Γαλάζια Ραψωδία

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα πράγμα ήταν η θάλασσα και αυτά τα δέντρα. Ετσι όπως έγερναν πάνω απ’ την αμμουδιά, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν εικόνα από πίνακα του Γκογκέν. Eλειπαν μονάχα τα ημίγυμνα ξαπλωμένα κορίτσια.

Επειτα ήταν η υγρασία κάτω από τον καυτό ήλιο, μετά την απότομη μπόρα. Τη νύχτα ήταν η υγρή παγωνιά, η συσκότιση, οι ήχοι της ζούγκλας.

Πολλές φορές όλα τα σκέπαζε ο βόμβος των αεροπλάνων. Οι εικόνες ήταν πολλές: η θέα του νησιού και της θάλασσας έτσι όπως απογειώνονταν για να ξεχυθούν πάνω απ’ τον απέραντο ωκεανό. Ηξερε ότι και οι άλλοι πάνω στο αεροπλάνο έκαναν την ίδια σκέψη: αν θα ξαναγυρίσουν.

Αυτό, λοιπόν, ήταν το άλλο: ο σιγανός ψίθυρος, η υπόκωφη εμβοή του θανάτου. Μέσα απ’ το θολωμένο, ραγισμένο πλεξιγκλάς, με το άνοιγμα για την κάννη του πολυβόλου στο κέντρο του, μπορούσε να διακρίνει τα ιαπωνικά μαχητικά, αυτά που προσπαθούσε να πετύχει προτού τους πετύχουν αυτά. Κι έπειτα, οι βόμβες που έριχναν πάνω από την ηπειρωτική Ιαπωνία. Ενα ακόμα σκόρπισμα θανάτου. Στο τέλος, η επιστροφή, σαν ευλογία: ο ωκεανός, για μία ακόμη φορά, για ώρες, ώσπου φαινόταν ξανά το νησί τους. Η εξάντληση έβγαινε αμέσως μετά: κάποιοι έκαναν εμετό κάτω ακριβώς απ’ το αεροπλάνο. Ανοιγε ξανά το ημερολόγιό του –αυτό που θα έβρισκαν τα παιδιά του δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, πολλές δεκαετίες αργότερα– κι έγραφε ποιήματα. «Υπάρχει κάτι σχετικά με την ιδέα της αιωνιότητας που δεν μπορώ να καταπιώ με τίποτα», γράφει εκεί.

Αυτός ο απόφοιτος της λογοτεχνίας, του Ταφτς και του Μίσιγκαν, που κατατάχθηκε στην αεροπορία για να γλιτώσει το πεζικό και τον έκαναν πολυβολητή στα βομβαρδιστικά Β-29 στη νήσο Σαϊπάν του κεντρικού Ειρηνικού, αποζητούσε μιαν άλλη ρωγμή από αυτές που αντίκριζε πάνω στο πλεξιγκλάς του αεροπλάνου. Μια ρωγμή μυστικής πνοής. Αυτό θα τον κρατούσε ζωντανό – και η τύχη.

Θυμόταν πως λίγες νύχτες αφότου πάνω από τη Ναγκόγια χάθηκε ένα ολόκληρο πλήρωμα, πήγαν να δούνε μια ταινία στον αυτοσχέδιο κινηματογράφο της βάσης. Επαιζε τη «Γαλάζια Ραψωδία», που ήταν βέβαια η ζωή του Τζορτζ Γκέρσουιν. Ηταν ό,τι καλύτερο είχε δει ποτέ στη ζωή του, χάρη στη μουσική.

Εκείνη τη νύχτα ήρθε σ’ επαφή με κάτι που τον κλόνισε. «Με σαγήνευσε και την ίδια στιγμή με τρόμαξε. Δεν θέλω να την ξαναδώ», γράφει στο ημερολόγιό του. Μα τι του συνέβη; Ακουγε, λέει, τη «Γαλάζια Ραψωδία» και σκέφτηκε ότι δεν ήθελε να πεθάνει. Οταν γύρισε στη σκηνή, είδε έναν νεοφερμένο να κοιμάται σε αυτό που μέχρι πριν από λίγες ημέρες ήταν το κρεβάτι του Χότζες, ο οποίος χάθηκε πάνω από τη Ναγκόγια.

Κάθε φορά που του συνέβαινε αυτό, έβγαινε έξω, στο αεροδρόμιο. «Οποτε η φαντασία μου παγώνει και μουδιάζει βγαίνω εκεί έξω και χαζεύω τα Β-29 για πέντε λεπτά. Και όλα περνάνε». Το όνομα αυτού: Τζον Κιάρντι, Αμερικανός ποιητής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή