γράφτηκε στη Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου της Αγγελικής Τριανταφυλλίδη και έκανε δουλειές του ποδαριού. Η σχολή είχε και ωραία κορίτσια: «Τι να κάνω, κυνηγός ήμουν πάντα», θυμόταν εκείνα τα χρόνια. Γιατί κατά τα άλλα παραδεχόταν ότι «δεν ήξερα καλά καλά τι ήταν το θέατρο, κατά τύχη έγινα ηθοποιός, χωρίς να το καταλάβω. Πούλαγα τσιγάρα στον δρόμο, έκανα τον αβανταδόρο σε παπατζή, σε ρουλέτα, αλλά μια κουβέντα της μητέρας μου ήταν καθοριστική: “Αν σε πιάσουν παιδί μου θα πουν ο γιος του κομμουνιστή αλήτης είναι”. Αυτό με κράτησε σε ίσιο δρόμο», μου είχε πει. Οπως, ακόμη, ότι ήταν αγαπητός σε όλους εκείνα τα χρόνια: «Από τους τσιγαράδες που πουλούσαμε τσιγάρα στη Θεσσαλονίκη, έξω από το χρηματιστήριο μέχρι τα παιδιά στη σχολή».

Κώστας Βουτσάς, λαϊκό είδωλο μεγάλης διάρκειας-1

«Δεν ήξερα καλά καλά τι ήταν το θέατρο, κατά τύχη έγινα ηθοποιός, χωρίς να το καταλάβω», είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του (φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς). 

Παρ’ όλα αυτά, άδεια ηθοποιού δεν πήρε εύκολα. Δύο φορές τον απέρριψαν όταν έδωσε εξετάσεις στην Αθήνα. Ηταν όμως επίμονος. Η θητεία του στα μπουλούκια τον καθόρισε, ώσπου τον είδε η Καλή Καλό το 1958 και διέκρινε το ταλέντο του. Οταν τον έφερε στην Αθήνα η πρώτη εμπειρία στον θίασο της, στη διάρκεια της πρόβας τζενεράλε, έμεινε ανεξίτηλη μέσα του. Είχαν πρόβα στο θέατρο «Περοκέ» κι η πλατεία ήταν γεμάτη από συναδέλφους του. Οι πρόβες αυτές όπως τα αφηγείται στη Σπεράντζα Βρανά, γίνονταν βράδυ και διαρκούσαν ώς τα ξημερώματα. «Ετσι κάθε πρόβα τζενεράλε ήταν ένα μικρό πανηγύρι ή μια κοσμική βραδιά, ιδίως για την επιθεώρηση. Εκείνη τη βραδιά είναι πολύς κόσμος, θεατρόκοσμος, στην πλατεία του θεάτρου, άνθρωποι που γνωρίζονταν μεταξύ τους, χαιρετιόντουσαν, φωνάζαν το γκαρσόνι, παραγγέλνανε τον καφέ ή το ουίσκι ή την τυρόπιτά τους, γενικά γινόταν μια βαβούρα, κι η πρόβα στη σκηνή συνεχιζόταν. Ξαφνικά, μέσα στη ζαλάδα μου ακούω: “Βουτσά, το νούμερό μας!”. Και τότε… “πάγωσε” η πλατεία και “πάγωσε” κι η ψυχή μου, γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί είχαν έρθει για να δουν εμένα, δηλαδή να δουν ένα νέο, πολύ ταλαντούχο ηθοποιό, που είχε φέρει η Καλό απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ετσι έλεγαν οι φήμες που είχαν προτρέξει. Και παθαίνω την πλάκα της ζωής μου! Στέγνωσα και δεν μπορούσα να βγάλω άχνα, δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη, εγώ που πέταγα στα χορευτικά (…) Ε, λοιπόν, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, βαρίδια είχαν γίνει, λες και βρισκόμουν στον βυθό της θάλασσας και πνιγόμουν, και δεν μπορούσα ν’ ανέβω στην επιφάνεια να πάρω ανάσα. Σαν σε κάτι κακούς εφιάλτες, τέτοιο τρακ… Θόλωσαν τα μάτια μου, απελπιστική κατάσταση. Τελικά μόλις τελείωσε το νούμερο, το θέατρο άδειασε, όλοι φύγανε, χωρίς ένα “μπράβο”, χωρίς ένα “ζήτω”, χωρίς καν μια μικρή επιβεβαίωση της φήμης που είχε προτρέξει. Τίποτα». Στο δεύτερο νούμερο που ακολουθούσε έπαιξε χωρίς τρακ, «μια που είχαν φύγει οι θεατρίνοι». Ομως, από εκείνο το βράδυ δεν ήθελε ποτέ θεατές στις τζενεράλε.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο Παρασκευή 28/2 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

«Μου έγραφαν κωμωδίες, καταλάβαιναν ότι διψούσα για την επαφή με τον κόσμο»

O Kώστας Βουτσάς ήταν, ίσως, ο πιο αγαπητός κωμικός του ελληνικού σινεμά. «Δεν με ενδιέφεραν οι δραματικοί ρόλοι. Επίσης όλοι: Τσιφόρος, Βασιλειάδης, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Ψαθάς, μου έγραφαν κωμωδίες. Καταλάβαιναν ότι διψούσα για την επαφή με τον κόσμο». Ο «κατήφορος» του Γιάννη Δαλιανίδη ήταν ο ανήφορος για τον Κώστα Βουτσά. Στα 70 χρόνια καριέρας έπαιξε επιθεωρήσεις, κυρίως κωμωδίες, έφτασε στην Επίδαυρο, αγαπήθηκε στο σινεμά της Φίνος Φιλμ και του Κ. Καραγιάννη, αντιμετωπίστηκε διαφορετικά όταν συνεργάστηκε με τον Β. Βαφέα, κερδίζοντας το Α΄ βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1985 για τον «Ερωτα του Οδυσσέα». Πάντα τόνιζε ότι ο πρώτος του θεατής είναι οι τεχνικοί. Σε εκείνους δοκίμαζε πρώτα τα αστεία και αν τους έβλεπε να γελάνε, ήταν σίγουρος για την ανταπόκριση που θα είχαν στο κοινό. Αγάπησε περισσότερο το θέατρο και το σινεμά. Τα χρόνια περνούσαν, οι ρόλοι μίκραιναν, το κασέ δεν ήταν όπως παλιά, όταν ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δεν παραπονιόταν: «Δεν γίνομαι μίζερος». Ελεγε κάτι ακόμη ο Κ. Βουτσάς. Οτι πρώτα πρέπει να σε αποδεχθούν οι συνάδελφοί σου και όχι το κοινό. «Μπορεί το κοινό να λέει “ναι”, αλλά αν δεν σε παραδεχθεί το σινάφι σου, θα φας τα μούτρα σου κάποια στιγμή, δεν θα προχωρήσεις», είπε στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη. «Ενώ αν πουν “ναι, αυτός αξίζει”, παραμερίζουν να περάσεις. Το έζησα με Βλαχοπούλου, Χατζηχρήστο, Ηλιόπουλο, με πολύ κόσμο».

Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. «Η ζωή μου είναι γυναίκες και θέατρο» καμάρωνε. Ούτε τσιγάρο, ούτε ναρκωτικά, ούτε τζόγος, και από ποτό, λίγο. Οι τέσσερις γάμοι βέβαια, ήταν δικό του ρεκόρ. Απέκτησε τέσσερα παιδιά. Την κόρη του Σάντρα από τον γάμο του με την Ερρικα Μπρόγερ, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα από τον γάμο του με τη Θεανώ Παπασπύρου, τον τετράχρονο Φοίβο από τον τελευταίο γάμο του με την Αλίκη Κατσαβού. Μεσολάβησε και ο γάμος του με την Εύη Καραγιάννη, την τρίτη του σύζυγο. Είχε επίσης τρία εγγόνια.

Η καθημερινότητά του περιελάμβανε πάντα το θέατρο. Τα τελευταία χρόνια, όταν περιορίστηκαν τα ξενύχτια, είχε χρόνο για γρήγορο καφέ. «Λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου όπου μαζεύονται φίλοι, γείτονες, πωλήτριες από τα διπλανά μαγαζιά, γίνεται χαμός. Μη νομίζετε ότι με αντιμετωπίζουν ως τον Βουτσά. Ανθρωπος είμαι κι εγώ». Ο θάνατος; «Είναι απών για εμένα. Πέθαναν εκατομμύρια άξιοι και ανάξιοι για να σκέφτομαι τη δική μου αποχώρηση», απάντησε περιγελώντας τον.

Ολοι τον θεωρούσαν Θεσσαλονικιό

Γεννήθηκε το 1931 στον Βύρωνα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Ολοι τον θεωρούσαν Θεσσαλονικιό. «Το ίδιο θεωρώ κι εγώ τον εαυτό μου», έλεγε. Ο πατέρας του, Απόστολος, ήταν από την ανατολική Θράκη και η Θεοδώρα η μητέρα του, με καταγωγή από την Κεφαλονιά έζησε στην Κωνσταντινούπολη. «Ο πατέρας μου ήταν κυνηγημένος, κομμουνιστής στις ιδέες, αγωνιζόταν για κάτι καλύτερο. Οταν ήταν οι Γερμανοί ήμασταν ενωμένοι, όταν έφυγαν αλληλοφαγωθήκαμε. Εμφύλιος, προδοσίες, αμετροέπεια». Ο ίδιος ψήφιζε ΚΚΕ, «όχι γιατί είμαι κομμουνιστής, αλλά για να γίνει αφόρητη η νίκη των πρώτων κομμάτων». Υπήρχε οικογενειακό παρελθόν. Ο πατέρας του ήταν φίλος του Νίκου Ζαχαριάδη, αλλά και μέλος του ΟΠΛΑ όπως και ο αδελφός του ηθοποιού, σημειώνει ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης στο βιβλιαράκι «Ελληνικό σινεμά σε πρώτο πρόσωπο» (Andy’s Publishers).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή