Γράμμα από το μέτωπο V

2' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάπου διάβασα πως η πιο τρανταχτή απόδειξη της ανυπαρξίας του Θεού είναι η εικόνα ενός παιδιού που νοσεί από καρκίνο. Οντως, ένα παιδί χωρίς μαλλιά, με κοιλιά παραμορφωμένη από την κορτιζόνη, που το στόμα του είναι μια πληγή από τις άφθες, τόσο που να πρέπει να σιτίζεται παρεντερικά – τι άλλο χρειάζεται κάποιος για να πειστεί ότι δεν υπάρχει Θεός;

Φυσικά, μπορώ να συλλογιστώ και άλλες τερατωδίες: παιδιά που πωλούνται για τη σάρκα τους, παιδιά που γίνονται πειραματόζωα ή ρίχνονται σε θαλάμους αερίων, παιδιά που πνίγονται στο Αιγαίο – αγέννητα, ακόμη, παιδιά, με την έγκυο μάνα να ξεπαγιάζει μέσα σ’ ένα φουσκωτό βαρκάκι, ενώ από τη στεριά άντρες χυδαιολογούν.

Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα πως Θεός δεν υπάρχει όταν οι γιατροί μού ανακοίνωσαν ότι η κόρη μου πάσχει από αυτή τη «δυνητικά θανατηφόρο νόσο». Επειτα, όμως, θυμάμαι τη γέννησή της. Τη νύχτα που την είδα για πρώτη φορά και ο μαιευτήρας μού υπέδειξε πώς να κόψω με το ιατρικό ψαλίδι τον ομφάλιο λώρο. Ιδού, λέω στον αγνωστικιστή εαυτό μου, ιδού η τρανταχτή απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.

Λίγο να μετατοπίσεις τη ματιά σου και αυτό που βιώνεις ως παράδεισο –την πατρότητα, την οικογένεια, την ερωτική σχέση, την ύπαρξη εντέλει– αίφνης αποκτά την υφή της κόλασης. Αλλά μπορεί να συμβεί και η αντίστροφη διαδρομή: μέσα από την κόλαση να διακρίνεις μιαν αχτίδα παραδείσου.

Οπως όταν είδα στο «Ελπίδα» του «Αγία Σοφία» την τετράχρονη κόρη μας, με τον ορό να παροχετεύει μέσω του «Χίκμαν» στο στέρνο της μια χημειοθεραπεία που φέρει την ονομασία Ασπαραγινάση, να φιλάει και να χαϊδεύει την κοιλιά της μαμάς της χαιρετώντας την αγέννητη ακόμη αδελφή της. Ή όπως όταν η γιατρός μας ανακοίνωσε χαμογελαστή, μετά το μυελόγραμμα της 33ης ημέρας των θεραπειών, πως «η νόσος δεν είναι πια ανιχνεύσιμη» και η μέχρι εκείνη τη στιγμή αγέρωχη μαμά της δίπλα μου ξέσπασε σε αναφιλητά ευτυχίας. Η νοσηλεύτρια έσπευσε να την αγκαλιάσει τρυφερά και να μου σφίξει μητρικά το χέρι.

Μέσα στο περίφημο ΤΑΟ (Τμήμα Αιματολογικό Ογκολογικό) του «Ελπίδα», βλέπω, νιώθω κάτι από τον Θεό κάθε φορά που τα άλλα παιδιά που νοσηλεύονται εκεί αναχωρούν για τα σπίτια τους. Τον νιώθω και όταν βλέπω τριαντάχρονες και εικοσάχρονους επισκέπτες να αγκαλιάζονται με το ιατρικό, με το νοσηλευτικό προσωπικό και με την ομάδα της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. «Είναι τα παιδιά μας αυτά», μου είπε μια νοσηλεύτρια. «Πέρασαν μικρά από εδώ, έγιναν καλά, μεγάλωσαν πια, μα πού και πού περνάνε να μας πούνε μια καλημέρα».

«Τα παιδιά μας» – τι κουβέντα, σκέφτηκα. Ιδού, λοιπόν, πώς ο μικρός και ανόητος, ο ανάξιος και τιποτένιος, ο λυπημένος, τρομαγμένος πατέρας βρίσκεται μπροστά σε ένα αδιανόητο θαύμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή