Ο λόφος

2' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μυαλό είναι δωμάτιο. Βιάζεσαι στην αρχή, στοιβάζεις διάφορα εδώ κι εκεί -εξάλλου, υπάρχει χώρος- ώσπου, ξαφνικά, μια μέρα συνειδητοποιείς ότι τα ντουλάπια σου έχουν γεμίσει με άχρηστα πράγματα. Και δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις να μαζεύεις. Τα χρόνια έχουν περάσει, μαθαίνεις να ζεις μες την ακαταστασία. Εκτός αν βρεις τον τρόπο, το θάρρος, την υπομονή και τους σωστούς ανθρώπους, τους φίλους, που θα βάλουν ένα χεράκι, γιατί σε αγαπάνε, κι ας έχουν πίσω κι αυτοί το μπάχαλό τους.

Ο τρόπος που διάλεξες εσύ είναι ένας βράχος, δικός σου, πάνω στην κορυφή του λόφου. Εκεί πηγαίνεις τις Κυριακές, να συγυρίσεις το μυαλό σου. Σήμερα όμως  ο καιρός  δεν είναι με το μέρος σου, κι εκείνη σίγουρα θα σου έλεγε να μη βγεις, ούτε καν για να φέρεις τις εφημερίδες. Θα ανησυχούσε. Βάζεις τη φόρμα σου, ένα φανελάκι, ζακέτα με κουκούλα, δένεις τα κορδόνια και ξεκινάς. Στα πρώτα βήματα έχεις κιόλας γίνει μούσκεμα. Αρχίζεις να σκαρφαλώνεις, να παρατηρείς, όπως πάντα. Τα καιρικά φαινόμενα, σκέπτεσαι, είναι ένας τρόπος να διαχωρίζουν οι τουρίστες από τους μόνιμους κατοίκους, το φλερτ από την αγάπη. Αυτό είναι για σένα το σπίτι, αυτό είναι ο έρωτας, να επιστρέφεις στο ίδιο σημείο, με τον ίδιο ενθουσιασμό, ξανά και ξανά -ό,τι κι αν γίνει. 

Πόσες φορές έχεις αντικρίσει την πόλη από τον βράχο σου, πόσες ώρες έχεις περάσει να την αφουγκράζεσαι -τα φώτα, τις φωνές της, τα αυτοκίνητα και, πού και πού, καμιά φωτοβολίδα. Δεν ήσουν όμως μόνος. Είχες πάντα δίπλα σου ανθρώπους, μια ιδιότυπη κατηγορία φίλων, εκείνων στους οποίους δεν μιλάς ποτέ, δεν τους γνωρίζεις καν, αλλά σας ενώνει αυτό που κοιτάτε. Ανηφορίζεις. Το μόνο που ακούς είναι ο άνεμος και η βροχή. Η πόλη έχει σωπάσει, σαν να ταλαιπωρείται από κρυολόγημα, σαν να έχει κουλουριαστεί κάτω από τα σκεπάσματα. Ωστόσο, είναι όλοι εκεί, δίπλα σου, ο καθένας τραβώντας προς το βράχο του. Σκαρφαλώνουν, σκαρφαλώνουν και αρνούνται να ανοίξουν την ομπρέλα, ενώ την έχουν στο χέρι, ενώ βρέχονται. 
Φτάνεις, κάθεσαι κι αρχίζεις να συγυρίζεις. Το μισό σου μυαλό κυριεύεται από μια μελωδία ανεξήγητη και επίμονη, όπως πάντα, το άλλο μισό αποστάζει τις σκέψεις, τις κάνει κι αυτές μελωδία, τις ενώνει με το μουσικό θέμα. Ξαφνικά, αρχίζεις να χαμογελάς. Έχεις πετύχει το σκοπό σου. Αυτό είναι το σημάδι για να ξέρεις πότε είσαι έτοιμος – το ανεξήγητο, το φαινομενικά απρόκλητο χαμόγελο. Παίρνεις το δρόμο της επιστροφής, συμπεραίνοντας, για μια ακόμη φορά, πως αν πραγματικά επιθυμείς να βάλεις τον νου σου σε τάξη, πρέπει να διαλέξεις τη μέρα και τον βράχο σου, να σκαρφαλώσεις, να βραχείς, να καθίσεις υπομονετικά, όσο δύσκολο κι αν είναι. Όταν αποφασίζεις να ανέβεις τον λόφο, πρέπει να το εννοείς.

Τώρα περνάς μπροστά από το περίπτερο. Αγοράζεις τις εφημερίδες, όπως κάθε Κυριακή, και λίγο αργότερα τις αφήνεις στο κομοδίνο της, να τις βρει όταν ξυπνήσει. Κάνεις μπάνιο, κάθεσαι στο γραφείο σου, πιάνεις το μικρό καφέ τετράδιο, αρχίζεις να σκαρώνεις στίχους. Γράφεις: Το νερό με το νερό ξεπλένεται και η ζωή με τη ζωή. Μπορείς πολύ καλύτερα. Συνεχίζεις. Όλα είναι στη θέση τους. 
 
* Ο Χαρίλαος Νικολαϊδης είναι ποιητής, δικηγόρος και λέκτορας δημοσίου δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή