«Καλωσορίσατε» ή «λυπάμαι πολύ»;

«Καλωσορίσατε» ή «λυπάμαι πολύ»;

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η νεαρή δικηγόρος Μαρί Ντουτρεπόν μεταβαίνει από το Βέλγιο στη Μόρια, σταλμένη από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων, για να προσφέρει νομικές υπηρεσίες στους πρόσφυγες. Από αυτή την παραμονή της εκεί προέκυψε το βιβλίο «Μόρια. Στο πουθενά της Ευρώπης», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός, σε μετάφραση της Σάντρας Βρέττα. Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Ολα ξεκίνησαν από μιαν αγγελία που έστειλε ο δικηγορικός σύλλογος των Βρυξελλών. Το CCBE, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (ένωση δικηγορικών συλλόγων από 45 χώρες της Ευρώπης) ζητούσε εθελοντές δικηγόρους να μεταβούν για μερικές εβδομάδες στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, στη Λέσβο, στη μεθόριο της Ελλάδας, για να προσφέρουν νομική βοήθεια «πρώτης γραμμής» στους χιλιάδες πρόσφυγες που περιμένουν εκεί να αποφασιστεί η τύχη τους.

Η ιδέα είναι απλή: δύο μόνιμοι υπεύθυνοι για το πρόγραμμα και δικηγόροι απ’ όλη την Ευρώπη εξειδικευμένοι στο δίκαιο ασύλου να έρχονται στη Μόρια για μερικές εβδομάδες και να παράσχουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Συνολικά, εκτός από τους μόνιμους, τον Φάρελ και την Καλίσα, ένας έως έξι δικηγόροι, με τη συνδρομή ενός ή δύο διερμηνέων, εναλλάσσονται για να προσφέρουν βασικές συμβουλές στους χιλιάδες πρόσφυγες: τους εξηγούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας του ασύλου και τα δικαιώματά τους· τους εξασφαλίζουν τεχνική βοήθεια για την εκτύπωση, την αντιγραφή των εγγράφων ή τη μετάφραση των εντύπων που τους δίνονται στα ελληνικά· τους προετοιμάζουν για τη συνέντευξη του ασύλου· μερικές φορές –σπανίως, εξαιτίας του πολύ περιορισμένου προσωπικού– παραβρίσκονται σε κάποια συνέντευξη· συνοδεύουν ειδικά τα ευάλωτα άτομα… Η φτώχεια των μέσων που διαθέτουμε, σε σχέση με τα τρομερά βάσανα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι και τον όγκο της δουλειάς, αγγίζει το παράλογο.

[…] Εξαιτίας της έλλειψης οποιασδήποτε υπηρεσίας κοινωνικής ή ψυχολογικής φροντίδας, προσπαθούμε επίσης να ανταποκριθούμε στα διάφορα αιτήματα που δεχόμαστε: κάποιοι χρειάζονται ιατρική βοήθεια, άλλοι φωνάζουν για βοήθεια από απελπισία, άλλοι, που έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες, θέλουν πληροφορίες για τη μετάβαση στην Αθήνα, για την αναζήτηση στέγης. Γενικά, δεν μπορούμε να προσφέρουμε κάτι άλλο πέρα από το να ακούμε καλοπροαίρετα, γιατί τα ζητήματα αυτά ξεφεύγουν εντελώς από τη δική μας δικαιοδοσία, όπως άλλωστε κι από τη δικαιοδοσία της πλειονότητας των ΜΚΟ που βρίσκονται στον καταυλισμό.

​​​​​​Να μην γίνει παρεξήγηση: δεν είναι το ελληνικό κράτος που κατηγορώ εδώ. Αν οι υποδομές δεν επαρκούν, αν δεν υπάρχει γιατρός ή ψυχίατρος για να φροντίσει τους πρόσφυγες της Μόριας, αν οι Ελληνες υπάλληλοι πνίγονται από δουλειά και είναι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, είναι γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της απέναντι στα κράτη που είναι στα σύνορα της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η οποία είναι σε χρεοκοπία εδώ και μία δεκαετία. Είναι άδικο και υποκριτικό να απαιτείς από μια χώρα της οποίας το αντίστοιχο του δικού μας μηνιαίου εισοδήματος ένταξης είναι λιγότερο από ογδόντα ευρώ, όπου τα ενήλικα παιδιά μετακόμισαν ξανά στο σπίτι των γονιών τους επειδή δεν μπορούν πια να πληρώνουν το νοίκι τους, όπου το ποσοστό ανεργίας των νέων τον Οκτώβριο του 2017 έφτανε το 40,8%, να αντιμετωπίσει τη μερίδα του λέοντος σε μια από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές κρίσεις της πρόσφατης ιστορίας μας.

Μια τέτοια αντιμετώπιση ταιριάζει πολύ με το πνεύμα των καιρών. Κρύψτε αυτή τη δυστυχία που δεν αντέχω να βλέπω, είναι σαν να μας λέει η Ευρώπη. Καταχωνιάστε αυτούς τους πρόσφυγες από πολέμους που υποθάλψαμε, υποστηρίξαμε και συντηρήσαμε, αυτούς τους επιζήσαντες από λιμούς που προκαλέσαμε εξαιτίας του τρόπου ζωής μας και του ξέφρενου καταναλωτισμού μας, κλείστε τους σε καταυλισμούς στα σύνορα του κόσμου μας, σε σχεδόν ακατοίκητα νησιά. Ει δυνατόν, ξαναστείλτε τους από εκεί που ήρθαν. Και μην αφήνετε τον κόσμο να μάθει. […]

Κουβέντιασα, χθες, με τη Γιαμίλα, τη διερμηνέα για τα αραβικά. Μου λέει ότι πολλοί τη ρωτούν πού βρίσκονται, δεν την πιστεύουν όταν τους λέει ότι είναι στην Ευρώπη: «Οχι, δεν είναι η Ευρώπη αυτό. Δεν είναι έτσι η Ευρώπη. Στην Ευρώπη, δεν διώχνουν τους ανθρώπους που χρειάζονται επείγουσα ιατρική φροντίδα λέγοντας: ελάτε πάλι την άλλη βδομάδα…». Σκέφτομαι την απογοήτευση όλων αυτών που ξεβράζονται εδώ μετά από ένα τόσο ριψοκίνδυνο ταξίδι με τη σκέψη: «Επιτέλους!, φτάσαμε. Σωθήκαμε. Τα καταφέραμε!», και καταλαβαίνουν μετά ότι βρίσκονται στο πουθενά, καταδικασμένοι να περιμένουν σε έναν Μη τόπο χωρίς να ξέρουν πότε τελειώνει η αναμονή. Οι φυλακισμένοι ξέρουν τουλάχιστον πότε θα βγουν. Εδώ, κάθε μήνα, όταν ο κόσμος κάνει ουρά για να ανανεώσει το Ausweis, υπάρχει σασπένς: θα πάρουν την κόκκινη σφραγίδα, που τους απαγορεύει να φύγουν από το νησί, ή την πολύτιμη μπλε που θα τους επιτρέψει να μεταφέρουν τη δυστυχία τους στην Αθήνα; Μερικοί λένε ότι, κατά κάποιον τρόπο, καλύτερα να είσαι στη διαδικασία παρά αναγνωρισμένος πρόσφυγας. Πραγματικά, από εκείνη τη στιγμή, η υποτιθέμενη βοήθεια που τους παρέχεται στερεύει μονομιάς. Τους δίνουν την κάρτα παραμονής, τα λίγα προσωπικά τους είδη, το δικαίωμα σε ιατρική περίθαλψη και σε μαθήματα ελληνικών και γεια και χαρά σας. Τους μένει μόνο να βρουν χρήματα για να επιβιώσουν, δουλειά, στέγη, έπιπλα, ρούχα, σχολείο για τα παιδιά, φαγητό και να ξαναστήσουν τη ζωή τους σε μια καινούργια χώρα αρχίζοντας από το μηδέν.

Το μόνο πράγμα που δεν μπορώ να εξηγήσω είναι πώς γίνεται και δεν υπάρχουν περισσότερες εξεγέρσεις. Η ελπίδα, φαίνεται, είναι πολύ γερό αγριόχορτο, δεν ξεριζώνεται εύκολα απ’ τις καρδιές των ανθρώπων.

«Καλωσορίσατε» ή «λυπάμαι πολύ»;-1

Το βιβλίο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση της Σάντρας Βρέττα.

Δεν θέλω να λέω ψέματα, υπάρχουν και πολύ ωραίες πλευρές στη διαμονή εδώ. Το νησί είναι υπέροχο, σας γράφω από μια βεράντα μπροστά στη Μεσόγειο που παραμένει πανέμορφη, έχει ωραίο καιρό. Η διαδρομή από τη Μυτιλήνη στον καταυλισμό περνάει από ένα μεγάλο μέρος του νησιού, ανάμεσα σε ελαιώνες, θάλασσα κι ερείπια (για να μην ξεχνούμε ότι παρ’ όλα αυτά είμαστε στην Ελλάδα). Σε κάθε στροφή του δρόμου, φαίνεται απέναντι η Τουρκία, πάρα πολύ κοντά. Με καλό καιρό, διακρίνονται κάτι άσπρα σπιτάκια, αλλά και μερικά πιο μεγάλα κτίρια, σίγουρα κάποιο τζαμί ή εκκλησία. Αναρωτιέμαι αν ένας καλός κολυμβητής θα μπορούσε να περάσει απέναντι. Μάλλον ναι. Και μάλλον οι κάτοικοι απέναντι, το μεσημέρι, δεν θα κάνουν κάτι διαφορετικό από τους εδώ: πίνουν καφέδες στα καφενεία, παίζουν χαρτιά και μιλάνε δυνατά. Είναι όμως ένας άλλος κόσμος, αφού τα διαβατήρια εκεί έχουν διαφορετικό χρώμα από εδώ. Αλλά στη Λέσβο, η φρίκη συμβαδίζει με το θαύμα, κι ευτυχώς για την πνευματική μου ισορροπία, σήμερα είδα λίγο και από τα δύο. Μετά τη συνεδρίαση της ομάδας μας, πήγα με μερικούς συναδέλφους να φάω σ’ ένα εστιατόριο που το λένε Home. Είναι το βασίλειο του Νίκου και της Κατερίνας, ένας μικρός παράδεισος δυο βήματα από τη Μόρια. Στην αρχή, όταν άρχισαν όλα στη Λέσβο, γύρω στο 2014, άρχισαν να μαγειρεύουν για τους ανθρώπους του καταυλισμού, για να αλλάζουν από τα καθημερινά ρύζι-φακές και ρύζι-ρεβίθια. Από τότε δεν σταμάτησαν. Κάθε μέρα, ο Νίκος και η Κατερίνα μαγειρεύουν για τους ανθρώπους της Μόριας και για τους άλλους. Κάθε μέρα, εθελοντές παίρνουν κόσμο από τη Μόρια και τους φέρνουν εκεί, στην αυλή τους μπροστά στη θάλασσα. Μαγειρεύουν γι’ αυτούς και για άλλους. Για τον κόσμο από τον καταυλισμό είναι δωρεάν. Οι άλλοι πληρώνουν όσο θέλουν.

[…] Βρίσκονταν λοιπόν εκεί ογδόντα άνθρωποι που είχαν μόλις ξεβραστεί από την εδώ μεριά της Μεσογείου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τους πω «καλωσορίσατε» ή «λυπάμαι πολύ» – και τα δύο μού φαίνονταν το ίδιο αταίριαστα. Καθώς έβλεπα, άγγιζα αυτούς τους επιζήσαντες από ούτε ξέρω ποια κόλαση, αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες με τα τρομαγμένα μάτια που έχουμε δει και ξαναδεί στην τηλεόραση, αισθάνθηκα ξαφνικά μικροσκοπική κι εντελώς αδύναμη. Προσπαθώ να μιλήσω σε μερικούς – αλλά πώς; «Καλημέρα, καλωσορίσατε στην Ευρώπη, λοιπόν, είμαι δικηγόρος, θα μείνετε κλεισμένοι εδώ για τρεις μέρες, μετά για άλλες είκοσι πέντε στον καταυλισμό, μετά στο νησί για αδιευκρίνιστο διάστημα. Πείτε μου γρήγορα αν έχετε συγγενείς στην Ευρώπη, για να δω αν μπορώ να σας βγάλω από δω». Ο Γουένσλεϊ, ένας άλλος συνάδελφός μου, με τραβάει προς τη μεγάλη άσπρη σκηνή της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου αρχίζει να εγκαθίσταται ο κόσμος. Είκοσι κουκέτες σε κάθε πλευρά, γκρίζες κουβέρτες, τέσσερις ξύλινοι πάγκοι και σαστισμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να βρουν μια τρύπα να περάσουν τη νύχτα, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, συνέρχομαι, θέλω τόσο πολύ να φανώ χρήσιμη σε κάτι, συνεχίζω τον γύρο μου. Μια γυναίκα με ακούει ευγενικά, μετά με διακόπτει: «Εχουμε ένα πιο επείγον πρόβλημα, εξαιτίας της κατάστασής μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε κατάχαμα και δεν υπάρχουν άλλα κρεβάτια». Την κοιτάζω, μα ναι, βγάζει μάτι. «Εγώ, είμαι για μέχρι τις 6 Ιουνίου, και η φίλη μου ήταν για τις 8 αυτού του μήνα, έχει καθυστερήσει ήδη τρεις μέρες». Αχ, ναι, είναι δύο, τελικά.»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή