Γιώργος Παπακωνσταντίνου: ΕΚΤ και λοιπές δυνάμεις

Γιώργος Παπακωνσταντίνου: ΕΚΤ και λοιπές δυνάμεις

3' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ανακοίνωση της ΕΚΤ βγήκε την Τετάρτη αργά το βράδυ, όπως αρμόζει σε παρόμοιες ιστορικές αποφάσεις. Η ΕΚΤ δεσμεύθηκε σε ένα πρωτοφανές πρόγραμμα αγοράς κρατικών και εταιρικών περιουσιακών στοιχείων 750 δισ. ευρώ μέχρι νεωτέρας. Επιπρόσθετα, έδωσε στον εαυτό της ευελιξία στην αγορά ομολόγων σε διαφορετικές χώρες, ξεπερνώντας έτσι το «κλειδί» διασποράς το οποίο βασίζεται στο βάρος κάθε χώρας στο κεφάλαιο της ΕΚΤ (και περιόριζε τη δυνατότητα αγορών ομολόγων πιο ευάλωτων χωρών). Μαζί με την μόλις προ εβδομάδας ανακοίνωση προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων 120 δισ., το οποίο επιπρόσθετα επιδοτεί τις τράπεζες για να δανείσουν, και τα 20 δισ. αγορών τον μήνα που ανακοινώθηκαν τον Δεκέμβριο, η ΕΚΤ παρουσίασε ένα οπλοστάσιο σχεδόν 1 τρισ. ευρώ.

Πέρα από το πρωτόγνωρο ύψος της δέσμευσης, σημασία έχει και ο τόνος που επελέγη. «Η ΕΚΤ δεν θα ανεχθεί κινδύνους για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής της πολιτικής σε όλες τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ», ξεκαθάρισε η ανακοίνωση. «Δεν υπάρχουν όρια στη δέσμευσή μας για το ευρώ» συμπλήρωσε η Κριστίν Λαγκάρντ· ήταν το δικό της «whatever it takes», 8 χρόνια μετά την εμβληματική φράση του Μάριο Ντράγκι και σημείο καμπής στην κρίση της Ευρωζώνης το 2012. Η έμφαση αυτή ήταν απολύτως αναγκαία μετά την αρνητική αντίδραση των αγορών αλλά και χωρών όπως η Ιταλία στην αποστροφή της την περασμένη εβδομάδα ότι «δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να κλείνει τα spreads».

Πολιτικά, η απόφαση αυτή της ΕΚΤ κατέστη πιο εύκολη από δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι οι γενναίες κινήσεις μείωσης επιτοκίων της Fed των ΗΠΑ, με επανεκκίνηση προγράμματος αγοράς ομολόγων, και αντίστοιχες κινήσεις της Τράπεζας της Αγγλίας. Το δεύτερο είναι η φύση της σημερινής κρίσης: δεν έχουμε να κάνουμε με το απότοκο ενός ασύμμετρου σοκ σε ευάλωτες χώρες ως αποτέλεσμα προβληματικών πολιτικών, όπως στην κρίση της Ευρωζώνης. Εχουμε ένα εξωγενές σοκ που πλήττει όλες τις χώρες, άρα πρόβλημα «ηθικού κινδύνου» είναι πιο δύσκολο να επικαλεστούν τα «γεράκια» στην ΕΚΤ.

Λύθηκε το πρόβλημα; Οχι, αν και έγινε ένα σημαντικό βήμα αντιμετώπισης της κρίσης εμπιστοσύνης, χωρίς την οποία καταρρέουν οι αγορές και τα χρηματοπιστωτικά συστήματα.

Η κρίση όμως εξελίσσεται και τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Εχουμε να κάνουμε με την τέλεια καταιγίδα: μία πανδημία που οδηγεί τα συστήματα υγείας σε κατάρρευση· με παράλληλα ένα οικονομικό σοκ από την πλευρά της προσφοράς, με αντίστοιχο σοκ από την πλευρά της ζήτησης. Οταν όλες οι χώρες φρενάρουν την οικονομική δραστηριότητα προσπαθώντας να επιβραδύνουν τη διάδοση της νόσου, η ύφεση είναι αναπόφευκτη· το μόνο ερώτημα είναι ο χρόνος και το βάθος που θα έχει.

Σε μεγάλο βαθμό αυτό θα εξαρτηθεί από την επιτυχία των προγραμμάτων «κοινωνικής απόστασης» ή αναγκαστικής καραντίνας στον έλεγχο της διάδοσης του ιού αλλά και την ταχύτητα της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας στο να παραγάγει εμβόλια και θεραπείες. Ομως θα εξαρτηθεί και από τη δυνατότητα των κυβερνήσεων κάθε χώρας και της Ε.Ε. συνολικά να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια και τα συστήματα υγείας, και ταυτόχρονα να μειώσουν όσο γίνεται τις οικονομικές επιπτώσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Σε αυτό το πεδίο, ενώ πολλές χώρες έχουν ήδη κινηθεί δυναμικά, οι κινήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κατώτερες των περιστάσεων. Πριν από τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, το Eurogroup είχε αποφασίσει να υπάρξει ευελιξία στο Σύμφωνο Σταθερότητας για δαπάνες σχετικά με την κρίση και να διατεθούν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς 1% του ΑΕΠ σε δημοσιονομικά μέτρα και 10% του ΑΕΠ σε εγγυήσεις για παροχή ρευστότητας. Από κονδύλια της Ε.Ε., η δέσμευση προς το παρόν είναι μόνο για δαπάνες 37 δισ. από πόρους του Ταμείου Συνοχής. Είναι προφανές πως θα χρειαστούν περισσότερα, αλλά η Ε.Ε. δεν έχει τα απαραίτητα δημοσιονομικά εργαλεία. Αυτό που έχει είναι τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, και η συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει για τη χρήση των περίπου 450 δισ. που διαθέτει, ενώ έχει επανέλθει ακόμα και η συζήτηση για ευρωομόλογα. Το ερώτημα εδώ είναι εάν οι συνθήκες αιρεσιμότητας που απαιτούνται (μνημόνια) θα ισχύσουν, σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ευαίσθητο σε έλλειψη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (βλ. Ιταλία).

Η χώρα μας έχει ευτυχώς αντιδράσει αρκετά γρήγορα για να περιορίσει την εξάπλωση του ιού, αλλά υφίσταται και αυτή ήδη –και θα υποστεί περαιτέρω– ένα πολύ μεγάλο οικονομικό σοκ. Τόσο οι απoφάσεις του Eurogroup που αίρουν την υποχρέωση υψηλών πλεονασμάτων όσο και το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα της ΕΚΤ (περίπου 12 δισ.) είναι σημαντικές εξελίξεις. Θα διευκολύνουν χωρίς αμφιβολία τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών μέτρων άνω των 5 μονάδων του ΑΕΠ που έχουν ήδη ανακοινωθεί, και όσα θα ακολουθήσουν σε ένα περιβάλλον ύφεσης. Αναπόφευκτα, αυτά θα δημιουργήσουν σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα και θα αυξήσουν το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα την πιθανή ανάγκη (μαζί με άλλες χώρες όπως η Ιταλία) προσφυγής στον ΕΜΣ. Δεδομένων όμως των συνθηκών, αυτή τη στιγμή πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να μειωθεί το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος.

* Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι οικονομολόγος, πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή