«Δεν έχω προδώσει ποτέ το κοινό»

«Δεν έχω προδώσει ποτέ το κοινό»

5' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πώς μπορεί η αγάπη του κοινού να έχει τόση διάρκεια; «Δεν τους έχω προδώσει ποτέ, γι’ αυτό με αγαπάνε», έδωσε την εξήγησή του ο Κώστας Βουτσάς ένα παγωμένο βράδυ του 2012 στο θέατρο «Ηβη». Ηρθε κουρασμένος από τα γυρίσματα της ταινίας του Χρήστου Δήμα «Ο ακάλυπτος». Τα σκαλιά δεν ήταν το φόρτε του, καθώς μια πληγή στο δεξί του πόδι, τον ταλαιπωρούσε. Ανοιξε το συρτάρι ενός γραφείου στο σπαρτιάτικο καμαρίνι, άπλωσε το πονεμένο πόδι και έδωσε το σύνθημα: «Ελα, πάμε».

Δεν χαλούσε χατίρι ο Κώστας Βουτσάς. Ακόμη και όταν κάτι τον βάραινε, δεν έλεγε όχι. Οπως και πολλές άλλες φορές, στα πρώτα ρεπορτάζ, στα εμπορικά θέατρα της Αθήνας του ’80. Κατηφή δεν τον έβλεπαν σχεδόν ποτέ, αντίθετα με άλλους μοναχικούς συνοδοιπόρους του στην κωμωδία. Εκείνος ήταν ανοιχτόκαρδος με τις ταμίες, τις ταξιθέτριες και τους τεχνικούς. «Τους υπολόγιζε», όπως μου είπε ένας βετεράνος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος το 1992, όταν ο Βουτσάς έπαιζε στη Θεσσαλονίκη τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου με σκηνοθέτη τον Βασίλη Βαφέα.

Ενα βράδυ με παρέα φίλων σ’ ένα ξενυχτάδικο της πόλης, είδαμε μια άλλη πλευρά του. Πριγκίπισσες ένιωθαν οι γυναίκες της συντροφιάς, αλλά και όλου του μαγαζιού, αφού χάριζε λουλούδια και στην ηλικιωμένη κυρία της γκαρνταρόμπας και στα κορίτσια της κουζίνας. Τις σκλάβωνε με τα αστεία του. Και όταν άρχισαν το πιάνο και τα τραγούδια, πρώτος άναβε το κέφι ο «άτεμπος» όπως αυτοσαρκαζόταν – «παιδιά δεν κάνω ούτε για επιθεώρηση». Είχε μια δίψα για τη ζωή και τα νιάτα, λες και δεν τα χόρτασε ποτέ.

Του άρεσαν οι παρέες, τα ξενύχτια, ο θόρυβος, οι νέοι, τα αστεία. Αυτός που «τρούπωσε» στο θέατρο και στο σινεμά με επιμονή, και ας έκριναν κάποιοι στην αρχή ότι δεν έχει ταλέντο, αυτοσχεδίαζε στη ζωή, όπως και στη σκηνή. Είχε τον τρόπο του να πρωταγωνιστεί ακόμη και με μικρούς ρόλους: νεαρός στην «Κυρά μας τη μαμή», γιος της «Χαρτοπαίχτρας» ή το ναυτάκι στην «Αλίκη στο ναυτικό».

«Οταν βγαίνεις στη σκηνή να μοιάζεις απροστάτευτος, σαν κάποιος να σ’ έσπρωξε να βγεις. Σαν να σ’ έσπρωξε στην τιμωρία. Να νιώθεις φοβισμένος… Αλλά σε λίγο να εκπέμπεις σαγήνη, να λειτουργείς σαν χάρη…». Τις σκέψεις αυτές χάρισε στις κόρες του το 2010 («Τη στιγμή που νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, παύεις να σκέφτεσαι» – εκδόσεις Πατάκη).

Το 2012 πια, μέσα στην κρίση, ήταν ευγενικός αλλά και θυμωμένος, όταν τον ξανασυνάντησα στο «Ηβη»: «Ο κόσμος πάει στο θέατρο όπως πήγαινε στην Κατοχή, στη χούντα, σε όλες τις δύσκολες εποχές της χώρας. Χούντα είναι και τώρα, να το γράψεις». Παλιά δεν τα έλεγε αυτά, του θύμισα, και εκείνος απάντησε πως τότε «δεν έβλεπα τα λάθη. Τώρα ντρέπομαι για τον εαυτό μου, γι’ αυτό ζητάω συγγνώμη από όλους τους νέους. Φταίω κι εγώ που φτάσαμε ώς εδώ. Διασκέδαζα βλέπεις στα μπουζούκια, ξόδευα στην ελαφρότητα. Μια ολόκληρη κοινωνία είχε μπει στον χορό των δανεικών για να πάει διακοπές, να καταναλώσει, να γκομενίσει. Ετσι απολάμβανε ο καθένας ό,τι του έλειπε και δίπλα μας η Ελλάδα διαλυόταν. Μου λες ότι παλιά δεν μιλούσα. Μα, παλιά όλοι μας ήμασταν απογειωμένοι. Μια κοινωνία στα ξενυχτάδικα».

Μικρός τα λεφτά τα έδινε στη μητέρα του και εκείνη του έδινε χαρτζιλίκι. «Ηταν από εξαιρετική οικογένεια της Πόλης και ο πατέρας από τη Θράκη. Ο παππούς μου έκανε βουτσιά, βαρέλια, κι έτσι βγήκε το Βουτσάς. Η καταγωγή μας κανονικά είναι από τον Αγιο Λαυρέντη Βόλου και το επίθετό μας ήταν Σαββόπουλος».

Αυτός ο απροστάτευτος, ανασφαλής, καταφερτζής νεαρός του ελληνικού σινεμά, κέρδισε τους θεατές του ’60 με την αισιοδοξία του σε μια Ελλάδα με ανεπούλωτες μετεμφυλιακές πληγές. Στα μάτια των θεατών τότε έμοιαζε απολιτίκ, αλλά εκείνος κουβαλούσε μνήμες από τον πολιτικά δραστήριο πατέρα στην Κατοχή, και εικόνες έντονες από διώξεις, κυνηγητό, ξύλο και αιμοπτύσεις. Για θέατρο ούτε λόγος, και όσο για το σινεμά το είχε μάθει πηγαίνοντας στους εξώστες των κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης με τον πατέρα του, για να πετάξουν όταν έσβηναν τα φώτα, προκηρύξεις του ΚΚΕ. Επειτα χανόταν στην πλατεία και τις ταινίες της εποχής.

Είχε «ήθος εποχής αδιατάρακτο στους φάλτσους καιρούς των τηλεψώνιων» είπε εύστοχα ο Λάκης Λαζόπουλος. Ο Βουτσάς ήταν πάντα ο εαυτός του. Η Σπεράντζα Βρανά του το έμαθε: «“Μη γίνεις κουρελού” μου έλεγε. Ξέρεις τι σημαίνει κουρελού στο θέατρο; Αυτοί που μιμούνται τους καλούς».

Η θητεία του στα μπουλούκια υπήρξε πολύτιμη για εκείνον. «Εκεί έμαθα το θέατρο και τους κανόνες του, τι σημαίνει σύνεση. Οι ηθοποιοί με πίστευαν. Μου έλεγαν, “θα βγεις στην αρχή και θα διασκεδάζουν με όσα λες. Τη δεύτερη φορά όμως που θα βγεις, θα σε χειροκροτούν”. Αυτό στα μπουλούκια έδειχνε ότι το έχεις. Δύσκολες εποχές, δεν είχαμε να φάμε, στερήσεις, αλλά και αλληλεγγύη. Υπήρχαν οι… κηδείες. Τι ήταν αυτό; Κάθε θίασος είχε και κάποιες ωραίες κοπέλες με θαυμαστές σε διάφορες κωμοπόλεις. Μόλις τελείωνε η παράσταση ο πλούσιος χασάπης ή έμπορος, που είχε το μυαλό του στο σεξ, πρότεινε στο κορίτσι να πάνε για φαγητό και εκείνη του έλεγε: να πάρουμε και τα παιδιά μαζί; Τον υπόλοιπο, δηλαδή, πεινασμένο θίασο. Σαν τελειώναμε το φαγητό, καθόμασταν σιωπηλοί σαν σε κηδεία. Τότε εκείνος πρότεινε στην κοπέλα να φύγουν κι εκείνη διαμαρτυρόταν: “μπροστά στα παιδιά το λες αυτό; Αύριο”. Αλλά αύριο δεν υπήρχε και στο μεταξύ είχαμε φάει και εκείνο το βράδυ».

Στον Φίνο ο Βουτσάς ένιωθε «βασιλιάς». Αν τον εγκατέλειψε για την εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος, ήταν –όπως περιγράφει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη στο «Ελληνικό σινεμά σε πρώτο πρόσωπο» (Andy’s Publishers)– γιατί δεν ήθελε να του συμβεί αυτό που είδε κάποτε να βιώνει ο Κώστας Χατζηχρήστος. «Πες του δεν είμαι εδώ» άκουσε τον Φίνο να λέει στον υπάλληλό του, για να αποφύγει ακόμη ένα τηλεφώνημα του πρωταγωνιστή. «Εμένα δεν θα μου το πεις αυτό», σκέφθηκε.

Θύμιζε πάντα ότι ο Βασίλης Βαφέας τον παρουσίασε αλλιώς σε μια εποχή που το ελληνικό σινεμά άλλαζε. Οταν ο «Ερωτας του Οδυσσέα» πήγε στο Φεστιβάλ των Καννών, ο Βουτσάς βρέθηκε στο κόκκινο χαλί δίπλα στον Τόνι Κέρτις.

«Τον πλησιάζω κι αρχίζω να του μιλάω με αστεία λίγο αγγλικά και λίγο κωμικά και του έλεγα “μι γκρικ”». Κι εκείνος μου έλεγε “όου γκρικ, μπιούτιφουλ”». Τα απελπισμένα νοήματα του Βαφέα δεν βοήθησαν. «Α, ρε μπαγάσα Τόνι, να ’σουν στην Ελλάδα, ποιος θα σε ήξερε έτσι που παίζεις” είπε στον γόη του Χόλιγουντ. Oι Ελληνες της αποστολής ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, γελούσε μαζί τους και ο Τόνι «γιατί δεν είχε καταλάβει…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή