Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα

12' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

BURGO PARTRIDGE

Η ιστορία των οργίων

μτφρ.: Στρατής Ψάλτου

εκδ. Οξύ, 2019, σελ. 288

Εκσταση: κατάσταση κατά την οποία βρισκόμαστε «εκτός της στάσης» μας. Με άλλα λόγια, εκτός εαυτού. Το οικουμενικό, διαχρονικό αίτημα πασών των μυστικιστών και ηδονιστών, των εξαρτημένων ατόμων, των ερωτευμένων, των καλλιτεχνών, αλλά και του οποιουδήποτε: λίγο-πολύ, ο καθένας μας γυρεύει κάθε τόσο μια παύση από τον εαυτό μέσα από μια στιγμή, ή σειρά στιγμών, φόρτισης υψηλής τάσης. Μια παύση από τον εαυτό ως τμήμα του κόσμου τούτου ή, αλλιώς, μιαν έξοδο από αυτό τον κόσμο για μια, έστω και φευγαλέα, στιγμιαία, ψευδαισθησιακή ενδεχομένως, επαφή με το «άλλο», με το ξένο, με μια μυστική εμπειρία ετερότητας που προκαλεί οριακά αισθήματα και οδηγεί την αντίληψη και τις αισθήσεις στα άκρα.

Ακόμη και όσοι λένε πως δεν έχουν τέτοιες ανάγκες, ψεύδονται – κυρίως στον εαυτό τους. Πράγματι, οι περισσότεροι φοβόμαστε τέτοιες ροπές, πολλοί απαγορεύουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, τέτοιες παρεκκλίσεις (με το όποιο τίμημα μπορεί να έχει αυτή η αυτο-καταπίεση). Αλλοι αναζητούμε αυτή την προσωρινή έξοδο από τη «στάση μας» αραιά και πού και με τους πλέον ανώδυνους, ασφαλείς τρόπους· και άλλοι την αποζητούμε με αγωνία, με μανία, την επιδιώκουμε με κάθε κόστος και κάθε τίμημα, ακόμη και στις πλέον ακραίες μορφές της. Κάποιοι δοκιμάζουμε αυτό το ταξίδι (εσωτερικό, κατά βάση, μα και πολύ σωματικό) κατά μόνας· άλλοι κατά ομάδες, οργανωμένα, συλλογικά.

Σε αυτούς τους τελευταίους επικεντρώνεται ο Μπύργκο Πάρτριτζ στο βιβλίο του «Ιστορία των οργίων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Οξύ σε μετάφραση και επιμέλεια του Στρατή Ψάλτου, θρησκειολόγου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μια ιδιότυπη ιστορία, ένα ποικιλοτρόπως ερεθιστικό χρονικό της καταφυγής στην οργιαστική μέθεξη, από τα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων έως τον εικοστό αιώνα – αλλά όχι και ώς τις μέρες μας: ο Βρετανός Πάρτριτζ πέθανε το 1963, στα είκοσι οκτώ του χρόνια. Τον πρόδωσε η καρδιά του ένα χρόνο μετά τον γάμο του και τρεις μόλις εβδομάδες μετά τη γέννηση της κόρης του. Τα «Οργια» είχαν εκδοθεί στην Αγγλία το 1958 και το όνομά του είναι άρρηκτα συνυφασμένο με αυτά, καθώς σημείωσαν επιτυχία όταν κυκλοφόρησαν.

Συνεπώς, η ιστορία του δεν πρόλαβε τη σεξουαλική απελευθέρωση των ’60s, τις οργανωμένες ανταλλαγές συντρόφων, τα ψυχεδελικά «καλοκαίρια του έρωτα», δεν πρόλαβε επίσης την έκρηξη της πορνογραφίας, την επιδημία του AIDS, δεν πρόλαβε τα διονυσιακά House πάρτι με την ψυχαναγκαστική κατάποση των χαπιών με την τόσο χαρακτηριστική ονομασία: ecstasy.

Τα «Οργια» του Πάρτριτζ μπορεί να σταματούν αρκετά πίσω συγκριτικά με τη σημερινή εποχή, καλύπτουν ωστόσο μια τεράστια χρονολογική περίοδο αλλά, και πάλι, σε μία μονάχα περιοχή του πλανήτη: στον δυτικό κόσμο. Αφρική, Ασία, Απω Ανατολή μένουν απ’ έξω και είναι κρίμα: η έννοια του τελετουργικού –συχνά θρησκευτικού– οργίου εκτός Δύσης παρουσιάζει ιδιαίτερο ανθρωπολογικό, πολιτισμικό ενδιαφέρον, όπως πολύ πιο διεισδυτικά το θέτει ο μεταφραστής του βιβλίου, και θρησκειολόγος Στρ. Ψάλτου στο «Θρησκειολογικό λεξικό» (επιμ. Μάριου Μπέγζου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2000), όταν μιλάει για «σύλληψη της σεξουαλικότητας ως μέσου πνευματικής εξέλιξης, όπως στην ινδουιστική και ταντρική-βουδιστική παράδοση». Αυτά τα πράγματα απουσιάζουν από τον Πάρτριτζ. Οπως επίσης και η έννοια του οργίου σε πρωτόγονες φυλές και κοινότητες.

Ας είναι όμως. Εδώ πρόκειται για μια σύντομη ιστορία της Δύσης εστιασμένη σε αυτό το «οργανωμένο ξέσπασμα ενεργητικότητας», όπως ορίζει ο συγγραφέας το όργιο στον πρόλογό του. Και ακόμη: «Εκτόνωση της υστερίας που έχει συσσωρευτεί από την εγκράτεια και τον περιορισμό». (Ισως δεν πρέπει να ξαφνιαστούμε αν δούμε έξαρση του οργιαστικού στοιχείου μετά την πρόσφατη επιβεβλημένη κοινωνική απομόνωση, τον περιορισμό, την καραντίνα…)

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-1

Δωμάτιο πορνείου της Πομπηίας, όπως αναπαραστάθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο της ίδιας έκθεσης. Χ. ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ / ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Ηδη από τις πρώτες σελίδες, λοιπόν, ο συγγραφέας θέτει τις βάσεις της θεματολογίας του: η αέναη εσωτερική σύγκρουση του ανθρώπου, ατομικά και συλλογικά, ανάμεσα στις «πολιτισμένες όσο και ζωικές ροπές του». Υπό μία έννοια, γράφει ο Πάρτριτζ, ακόμη και ο πόλεμος είναι «μια ακραία και δυσάρεστη μορφή οργίου» (και οι επαναστάσεις, οι ταραχές, οι βανδαλισμοί θα προσθέταμε), όπως επίσης οι απλοί, καθημερινοί καβγάδες μεταξύ συζύγων, φίλων και συνεργατών, η φρενίτιδα των χρηματιστηρίων, οι ποδοσφαιρικές ακρότητες, οι «μικρές συζυγικές απιστίες» (Πάρτριτζ) και άλλα πολλά.

Ολα τα παραπάνω, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν πάντως ένα κοινό σημείο: «την απόδραση από την ανυπόφορη πίεση». «Στο βιβλίο αυτό», δηλώνει ο Πάρτριτζ, «θα συμπεριληφθούν αποκλειστικά όργια σεξουαλικού χαρακτήρα και προέλευσης».

Η ιδιαίτερη αυτή ιστορία ακολουθεί αυστηρά χρονολογική σειρά. Η δε ανάλαφρη, ρέουσα γραφή του Πάρτριτζ δεν έχει τίποτα το «εκστατικό», αλλά αυτό ας μην ξενίσει. Η κάπως προβλέψιμη επιλογή της χρονολογικής εξιστόρησης βάζει πιο εύκολα τα διάφορα θέματα στη θέση τους, ενώ ξεχωρίζουν δύο σημαντικά στοιχεία.

Το πρώτο: η αφήγηση είναι διανθισμένη με ζουμερές, ανεκδοτολογικού τύπου ιστορίες, μαρτυρίες και χρονικά εποχής, σπάνιες λεπτομέρειες (μερικές αρκούντως αστείες, οι περισσότερες αλλόκοτες, όπως αρμόζει στην περίσταση).

Ηδονιστές οι αρχαίοι Ελληνες, αλλά με μέτρο και ρεαλισμό

Το δεύτερο στοιχείο του βιβλίου είναι η νηφάλια κρίση του. Οποιος περιμένει να διαβάσει μιαν αβασάνιστη αποθέωση της αποχαλίνωσης των αισθήσεων θα απογοητευθεί. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται πλήρως την αναγκαιότητα (κοινωνική, υπαρξιακή, βιολογική) διαφυγής που έχουμε οι άνθρωποι, τονίζει όμως πως και τα όργια διακρίνονται σε «υγιή» και σε παρακμιακά. Στην ουσία, αυτό που εμμέσως μας λέει ο συγγραφέας, είναι ότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνία έχει το όργιο που της αξίζει.

Τα πιο θετικά σχόλια ο Πάρτριτζ τα φυλάει για τους αρχαίους Ελληνες. «Οι Ελληνες, δεν πρέπει να ξεχνάμε, κατόρθωσαν μια στάση απέναντι στα σεξουαλικά ζητήματα που δεν βρήκε ποτέ όμοιά της στον ρεαλισμό και στο μέτρο της. Ηταν ηδονιστές, αλλά και αρκετά συνετοί ώστε να γνωρίζουν πως η καθαρά αισθησιακή απόλαυση ξεθυμαίνει αρκετά γρήγορα, αν δεν εναλλάσσεται με περιόδους ανάπαυλας και αποχής».

Φαίνεται πως οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν το σεξουαλικό ένστικτο θαυμαστό δώρο της φύσης ή των θεών, «που φέρνει κάποιον σε μυστική επαφή με τη θεότητα», εξ ου και ορισμένες εταίρες δεν ήταν απλώς πόρνες αλλά «ιερόδουλες», ιερές δούλες του έρωτα στους ναούς της θεάς Αφροδίτης.

Σε ό,τι αφορά την αρχαία Ελλάδα, πάντως, το όργιο δεν είναι πάντοτε ταυτισμένο με τη σεξουαλική ηδονή και δεν αποτελεί προνόμιο κλειστών ιδιωτικών λεσχών. Αντίθετα, έχει χαρακτήρα «λαϊκό»: συμμετέχει σύσσωμη η κοινότητα (ενίοτε ακόμα και οι δούλοι) και ο απώτερος σκοπός είναι μέσα από μια εμπειρία «θρησκευτικά εξευγενιστική» το όργιο να απελευθερώσει καταπιεσμένες δυνάμεις ή, αλλιώς, να άρει προσωρινά τα βάρη, τα «βάσανα του πολιτισμού».

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-2

Αποψη της έκθεσης «Ερως: από τη Θεογονία του Ησιόδου στην ύστερη Αρχαιότητα», Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (10/12/2009-5/4/2010, επιμ.: καθ. Ν. Χρ. Σταμπολίδης, Γ. Τασούλας). Χ. ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ / ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, ήταν, πριν από τη συμμετοχή σε τελετουργικά όργια, να έχει προηγηθεί μια περίοδος εγκράτειας, όπως πριν από τα αττικά Θεσμοφόρια, οπότε οι γυναίκες που θα συμμετείχαν έτρωγαν σκόρδο «για να κρατούν τους άνδρες μακριά με την άσχημη μυρωδιά του στόματός τους».

Γενικά, αυτό που φαίνεται να κατάφεραν οι Ελληνες ήταν να συμπεριλάβουν «το όργιο ως αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής τους νοοτροπίας, σαν θεσμικά αναγνωρισμένο τρόπο εκτόνωσης των εντάσεων». Ηταν μια επιστροφή, όπως ωραία το θέτει και πάλι ο Σ. Ψάλτου («Θρησκειολογικό λεξικό») στον «προκοσμικό χρόνο». Η ετήσια γιορτή της κοινότητας σηματοδοτεί ένα γύρισμα «στον προκοσμικό χρόνο, όταν δεν υπήρχε κανένας κοινωνικός νόμος και καμιά ηθική απαγόρευση. Η επιστροφή αυτή λαμβάνει χώρα με τη μορφή ενός ιερού οργίου, με το οποίο η κοινότητα περιμένει και ταυτόχρονα επαναλαμβάνει την πράξη της νέας δημιουργίας του κόσμου».

Η Ρώμη της παρακμής και οι μυστικές λέσχες του 18ου αιώνα

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-3

Σταμπολίδης Ν. — Τασούλας Γ. (επιμ.) 2009, Ερως. Από τη Θεογονία του Ησιόδου στην Υστερη Αρχαιότητα, Αθήνα, 202, αρ. 166.

Στον αντίποδα των Ελλήνων ήταν οι Ρωμαίοι. «Δυστυχώς», γράφει ο Πάρτριτζ, «η χρησιμότητα του οργίου ενώνεται εδώ με τον κίνδυνο της αλλοίωσής του». Κατά τον συγγραφέα, «η σεξουαλική ζωή των Ελλήνων ήταν αξιοσημείωτα απαλλαγμένη από διαστροφές», ενώ, αντίθετα, «η σεξουαλικότητα των Ρωμαίων έγινε ο αφέντης τους, που παραδόθηκαν σε αυτόν και τελικά τους κατέστρεψε, όπως είχαν προβλέψει και εν μέρει σχεδιάσει».

Εδώ να πούμε κάτι: όποιος έχει διαβάσει το κλασικό, αριστουργηματικό «Οι Ελληνες και το παράλογο», που μετέφρασε εξαίσια στα ελληνικά το 1977 ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης για τις εκδόσεις Καρδαμίτσα, του Ιρλανδού κλασικού φιλολόγου Ε. Ρ. Ντοντς, μάλλον θα δει ότι οι διονυσιακές λατρείες, τα βακχικά όργια, οι Κορύβαντες, τα μαιναδικά «όργια» (τα εισαγωγικά εδώ είναι του Παναγή Λεκατσά, ο οποίος, στο εμβληματικό βιβλίο του «Διόνυσος», τα ορίζει ως «μυστικές ιεροπραξίες») δεν περιλάμβαναν αθώες οινοποσίες μόνο, μασκοφορίες και μιμήσεις ζώων, αλλά και έξαλλες καταστάσεις σατυρίασης, πανικού (μνεία στον θεό Πάνα) «ίσαμε την ωμοφάγον χάριν του εκστατικού εκβαχευμένου» (Ντοντς). Αλλά ακόμη και αυτά συνέβαιναν μέσα σε ένα ιδιότυπο καθεστώς θεσμοθετημένης φόρτισης και δεν είχε προσλάβει τον λυσσώδη, ασύδοτο σαδομαζοχισμό του Τιβέριου, του Καλιγούλα, του Νέρωνα, που τόσο γλαφυρά περιέγραψε ο Σουητώνιος.

Η παρεξήγηση

Σε μιαν υποσημείωση, πάντως, ο Ντοντς ξεκαθαρίζει πως υπάρχει μια παρεξήγηση γύρω από την έννοια του ελληνικού βακχεύειν: «Δεν σημαίνει περνώ ευχάριστα την ώρα μου, αλλά συμμετέχω σε μια ειδική θρησκευτική τελετή και (ή) έχω μια ειδική εμπειρία – την εμπειρία της κοινωνίας με τον θεό, η οποία μεταμορφώνει ένα ανθρώπινο ον σε βάκχο ή βάκχη». Οντως, στον βαθμό που πραγματολογικά έχουν μια σοβαρή υπόσταση, οι αρχαίοι εκστατικοί χοροί που ηχογράφησε σε ένα διπλό άλμπουμ ο Πέτρος Ταμπούρης τη δεκαετία του ’90 («Μέλος Αρχαίον», FM Records) δεν έχουν τίποτα το «ευχάριστο». Τηρουμένων των αναλογιών, ακόμα και η περίφημη, εκστατική στο τελευταίο της μέρος, Ενάτη του Μπετόβεν μπορεί να είναι μια «Ωδή στη χαρά», τα αισθήματα όμως που προκαλεί είναι περισσότερο αυτά μιας φορτισμένης συγκίνησης και δέους παρά της αθώας χαράς. Και αυτή είναι μια μορφή κάθαρσης, βέβαια. Ο Ντοντς μνημονεύει τον Θεόφραστο και τον Πλάτωνα, οι οποίοι πίστευαν πως «η μουσική κάνει καλό στις καταστάσεις άγχους».

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-4

Αναπαράσταση οργίου από τοιχογραφία στην Πομπηία.

Από την άλλη, αυτό που γράφει ο Πάρτριτζ περί της εγκράτειας των Ελλήνων δεν είναι εντελώς άτοπο. «Ο Ελληνας», τονίζει ο Ντοντς, «αισθανόταν πάντοτε την εμπειρία του πάθους ως κάτι μυστηριώδες και τρομερό, ως εμπειρία μιας δύναμης που βρίσκεται μέσα του και τον κατέχει περισσότερο απ’ όσο εκείνος την κατέχει». Αυτό ακριβώς το τελευταίο στοιχείο είναι που θα καταστήσει τους μεγάλους Ελληνες φιλόσοφους καχύποπτους, αν όχι ευθέως εχθρικούς, απέναντι στο πάθος. Τόσο ώστε ο Πλάτωνας στον «Φαίδρο» να ξεκαθαρίσει πως μονάχα όταν «το λογικό εγώ μας» καθαριστεί από την «αφροσύνη του σώματος, τότε μόνον μπορεί να επανακτήσει την παλιά αληθινή του φύση, που είναι θεία και αναμάρτητη». Και πάλι όμως, αργότερα, στην «Πολιτεία», θα αναγνωρίσει τη σημασία του «άλογου παράγοντα» στην καθημερινή εμπειρία.

Οπως και να ’χει, για τον Πάρτριτζ, οι Ρωμαίοι μοιάζει να εγκαθίδρυσαν μιαν «ανώμαλη» (δικά του τα εισαγωγικά) σεξουαλική συμπεριφορά. Πώς άραγε ορίζεται αυτή; «Παρόλο που η ύπαρξή της δεν αναγνωρίζεται από κάποιους», διευκρινίζει, «μπορεί να οριστεί η εχθρική συμπεριφορά απέναντι στη ζωή, στη συναισθηματική χαρά και στην αίσθηση της ευτυχίας. (…) Υπάρχουν πολλοί που προσκολλώνται στις αρρώστιές τους και πιο παράφορα απ’ όλους οι ψυχονευρωτικοί».

Αν οι Ελληνες ήταν η κατάφαση της ζωής και οι Ρωμαίοι οι ψυχονευρωτικοί, ο χριστιανισμός που ακολούθησε πού (και πώς) κατατάσσεται; Η επικράτηση του χριστιανισμού και, ευρύτερα, των μονοθεϊστικών θρησκειών είναι, βέβαια, ένα τεράστιο κεφάλαιο. Η μετατόπιση ήταν μεγάλη: από τα κηρύγματα περί προσωρινής αποχής και εγκράτειας πολλών παγανιστικών θρησκειών, περάσαμε σε μια πλήρη καταδίκη της σωματικής ηδονής, του σώματος εν γένει – τουλάχιστον από τη θεσμοθετημένη, οργανωμένη θρησκεία.

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-5

Επιστροφή στο σήμερα, με κρουαζιέρες όπου διοργανώνονται 24ωρα σεξουαλικά πάρτι. 

Ωστόσο, καθώς διατρέχουμε την ιστορία του Πάρτριτζ, βλέπουμε ότι ακόμη και στις πιο επιθετικές για την επιθυμία εποχές στη Δύση (από τον Μεσαίωνα, τους καλβινιστές και τους Πουριτανούς έως τη βικτωριανή Αγγλία, π.χ.), πάντοτε βρίσκονταν ανοιχτά παράθυρα διαφυγής (με συχνό όμως το στοιχείο της διαστροφής). Μια ελευθεριάζουσα σεξουαλικότητα άνθησε στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό, ενώ από τον 17ο και 18ο αιώνα αρχίζουν σιγά σιγά να αναπτύσσονται μυστικές αδελφότητες για πολύ εκλεπτυσμένα, μα και ακραία, γούστα.

Οταν το ερωτικό πάθος εκπίπτει σε «μικρούς θανάτους»

Οι αναγνώστες του βιβλίου θα απολαύσουν τις περιπέτειες του Καζανόβα και του Ντε Σαντ, τη μαστίγωση στις διάφορες παραλλαγές της, τις σατανιστικές λατρείες του Αλιστερ Κρόουλεϊ και, βέβαια, τον βίο και την πολιτεία του Ρασπούτιν.

«Σήμερα το όργιο δεν το έχουμε ανάγκη πια», λέει στο τέλος του βιβλίου ο Πάρτριτζ. Δεν φοβόμαστε πια την οργή των θεών, αλλά «την περιφρόνηση των φίλων και τις τύψεις της συνείδησής μας». Ωστόσο: «Για όσους αρνούνται να αισθανθούν υπεύθυνοι και απορρίπτουν την αμφίβολη σοφία της επιστημονικής εποχής, το όργιο θα συνεχίσει να είναι μια δυνατότητα και μια ανάγκη».

Τι λείπει από το συναρπαστικό αυτό ανάγνωσμα; Μια ματιά όπως του Μπατάιγ ίσως. Μια πιο στοχαστική, και ψυχαναλυτική, ματιά πάνω στη σχέση μας με τα όρια, με την επιθυμία, πάνω στο δίπολο ηδονής-οδύνης, πάνω στην έλξη που ασκεί η αυτοκαταστροφή. Κάπου ο Πάρτριτζ προβληματίζεται πάνω στο στοιχείο «εξερεύνησης και πειραματισμού που περιέχεται στην ασυνήθιστη σεξουαλική συμπεριφορά. Πιθανόν», γράφει, «να συνδέεται στενά με την αίσθηση μυστικισμού που πολλοί άνθρωποι βιώνουν σε σχέση με τη σεξουαλικότητα: ένα αρρωστημένο αίσθημα πως εδώ υπάρχει ένας άλλος κόσμος μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να δραπετεύσει, ίσως με τη μορφή της αυτοκαταστροφής. Ο δυστυχής ή ανικανοποίητος άνθρωπος, αηδιασμένος και απελπισμένος σε βαθμό που ζητάει να ελευθερωθεί από την ίδια του την ύπαρξη σ’ αυτόν τον κόσμο, επιχειρεί να παραδώσει τον εαυτό του σε ό,τι αντιλαμβάνεται ως έλεγχο από εξωτερικές δυνάμεις. Απ’ αυτές τις δυνάμεις η μυστηριακή δύναμη της σεξουαλικότητας του φαίνεται η πιο εύκολα διαθέσιμη. Στην προσπάθειά του να αποδεσμευθεί από την ευθύνη, συνήθως δεν κατορθώνει τίποτα περισσότερο από τη δυστυχία και την απογοήτευση».

Φτάνοντας τις αισθήσεις στα άκρα-6

Οποιος περιμένει να διαβάσει στο βιβλίο μια αβασάνιστη αποθέωση της αποχαλίνωσης των αισθήσεων θα απογοητευθεί.

Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι αυτό με το οποίο έγινε η εκκίνηση σε αυτό το σημείωμα: η έννοια της έκστασης. Ο Ντοντς γράφει πως η διονυσιακή λατρεία προέκυψε στην αρχαϊκή εποχή ως μια βαθιά ανάγκη «να πάψεις να ’σαι ο εαυτός σου… όχι μόνο επειδή η ζωή κατά την εποχή αυτή ήταν κάτι από όπου έπρεπε κανείς να ξεφύγει, αλλά, πιο συγκεκριμένα, επειδή το άτομο, όπως το ξέρει ο σημερινός κόσμος, άρχιζε σ’ αυτήν την εποχή να αναδύεται για πρώτη φορά μέσα απ’ την παλιά οικογενειακή αλληλεγγύη, και έβρισκε πως ήταν δύσκολο να υποφέρει το ασυνήθιστο βάρος της ατομικής ευθύνης. Ο Διόνυσος θα μπορούσε να το ελαφρύνει». Οπότε, «ο σκοπός της λατρείας αυτής ήταν η έκστασις, που μπορούσε πάλι να σημαίνει τα πάντα από το “γίνομαι εκτός εαυτού” ίσαμε τη βαθιά αλλαγή της προσωπικότητας. Και η ψυχολογική της λειτουργία ήταν να ικανοποιεί και να ανακουφίζει την έμφυτη τάση που έχει ο άνθρωπος να απωθεί την ευθύνη, μια τάση που υπάρχει σε όλους μας και που μπορεί να μεταβληθεί, κάτω από ορισμένες κοινωνικές καταστάσεις, σε ακατανίκητη επιθυμία».

Σε ένα, ίσως, βαθύτερο επίπεδο, αυτή η ανάγκη για «έκσταση», δηλαδή για να βγαίνουμε εκτός εαυτού, είναι και ένας μικρός θάνατος. Ποιο είναι το ύστατο, το απόλυτο «βγαίνω εκτός εαυτού»; Ο θάνατος. Με τους «μικρούς θανάτους» στους οποίους καταφεύγουμε, νιώθουμε πως μπορούμε να συνεχίσουμε ανανεωμένοι (ο κύκλος της ανάστασης ξανά και πάλι –αλλά και η σημασία του ύπνου ως μικρού ανανεωτικού θανάτου– εξ ου και αδελφός του Θανάτου ο Υπνος στην αρχαία ελληνική μυθολογία). Γι’ αυτό και άτομα με παθολογική φοβία και εμμονή απέναντι στον θάνατο είτε απέχουν από την ερωτική δραστηριότητα (η απώλεια ελέγχου που προϋποθέτει η δυνατότητα του οργασμού τρομάζει) είτε ρίχνονται σε αυτή με μια ψυχαναγκαστική μανία για να ανακαλύψουν, όπως ο ηρωινομανής, ένα τρομακτικό κενό μετά το τελείωμά της, αλλά και τη συνεχή ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερη δόση. Το ερωτικό πάθος εκπίπτει, σε τυφλή λαγνεία, η οποία, στο βάθος, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εσωτερική μανία άμεσης κατανάλωσης και ξοδέματος. Ενας μικρός θάνατος χωρίς έκσταση, χωρίς κάθαρση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή