Το σμίξιμο δύο παραδόσεων

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είμαι σε καραντίνα, κλεισμένος στο σπίτι», λέει ο Θόδωρος Τερζόπουλος, που έφθασε στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες, από την Αγία Πετρούπολη, με ένα ακόμη βραβείο, το Φίγκαρο, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του παγκόσμιου θεάτρου. Ενα εθνικό βραβείο θεάτρου, το οποίο έλαβαν στο παρελθόν η Αννα Ντεμίτοβα, ο Λεβ Ντόντιν, ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο Εμίρ Κοστουρίτσα κ.ά. 

«Ηταν μια εξαιρετική εκδήλωση με Ρώσους ηθοποιούς, μουσικούς και χορευτές», λέει στην «Κ» ο διεθνής Ελληνας σκηνοθέτης, που έμεινε και πάλι για ένα μεγάλο διάστημα στη Ρωσία, προκειμένου να σκηνοθετήσει το «Μάουζερ» του Χάινερ Μίλερ για το θέατρο Αλεξαντρίνσκι. Η πρεμιέρα στο ιστορικό θέατρο, που ιδρύθηκε το 1756, είχε οριστεί το περασμένο Σάββατο 21/3, αλλά εξαιτίας των μέτρων για την πανδημία του COVID-19, έγινε διαδικτυακώς. «Live streaming για δύο μάλιστα ημέρες, με εκατομμύρια θεατές. Ηταν μια καινούργια εμπειρία», σημειώνει ο Θ. Τερζόπουλος. Οσο για το «Μάουζερ», τέλη Σεπτεμβρίου θα το δουν και από κοντά οι θεατές. «Στην Αγία Πετρούπολη είχαν ληφθεί αυστηρά μέτρα πολύ πριν εμφανιστεί ο πρώτος ασθενής. Ο υπάλληλος του θεάτρου καθάριζε πόμολα και επιφάνειες πριν εισέλθω στον χώρο –όπως συνέβαινε με κάθε έναν που έφθανε–, και έπειτα μας απολύμανε, ραντίζοντάς μας».

Δύο και πλέον μήνες έκανε πρόβες για το έργο του Χάινερ Μίλερ, που παρουσιάζεται πρώτη φορά στη Ρωσία. Εκεί, άλλωστε, ανέβασε τον «Οιδίποδα Τύραννο», το «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, το «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ και τώρα είναι το τέταρτο έργο από το 2006, που ξεκίνησε η συνεργασία του με τον Βαλερί Φόκιν, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου Αλεξαντρίνσκι.

«Με αυτό το θέατρο έχω τακτική συνεργασία και συνήθως χρησιμοποιώ ως πυρήνα συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών. Είναι εξαιρετικοί, όπως και κάποιοι βετεράνοι σαν τον Νικολάι Μαρτόν. Αλλοι κουβαλούν την εμπειρία του σοβιετικού ψυχολογικού ρεαλισμού, άλλοι την παράδοση του Στανισλάβσκι και άλλοι επιρροές από τον Μέγερχολντ. Είναι συνταρακτικό να βλέπεις στην ερμηνεία ενός ηθοποιού το φορτίο των μεγάλων παραδόσεων. Ο Μαρτόν, που ερμηνεύει έναν μεγάλο ρόλο στο “Μάουζερ”, είναι 90 ετών και έχει μια συνταρακτική ενέργεια, πάθος και ετοιμότητα για αυτοσχεδιασμό. Στη Ρωσία βλέπεις τους μεγάλους ηθοποιούς να παίζουν με τους νέους, να τους αγκαλιάζουν και να τους συμβουλεύουν, γι’ αυτό έχουν θέατρο τόσο υψηλού επιπέδου».

Το «Μάουζερ» παιζόταν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια στο θέατρό του, το «Αττις». Ομως, στο Αλεξαντρίνσκι αναπτύσσει μια μεγαλύτερη ιδέα για μια μεγαλύτερη σκηνή. Επιπλέον, συναντώντας μεγάλους ηθοποιούς, γεφυρώνεται και αυτός με μια ισχυρή παράδοση. «Ετσι σμίγουν δυο παραδόσεις, μαζί με τον δικό μου τρόπο, μέθοδο που ακολουθούν όλοι οι ηθοποιοί, ακόμη και ο 90χρονος Μαρτόν. Ερχονται όλοι με τις φόρμες τους, δηλαδή τα ρούχα της πρόβας, χωρίς να φοράνε άρβυλα ή παπούτσια. Υπάρχουν, δηλαδή, κανόνες που τηρούνται και το πεντάωρο είναι πυκνό και δημιουργικό».

Το ελληνικό θέατρο το χαρακτηρίζει «άναρχο». «Στη Ρωσία θέλουν να γνωρίζουν την άποψη του σκηνοθέτη και πειθαρχούν. Αν δεν πεισθούν, θα αποχωρήσουν. Ο σκηνοθέτης εκεί δεν είναι ο αυτοσχεδιαστής της στιγμής ή της ημέρας. Στην Ελλάδα, μας λείπει η Ακαδημία Θεάτρου, ο μεγάλος φορέας στον οποίο θα μάθουν όσοι θέλουν θέατρο. Θα μάθουν επίσης τη διαφορά ανάμεσα στην όπερα του Πεκίνου και του Ιαπωνικού Θεάτρου. Τον ρωσικό ρεαλισμό, ποιος ήταν ο Στανισλάβσκι και τη διαφορά του από τον Μέγερχολντ. Στην Ελλάδα έχουμε παρερμηνεύσει τη μέθοδο Στανισλάβσκι. Ο άνθρωπος είχε απίστευτο χιούμορ και εδώ, με το που πατάνε οι ηθοποιοί στη σκηνή, αρχίζουν να κλαίνε άνευ λόγου. Χωρίς σκέψη μιμούνται, επηρεάζονται, κοπιάρουν, δεν αφομοιώνουν. Βγαίνουν από τις δραματικές σχολές και δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Γέρζι Γκροτόφσκι ή ο Ταντέους Καντόρ. Αγνοούν βασικά θεατρικά ρεύματα. Κάποιοι στις σχολές είναι σπουδαίοι δάσκαλοι, αλλά οι περισσότεροι είναι δευτεροκλασάτοι ηθοποιοί. Πώς να διδάξει ένας κακός ηθοποιός; Ζούμε σε ένα άναρχο τοπίο των δεκάδων σχολών και των εκατοντάδων, χιλίων παραστάσεων».

Ο παράλογος, όπως λέει, αριθμός των χιλίων και πλέον αθηναϊκών παραστάσεων «είναι ένα επαρχιακό σύνδρομο μιας ευρωπαϊκής γειτονιάς. Βλέπω αναφομοίωτες αντιγραφές. Θα μπορούσαν να συνεργαστούν οι σπουδαίοι ηθοποιοί όπως παλιότερα και να φτιάξουν μαζί με νεότερους 20-30 πολύ καλούς θιάσους. Θεωρώ τους Ελληνες ηθοποιούς και κάποιους νέους σκηνοθέτες από τους καλύτερους στον κόσμο, όμως βιάζονται πολύ. Επίσης, υπάρχει ένα σύστημα που τους θωπεύει πριν κριθούν από την ίδια τους τη δημιουργία. Ενα παιδί, στην πρώτη – δεύτερη παράστασή του θεοποιείται, στην τρίτη καταρρέει, στην πέμπτη είναι κακός και έπειτα οι ίδιοι που τον δόξαζαν, τον κατεδαφίζουν. Αυτά δεν συμβαίνουν αλλού».

Εχοντας την ευκαιρία να δραστηριοποιείται σε 10 με 12 χώρες, ο Θ. Τερζόπουλος πιστεύει ότι «το γερμανικό θέατρο είναι πια σε παρακμή. Η εποχή του μεταμοντερνισμού έχει τελειώσει και ένας πραγματικά από τους πρωτεργάτες, όπως ο Τόμας Οστερμάγερ, επιστρέφει στις κλασικές δομές. Αυτό που πιστεύω πολύ είναι το ρωσικό θέατρο. Γιατί η προσπάθειά τους να δώσουν καινούργια πράγματα δεν καταργεί την παράδοση. Επίσης, δεν περιφρονούν τη συγκίνηση. Είναι βασικό στοιχείο, χωρίς να πλεονάζει. Συγκίνηση και μάλιστα ολοθυμική, όχι συγκίνηση εξαιτίας της ανάμνησης μιας φόρμας. Φωνή, σώμα, όλη η ύπαρξη». Και καταλήγει: «Η τραγωδία είναι η δική μας παράδοση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή