Η Ελλάδα μετά τον κορωνοϊό

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ελληνική πολιτεία μπήκε σε αυτή τη νέα, πρωτοφανή για τη σύγχρονη εποχή μας, κρίση εξασθενημένη, αλλά και υποψιασμένη. Γνωρίζοντας τις πληγές που έχει αφήσει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας η δεκαετής οικονομική κρίση, δεν θα μπορούσε εύκολα κάποιος να υποστηρίξει ότι η χώρα είναι θωρακισμένη απέναντι στην πανδημία. Με δεδομένους τους δημοσιονομικούς και οργανωτικούς περιορισμούς, η απάντηση ήταν μονόδρομος: Μόνο ο έλεγχος της πανδημίας με αυστηρά μέτρα προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης θα μπορούσε να αποτρέψει την υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Και για όσους δεν ήταν πεπεισμένοι για τη σκοπιμότητα του περιορισμού της κυκλοφορίας, η μοίρα της γειτονικής Ιταλίας έδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο το διακύβευμα. Βοήθησε και ότι έτυχε να έχουμε μία κυβέρνηση που σκέφτεται τεχνοκρατικά, και ας μη λειτουργεί πάντα έτσι. Ειδικά όμως στην περίπτωση της κρίσης του κορωνοϊού, ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του συμβουλεύονται κορυφαίους επιστήμονες, αξιολογούν και υιοθετούν άμεσα τις βέλτιστες πρακτικές που εντοπίζουν ανά την υφήλιο, ενώ σχεδιάζουν ήδη τη διαχείριση της επόμενης ημέρας, για το πώς θα στηριχθεί η ανάκαμψη διατηρώντας την επιδημία υπό έλεγχο.

Προφανώς, η πρώτη έγνοια είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής, και ευρύτερα της δημόσιας υγείας. Αυτό απαιτεί τη στήριξη του συστήματος υγείας, με έμπρακτη ενίσχυση του υγειονομικού προσωπικού. Ακολουθεί η στήριξη όλων των εργαζομένων – το μέτρο για την απαγόρευση των απολύσεων με αποζημίωση των εργαζομένων από το κράτος είναι από τις πιο δυναμικές πρωτοβουλίες διεθνώς, με στόχο όχι μόνον να περιορίσει την εκτόξευση της ανεργίας, αλλά και για την επαναλειτουργία των επιχειρήσεων το συντομότερο δυνατόν, μόλις το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες. Το δίχως άλλο, κάποιοι κλάδοι θα υποστούν μεγαλύτερες ζημίες, και πιθανώς να χρειαστούν κρατική βοήθεια. Ποιες επιχειρήσεις θα τη λάβουν, και με ποιους όρους, θα καθορίσει τις οικονομικές συνθήκες της επόμενης ημέρας.

Καλό θα ήταν η κυβέρνηση να σκεφτεί στρατηγικά, με στόχο όχι μόνον να επιστρέψει στην προ κορωνοϊού εποχή αλλά να διαμορφώσει μία νέα οικονομική πραγματικότητα, για παράδειγμα με στόχο την ενίσχυση νέων δυναμικών κλάδων της οικονομίας για τη μείωση της εξάρτησης από τον τουρισμό, την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και την αξιοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για τη βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης. Με δεδομένη την ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και τόνωσης των εξαγωγών, η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει διεθνώς στην προσπάθεια για τη διατήρηση του ελεύθερου εμπορίου, στην αποκατάσταση των εφοδιαστικών αλυσίδων, στο άνοιγμα των συνόρων και στην αποκατάσταση των διεθνών μεταφορών.

«Η κρίση θα δείξει το πραγματικό μας πρόσωπο», είπε την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας Φατίχ Μπιρόλ, καλώντας τις χώρες να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Σε αυτό κρίσιμο ρόλο έχουν οι πολιτικές ηγεσίες. Κάποιες ήδη υποκύπτουν σε φοβικά ή και αυταρχικά ένστικτα. Για όσες όμως οραματίζονται ένα καλύτερο μέλλον, υπάρχει μία ευκαιρία. Οπως είχε πει το 2008 ο συνεργάτης του Μπαράκ Ομπάμα, ο Ραμ Εμάνουελ, «ποτέ μην αφήσεις μία σοβαρή κρίση να χαθεί… Είναι μία ευκαιρία να κάνεις τα πράγματα που θεωρούσες αδύνατα». Και ενώ ο κίνδυνος του αυταρχισμού και του κράτους «Μεγάλου Αδελφού» παραμονεύει, η απάντηση μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι άλλη από την ενδυνάμωση των πολιτών, σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο διαφάνειας και ευθύνης.

Στην Ελλάδα, η εμπιστοσύνη του κράτους προς τους πολίτες –και αντίστροφα– παραμένει χαμηλά. Οπως γράφει ο συγγραφέας Γιουβάλ Νόα Χαράρι στους Financial Times, «όταν η εμπιστοσύνη έχει υπονομευθεί για χρόνια, δεν μπορεί να ανακτηθεί εν μια νυκτί». Αλλά ο ίδιος προσθέτει ότι αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι καιροί: «Σε εποχές κρίσης, τα μυαλά μπορούν να αλλάξουν γρήγορα». Αν η κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής για να δοκιμασθούν νέες τεχνολογίες, γιατί όχι και νέες συμπεριφορές; Μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και διαφάνεια από την πλευρά του κράτους θα συμβάλει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Παράλληλα, η ενδυνάμωση του πολίτη θα συνεισφέρει στην κοινωνική αλληλεγγύη που, όπως μας θύμισε πρόσφατα στην «Κ» ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, είναι μία ξεχασμένη αλλά καίρια επιταγή του Συντάγματος.

* Η κ. Κατερίνα Σώκου είναι Nonresident Senior Fellow στο Atlantic Council.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή