Μια περίεργη ιστορία μουσικής και ηθικής αποκατάστασης

Μια περίεργη ιστορία μουσικής και ηθικής αποκατάστασης

2' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ναζιστικό παρελθόν εξακολουθεί να στοιχειώνει. Κρίμα να μην ακούγεται καλή μουσική, επειδή είχε την ατυχία να συνδεθεί με τους ναζί, πιστεύει ο Ελβετός αρχιμουσικός Μάριο Βεντσάγκο. Ατυχία; Το 1943 ανέβηκε στο Βερολίνο ο «Πύργος Ντουράντε» του Ελβετού συνθέτη Οτμαρ Σεκ (Othmar Schoeck), όπερα βασισμένη στην ομότιτλη νουβέλα (1837) του Γιόζεφ φον Αϊχεντορφ: μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Ο λιμπρετίστας Χέρμαν Μπούρτε, απολογητής του ναζιστικού καθεστώτος, αξιοποίησε την ευκαιρία. Το λεξιλόγιο που επέλεξε είναι σαφές.

Η κόμισσα Μορβάιγ, χαρακτήρας που επινοήθηκε από τον Μπούρτε, εξηγεί: «Πρέπει να εμφανιστεί ένας άνθρωπος / όλος ο κόσμος είναι στρεβλωμένος / χαιρετώ τον Εναν που έρχεται / που τον απεχθάνεται και τον οδηγεί». Παρ’ όλα αυτά το καθεστώς δεν εκτίμησε την κίνηση: παρών στην πρεμιέρα, ο Γκέρινγκ χαρακτήρισε το έργο «Σκ….», με τις αυτονόητες συνέπειες.

Ο Βεντσάγκο, καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής της Βέρνης, πιστεύει στη μουσική αξία της όπερας και το Πανεπιστήμιο της Βέρνης, χρηματοδοτούμενο από το Εθνικό Ιδρυμα Επιστημών της Ελβετίας, ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τη γένεσή της στο πλαίσιο των γερμανο-ελβετικών πολιτιστικών ανταλλαγών της εποχής. Μαθαίνουμε ότι ο Σεκ συνέθεσε μεγάλο μέρος της μουσικής πριν πάρει στα χέρια του τους στίχους, εμπνεόμενος από το κείμενο του Αϊχεντορφ. Στον συνθέτη δεν άρεσαν δραματουργία και λιμπρέτο και έτσι αντικατέστησε ο ίδιος ορισμένα σημεία του. Στο πλαίσιο της επανεκτίμησης που επιχειρήθηκε, ο ποιητής Φραντσέσκο Μιτσέλι ανέλαβε να απαλλάξει το λιμπρέτο από το ναζιστικό λεξιλόγιο. Αντικατέστησε στίχους με άλλους, προερχόμενους είτε από τη συγκεκριμένη νουβέλα του Αϊχεντορφ, είτε από άλλα κείμενα του ίδιου συγγραφέα. Αναθεωρήθηκε περίπου το 60% του αρχικού λιμπρέτου, ώστε το αποτέλεσμα να αντανακλά τις δηλούμενες ως «πραγματικές» προθέσεις του Σεκ.

Επόμενο βήμα ήταν να ταιριάξουν τα λόγια στην υπάρχουσα μουσική. Ο Βεντσάγκο επενέβη στη φωνητική γραμμή, εξηγώντας ότι ακολούθησε τη λογική του ίδιου του Σεκ, ο οποίος είχε επίσης υποχρεωθεί σε προσαρμογές, καθώς είχε συνθέσει τη μουσική του πριν λάβει τους στίχους του Μπούρτε. Το αποτέλεσμα όλης της διαδικασίας είναι προφανέστατα ένα –αυθαίρετο;– νέο έργο, μια νέα όπερα η οποία ηχογραφήθηκε το 2018 και κυκλοφόρησε πρόσφατα (Claves 50-1902-04). Το 2019 παρουσιάστηκε σκηνικά στην Οπερα του Μάινινγκεν. Μία όπερα που μουσικά βρίσκει τη θέση της ανάμεσα σε εκείνες των Φραντς Σρέκερ, Φραντς Σμιτ, Βάλτερ Μπράουνφελς και Εριχ Κόρνγκολντ. Αισθησιακή μουσική, που αξιοποιεί το οικείο λεξιλόγιο του ρομαντισμού με ευρηματικό τρόπο, αποδίδοντας τη γεμάτη σκοτεινά χρώματα, φόβο και ένταση ατμόσφαιρα της νουβέλας του Αϊχεντορφ. Το ανάθεμα φορτώθηκε ο Μπούρτε, ενώ ο Σεκ απαλλάχθηκε ως αφελής.

Οτι και η προηγούμενη όπερά του «Μασιμίλα Ντόνι» παρουσιάστηκε το 1937 στη Δρέσδη ενώπιον του Γκέμπελς, αποσιωπάται διακριτικά. Και το παρελθόν που κανείς δεν θέλει να θυμάται, ξορκίστηκε. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή