Διαβάζοντας τα βιβλία των… άλλων – Εντεκα Ελληνες συγγραφείς και τα αναγνώσματά τους

Διαβάζοντας τα βιβλία των… άλλων – Εντεκα Ελληνες συγγραφείς και τα αναγνώσματά τους

10' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Σώτη Τριανταφύλλου διαβάζει εκ περιτροπής

Διάβασα, επειδή μετέφρασα, το βιβλιαράκι «Περί μετάδοσης» του Πάολο Τζορντάνο, που καταγράφει συναισθήματα και σκέψεις όλων μας στη διάρκεια της πανδημίας. Τα βιβλία που έχω δίπλα μου αυτές τις μέρες είναι το «Μια συνείδηση ενάντια στη βία» του Στέφαν Τσβάιχ (ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους οραματιστές: ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1939 συνέβαλε στην αυτοκτονία του), το «Νεότερη Ελλάδα, μια ιστορία από το 1821» των Θ. Βερέμη και Ι. Κολιόπουλου, το «Ελλάδα 1453-1821» του Ντέιβιντ Μπρούερ (έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον βλέπουν την τουρκοκρατία οι Βρετανοί ιστορικοί). Διάβασα επίσης τη «Ρωμαία» του Αλμπέρτο Μοράβια: πόσο γέρασε ο Μοράβια! Και πόσο άλλαξαν η ιταλική και η ευρωπαϊκή κοινωνία από την εποχή τού, ας πούμε, «νεορεαλισμού»… Διαβάζω επίσης το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς «The Golden Bowl» ηλεκτρονικά· χρειάζεται κάποια υπομονή: είναι εξαιρετικά καλογραμμένο, όπως πάντοτε, αλλά επίσης εξαιρετικά λεπτομερές στις περιγραφές αντικειμένων, σκέψεων και αισθημάτων: δεν έχω αποφασίσει αν «μου αρέσει» ο Χένρι Τζέιμς. Μερικοί συγγραφείς δεν επιδέχονται «μου αρέσει» και «δεν μου αρέσει»· απλώς υπάρχουν. Τέλος, διαβάζω το «Κεφάλαιο και ιδεολογία» του Τομά Πικετί επειδή το μεταφράζω: και καθώς το μεταφράζω συμφωνώ και διαφωνώ εκ περιτροπής.

Το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι το «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό» (εκδ. Πατάκη).

Ο Χρήστος Χωμενίδης διαβάζει τον «παππού Τολστόι»

Στις αρχές Μαρτίου διάβασα τα «Μαθήματα για τη Ρώσικη Λογοτεχνία» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Ανδρέα Παππά. Με απαράμιλλη γλαφυρότητα ο Ναμπόκοφ διαλαμβάνει την Ιστορία των ρωσικών γραμμάτων από τον Γκόγκολ μέχρι τον Γκόρκι. Αποδομεί χωρίς οίκτο τον Ντοστογιέφσκι. Και στέκεται δοξαστικά εμπρός στον Τολστόι. «Η “Αννα Καρένινα” είναι το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του κόσμου» γράφει.

Ετσι αποφάσισα να ξαναδιαβάσω την «Καρένινα». Συνειδητοποίησα έπειτα ότι δεν την είχα διαβάσει ποτέ, μόνο στον κινηματογράφο την είχα δει, στην προπολεμική μεταφορά της με την Γκρέτα Γκάρμπο. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» είχα διαβάσει στην τελευταία τάξη του Λυκείου για να αποδράσω από τα Αρχαία και τα Λατινικά…

Αγόρασα την εμβληματική μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου από τις Εκδόσεις Αγρα. Είναι 1.200 σελίδες – «πότε θα το καταφέρεις όλο αυτό;» αναρωτήθηκα. Και ήρθε η απομόνωση του κορωνοϊού και βρίσκομαι ήδη στη σελίδα 800…

Ο Τολστόι κάνει ό,τι οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Πλάθει ένα ολόκληρο σύμπαν. Ως συγγραφέας του 19ου αιώνα, είναι ταυτόχρονα αφηγητής, δοκιμιογράφος, κριτής των κακώς κειμένων, ενίοτε ακόμα και ρεπόρτερ. Μπορεί να αφιερώσει είκοσι σελίδες στην περιγραφή του θερισμού και έπειτα άλλες είκοσι στην ανάλυση του αγροτικού προβλήματος στη Ρωσία της εποχής του. Διαθέτει όμως τέτοιο πνεύμα, τέτοια παρατηρητικότητα, τον συναρπάζουν τόσο τα ανθρώπινα σε κάθε έκφανσή τους ώστε κι εσύ –ως αναγνώστης του– κολλάς. Με αδιάπτωτο ενδιαφέρον παρακολουθείς ό,τι σου δείχνει.

Πράγματι ο Λέων Τολστόι είναι ο μεγάλος μας παππούς. Κι εμάς των πεζογράφων και των σκηνοθετών και όποιου αφηγείται με όποιον τρόπο. Πλάι στον Μπαλζάκ και στον Μέλβιλ και στον Ντίκενς είναι ομοαίματος εγγονός του Ομήρου.

Το τελευταίο βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη είναι «Ο Φοίνικας» (εκδ. Πατάκη).

H Χίλντα Παπαδημητρίου επιστρέφει στους κλασικούς

Εμείς οι λάτρεις του αστυνομικού μυθιστορήματος έχουμε την τάση να κυνηγάμε την επικαιρότητα και να ξεχνάμε τους κλασικούς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Εμένα όμως μου αρέσει να γυρίζω σε βιβλία όπως «Ο κόκκινος θερισμός» του Ντάσιελ Χάμετ (εκδ. Μεταίχμιο), του δημιουργού δηλαδή του λεγόμενου «hard-boiled» αστυνομικού. Ο πρωταγωνιστής του, ντετέκτιβ Κοντινένταλ Οπ, είναι στην πραγματικότητα το alter ego του συγγραφέα· εδώ παίρνει τον μύθο της Αγριας Δύσης και τον μεταφέρει στον Μεσοπόλεμο, μια περίοδο κρίσης και διαφθοράς, όπου η εξουσία διαπλέκεται με το οργανωμένο έγκλημα. Το ωραίο με τα μυθιστορήματα του Χάμετ είναι πως δεν μένουν στο κλασικό μυστήριο «Who dunnit?». Αυτό που έχει σημασία είναι το «γιατί», τα κοινωνικά αίτια. Το συγκεκριμένο είναι και το πιο βίαιο βιβλίο του, χαρακτηρίζεται όμως και από τον αυστηρό ηθικό κώδικα του ήρωα, σε αντίθεση με διάφορους άλλους χαρακτήρες που είναι λίγο χαφιέδες, απεργοσπάστες κ.ο.κ. Γι’ αυτό στο τέλος υπάρχει μια αίσθηση κάθαρσης.

Το τελευταίο βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου είναι «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).

Η Λένα Μαντά ταξιδεύει στην Ιστορία

Δύσκολες οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες που περνάμε. Η ανάγκη για ένα δυνατό βιβλίο, ταξίδι μυαλού και ψυχής, επιβεβλημένη. «Οι κόρες της Βασίλισσας» είναι ένα βιβλίο, από αυτά που «γράφουν» διαφορετικά στην ψυχή, μένουν εκεί για χρόνια. Η παράλληλη πορεία δύο δίδυμων κοριτσιών που γεννήθηκαν στη φωτιά του εμφυλίου και παραδόθηκαν σε παιδοπόλεις. Η μία στης Φρειδερίκης και η άλλη στο ανατολικό μπλοκ. Σαφώς και δεν είναι άλλο ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο και τα δεινά του πολέμου· οι παιδοπόλεις αποτελούν μόνο το 1/3 της αφήγησης. Η συνέχεια του ταξιδιού, όμως, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου είναι εκπληκτικές. Αμερική, ποτοαπαγόρευση, μαφία, Αλ Καπόνε η μία πλευρά, και από την άλλη, Ρουμανία, θρύλοι, ο κόσμος του μπαλέτου σε ένα μαγικό οδοιπορικό με ανατροπές. «Οι κόρες της Βασίλισσας», συναρπάζουν από την αρχή μέχρι το τέλος, καθώς η Κλαίρη Θεοδώρου έχει καθηλωτική περιγραφική δεινότητα, αψεγάδιαστη δομή κειμένου και πλάθει αληθινούς χαρακτήρες με ξεχωριστή δυναμική.

Το τελευταίο βιβλίο της Λένας Μαντά είναι το «Ταξίδι στη Βενετία» (εκδ. Ψυχογιός).

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος διαβάζει επιστημονική φαντασία

Μόλις τελείωσα το «Ιδρυμα», την τριλογία του Ισαάκ Ασίμοφ και είμαι στα μισά του «Υπερίωνα» του Νταν Σίμονς. Τα βράδια, για ξεκούραση, διαβάζω τις ιστορίες του Τόμας Λιγκοτί, ένα βιβλίο με δύο συλλογές διηγημάτων του, το «Songs of the dead dreamer» και Grimscribe. Αυτός είναι ένας συγγραφέας που ανακάλυψα πρόσφατα, πριν από 6-7 χρόνια και τώρα διαβάζω όσα μου έμειναν από αυτόν. Ολα αυτά στα αγγλικά. Μετά το «Υπερίων» θέλω να ξεκινήσω το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει»  (εκδ. Μεταίχμιο) του Ηλία Μαγκλίνη. Το είχα πάρει μαζί μου στην Αμερική, αλλά η διαμονή μου εκεί ήταν κάπως περιπετειώδης και το ξέχασα μέσα στο σακίδιό μου. Επιστρέψαμε λίγο πριν σταματήσουν οι πτήσεις λόγω της επιδημίας. Παραλίγο λοιπόν να το αγοράσω ξανά, ευτυχώς που θυμήθηκα ότι το είχα. Με έχει ιντριγκάρει το θέμα της μνήμης, το non fiction και πώς η λογοτεχνική γραφή λειτουργεί σε μια ιστορία που δεν είναι επινοημένη, όλος αυτός ο συνδυασμός.

Το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι η «Εξημέρωση» (εκδ. Πατάκη).

Η Ευτυχία Γιαννάκη εγκλωβισμένη σαν «Υπνοβάτης»

Τις τελευταίες νύχτες ονειρεύομαι ότι κάνω απλωτές σε μια πράσινη θάλασσα. Το όνειρο επανέρχεται με μικρές παραλλαγές. Τα βράδια υπνοβατώ στην Υδρα. Τα πρωινά κλείνω μήνα χωρίς ήλιο. Μόνο τις παλάμες μου ακουμπάω στο παράθυρο για δέκα λεπτά, το πρωί κι εφόσον δεν έχει συννεφιά. Στην προσφορά της τέχνης το απότομο φρένο έφερε έναν παράξενο στασιμοπληθωρισμό με έργα που μοιράζονται δωρεάν στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι η τρομακτική εποχή που δεν βγαίνουν καινούργια βιβλία, οπότε ξαναδιαβάζουμε τα παλιά. Τα βράδια κολύμπι στην Υδρα, το πρωί εγκλωβισμός στην Αθήνα. Σαν υπνοβάτης. «Ο υπνοβάτης» (εκδ. Καστανιώτη) της Μαργαρίτας Καραπάνου στο κομοδίνο και οι παλιοί εαυτοί μου ξεπηδούν μέσα από τα παλιά βιβλία που τακτοποιούνται στη βιβλιοθήκη, τις σημειώσεις, τις παλιές φωτογραφίες. Να μία μαζί με τη Μαργαρίτα, τότε που διάβασε το πρώτο μου βιβλίο. Τώρα ξαναδιαβάζω εγώ το δικό της και κάπου λέει ότι έτσι «άρχιζε ο τρόμος της αληθινής αγάπης». Ισως του εαυτού μας, καθώς κλεινόμαστε.

Το τελευταίο βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη είναι η παιδική ιστορία «Εξαφάνιση στο Πίτσι Πίτσου» (εκδ. Ικαρος).

Ο Γιάννης Παλαβός γυρίζει στο πάθος του αγνώστου

Ο πρώτος καιρός του εγκλεισμού κύλησε με τα βιβλία που αγόρασα πέρυσι από τα παζάρια του ΜΙΕΤ και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης – ειδικά το χριστουγεννιάτικο παζάρι των ΠΕΚ είναι κάθε χρόνο μια μικρή τελετουργία για μένα. Διάβασα τη μελέτη του Alan Hughes «Η παράσταση της κωμωδίας στην αρχαία Ελλάδα» (μετάφραση: Αγις Μαρίνης, ΠΕΚ 2019), τις διαλέξεις του Glen W. Bowersock υπό τον τίτλο «Ο ελληνισμός στην ύστερη αρχαιότητα» (μετάφραση: Μαίρη Γιόση, ΜΙΕΤ 2000) και τη μελέτη του Allen G. Debus «Ανθρωπος και φύση στην Αναγέννηση» (μετάφραση: Τάσος Τσαντούλας, ΠΕΚ 2012). Εδώ και λίγες μέρες ξανάπιασα τα παλιά μου τεύχη του «Δέντρου», της «Λέξης» και του «Εντευκτηρίου». Είναι γεμάτα αξιανάγνωστα κείμενα, συχνά από άγνωστους συγγραφείς, όχι μόνο Ελληνες αλλά και ξένους, τους οποίους από πάθος κάποιος συνεργάτης του περιοδικού μετέφρασε. Η αφοσίωσή τους στην υπόθεση της λογοτεχνίας εντυπωσιάζει, εμπνέει. Με αυτά τα περιοδικά θα περάσω το επόμενο διάστημα.

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Παλαβού είναι «Το παιδί» (εκδ. Νεφέλη).

Η Ευγενία Μπογιάνου καταφεύγει στο διήγημα

Ενώ σε συνθήκες εγκλεισμού ο χρόνος είναι άπλετος και, θεωρητικά, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να ευνοεί τις μεγάλες αφηγήσεις, καταφεύγω πάλι σε μια παλιά και παντοτινή μου αγάπη: στον ευσύνοπτο, καίριο κόσμο του διηγήματος.  Από «Το γατί» του Μιχαήλ Μητσάκη, το «Υπό την βασιλικήν δρυ» του Παπαδιαμάντη, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Βιζυηνού, ώς την «Ροζαμούνδη» του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, τις «Αγελάδες» του Ε.Χ. Γονατά, τον «Επιτάφιο θρήνο» του Γιώργου Ιωάννου, το «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν» του Θανάση Βαλτινού, το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» του Δημήτρη Νόλλα, το «Αννα, να ένα άλλο» της Μαρίας Μήτσορα.

Το τελευταίο βιβλίο της Ευγενίας Μπογιάνου είναι το μυθιστόρημα «Φανή» (εκδ. Μεταίχμιο).

Ο Δημήτρης Καρακίτσος  ορέγεται την πεζογραφία

Με τις βόλτες, τις απογευματινές, στα βιβλιοπωλεία κομμένες –ποιος θυμάται άραγε από πότε;– συνειδητοποιείς ότι θα κάνεις καιρό να μυρίσεις καινούργιο βιβλίο. Αλλά εν πάση περιπτώσει συμβιβάζεσαι εύκολα με αυτό: έχει κανείς τα πάντα στη βιβλιοθήκη του διαβασμένα; Και ξεκινάς τις ανασκαφές στα ράφια. Εγώ ξεκίνησα λέγοντας ότι δεν θα επιτρέψω στην καραντίνα να μου αλλάξει τις συνήθειες. Απέφυγα λοιπόν τα πολυσέλιδα (ψέματα, ενέδωσα στον πειρασμό να συνεχίσω την «Πετρούπολη» του Μπιέλι, στην εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου) και στράφηκα σχεδόν από ένστικτο στην ποίηση. Οχι ότι η ποίηση δεν είναι στερεά τροφή, αλλά, όπως και να το κάνουμε, ο θρεμμένος με πεζογραφία την πεζογραφία ορέγεται. Πεζογραφία λοιπόν, βιβλίο αδιάβαστο, παρατημένο, και ολιγοσέλιδο: για να μην κουράζω, επέλεξα τον «Χατζή Μανουήλ», του Θράσου Καστανάκη, ένα βιβλίο που περιγράφει ό,τι χειρότερο κατά τη γνώμη μου, έναν αριβίστα. Τι με κρατάει στο βιβλίο: ότι το είδος αυτό του ανθρώπου ανθεί, δυστυχώς.

Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου είναι η νουβέλα «Ζαχαρίας Σκριπ» (εκδ. Ποταμός).

Ο Ανδρέας Μήτσου θυμάται έναν παλιό έρωτα

Παρόλο που οι πεζογράφοι στρέφονται στην πεζογραφία και εκμεταλλεύονται τον χρόνο για να επανέλθουν σε σημαντικούς ομότεχνους, εγώ ξαναβρέθηκα πιο κοντά στον εαυτό μου διαβάζοντας αυτές τις μέρες ποίηση. Ετσι κατορθώνω και επιτυγχάνω μια αντιμετώπιση των δυσκολιών. Ξεκίνησα αμήχανα, διαβάζοντας το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» του Οδυσσέα Ελύτη. Πώς το λέει ο ίδιος; «Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Απιαστα» – όπως κάνω κι εγώ. Ξαναθυμήθηκα τον παλιό μου έρωτα για τον Ελύτη, κατανοώντας ότι ένας παλιός έρωτας ποτέ δεν ξεχνιέται, αλλά μέσα από μια δεδομένη στιγμή, που τον ξύνεις σαν πληγή, αναβιώνει. Κι ο έρωτας προς τους ποιητές και την ποίηση ανατροφοδοτεί την ύπαρξη και σε φέρνει σε βαθύτερη επαφή με τον αυθεντικό εαυτό σου. Βλέποντας πόσο μπορεί να σπάσει τα όρια η ποιητική σκέψη του Ελύτη, μπορείς κι εσύ να συμπορευτείς και να σπάσεις τα δικά σου καχεκτικά όρια. Η ποίηση είναι το πραγματικό καταφύγιο για να καθρεφτίζουμε, τολμώ να πω, το πρόσωπό μας. Το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», μου έδωσε και την ευκαιρία να ξαναγυρίσω σε όλα τα παλιά έργα του Ελύτη. Να νιώσω ότι μπορώ πια και τον ξαναδιαβάζω. Είναι σημαντικό να κατανοείς ότι μπορείς να επιστρέψεις σε πράγματα που έχεις αγαπήσει, ότι δεν σβηστήκαν από μέσα σου. Οτι υφίστανται σε λήθαργο, εν υπνώσει, αλλά ζωντανά.

Το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου είναι το μυθιστόρημα «Η αστυνόμος» (εκδ. Καστανιώτη).

Ο Μάκης Τσίτας διαβάζει ποίηση

Το βιβλίο «Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα» (εκδ. Andy’s Publishers) μου κράτησε συντροφιά αλλά και με ταξίδεψε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ημέρες του εγκλεισμού στο διαμέρισμά μου. Πρόκειται για το νέο ποιητικό βιβλίο του Θεόδωρου Π. Ζαφειρίου στο οποίο ανθολογούνται ποιήματα με θέμα το τρένο από 14 προηγούμενες συλλογές του. Πώς μπορεί άραγε να εξηγηθεί μια τέτοια εμμονή με τα τρένα, που αποφέρει μια ολόκληρη θεματική ποιητική συλλογή, αν όχι με την παιδιόθεν βιωματική (και βαθιά αγαπητική) σχέση του ποιητή με ένα κατά τα άλλα απλό μέσο μεταφοράς; Τα βαγόνια γίνονται σκηνή θεάτρου όπου υπό τη ρυθμική μουσική υπόκρουση του τρένου, όπως κυλά στις ράγες, παίζονται δράματα, που καλύπτουν μεγάλο φάσμα της ζωής. Η αισθητική δύναμη των ποιημάτων μάς μεταδίδει με ενάργεια τη νοσταλγία του ποιητή για τα παλιά τρένα, που εντέλει μοιράζονται την ίδια με τους απόμαχους ή χαμένους πια επιβάτες τους μοίρα, όταν αφήνονται να σκουριάσουν σε καταργημένους επίσης σταθμούς. Ενα βιβλίο που ξυπνάει μνήμες, δημιουργεί εικόνες και μας μιλάει με τρόπο γοητευτικό για τις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη κι ερωτικές, που μπορεί να αναπτυχθούν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού.

Το τελευταίο βιβλίο του Μάκη Τσίτα είναι το «Πέντε στάσεις» (εκδ. Μεταίχμιο).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή