Ηταν 14 Δεκεμβρίου 1956 όταν ο Δημήτρης Ψαθάς έγραφε στην εφημερίδα «Τα Νέα» μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Οποιες ιδέες πολιτικές κι αν έχεις [αναγνώστη], άφησέ τες έστω και για μια στιγμή. […] Αγαπώ με πάθος τους τίμιους κι αλέκιαστους ανθρώπους. […] Ο Βάρναλης για μένα είναι το φεγγοβόλο πρότυπο που διατηρεί σ’ όλα του τα χρόνια την θεία εκείνη αρμονία –την πλήρη ισορροπία– ανάμεσα στη ζωή του και το έργο του. Είναι ένας άντρας τίμιος που δεν βουτά την πένα του στο μελάνι της υποκρισίας, ούτε όταν οιστρηλατείται στα λυρικά ή τα επαναστατικά ξεσπάσματά του, ούτε όταν ασκεί την κριτική του με το πικρόχολο εκείνο γέλιο του σατιρικού του οίστρου, αλλά βουτά την πένα του μέσα στην αλήθεια της ίδιας της ζωής του. Αυτό που πιστεύει αυτό και ζει. Κι αυτό που ζει αυτό και μόνο κάνει τέχνη: Ποίηση λυρική, επαναστατική ή σάτιρα».
Οι παραπάνω γραμμές έρχονταν ως απόηχος του εορτασμού για τα πενήντα χρόνια πνευματικής προσφοράς του Κώστα Βάρναλη σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο αθηναϊκό θέατρο Ιντεάλ, στις 9 Δεκεμβρίου 1956, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και με απώτερη αφετηρία την πρόσφατη τότε επανέκδοση έργων του από τον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση (που διακινδύνευε με την πρωτοβουλία της αυτή να της κλείσουν τον εκδοτικό οίκο με διάφορα προσχήματα).
Εκδήλωση για την οποία διαβάζουμε: «Ζωηρός ήτο ο ενθουσιασμός του πολυπληθούς ακροατηρίου, που παρηκολούθησεν την εορτήν, και συγκινητικαί αι εκδηλώσεις αγάπης προς τον ποιητήν των αποκλήρων και των αδικημένων. Από τους φιλολογικούς κύκλους εξαίρεται το γεγονός ότι διά πρώτην φοράν εις την Ελλάδα τιμάται έναςζων ποιητής με τόσον γενικήν αναγνώρισιν και λαϊκήν συμμετοχήν» (εφ. «Η Ωρα», 10.12.1956). Οι στήλες των εφημερίδων μας πληροφορούν επίσης: «Χιλιάδες θαυμαστών του Βάρναλη από κάθε σημείο της Αθήνας και του Πειραιά εγέμισαν την αίθουσα του θεάτρου και τα θεωρεία από μια και πλέον ώρα πριν από την προκαθορισμένη για την έναρξη του εορτασμού. Πρωί-πρωί, παρά το χιονόνερο που έπεφτε και την παγωνιά, απλοί άνθρωποι του λαού σε ομάδες ή μεμονωμένα ξεκινούσαν από τους μακρινούς συνοικισμούς για να εξασφαλίσουν μια θέση και να γιορτάσουν τον ποιητή τους» (εφ. «Η Αυγή», 11.12.1956), κι ακόμη: «Τιμούμε τον καθαρόαιμο ποιητή, το χρονογράφο με την αγωνιστική διάθεση, τον τίμιο άνθρωπο, που κατόρθωσε –άθλος πραγματικός για την εποχή μας– να φθάσει στο δειλινό της ζωής με καθαρά τα χέρια. Χωρίς συμβιβασμούς με θυσία υλικών συμφερόντων, ασάλευτος στο “πιστεύω» του. Κατάλευκος ο Βάρναλης. Είναι κι αυτό κάτι που πρέπει να τιμηθεί όσο κι η ποίησή του» (Παύλος Παλαιολόγος, εφ. «Το Βήμα», 12.12.1956.
«Κηδεία στη λαοθάλασσα της αβασίλευτης Αθήνας»
Πλήθος κόσμου συνόδευσε τον Κώστα Βάρναλη και στην τελευταία του κατοικία -στις 18 Δεκεμβρίου 1974. Τραγουδώντας μελοποιημένα του ποιήματα –τους «Μοιραίους» («Μες στην υπόγεια την ταβέρνα»), τον «κυρ-Μέντιο» («Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο»)– οι νέοι, «οργή λαού», τον συνόδευαν στο πέρασμά του από τη «ζήση αυτή που τη μισούμε,/ στη γης αυτή που μας μισεί». Ηταν οι πρώτοι μήνες της μεταπολίτευσης. Τότε που ανέβαινε ψηλά συνεγείροντας «τα πλήθη» η «ηχή» των στίχων του από το ποίημα «Λευτεριά»: «Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,/ με τα δικά τους χέρια μοναχοί». Τότε που έγραφε ο Γ. Π. Σαββίδης: «Να συνοψίσει κανείς τη βιωμένη διδασκαλία του Βάρναλη θα ήταν έργο προκρούστειο. […] Λυρικός και σατιρικός στην επιφάνεια, βαθύτερα ειρωνικός και δραματικός, μα προπάντων μάστορας του λόγου και του στίχου, ήξερε να διδάσκει χωρίς να ξεπέφτει στα μηχανικά σχήματα του χαζοχαρούμενου διδακτισμού. […] Οπως έλεγε: Η Τέχνη έχει για κύριο σκοπό της να τέρψει – να τέρψει αισθητικά. Κοινωνικοποιεί το συναίσθημα, φρονηματίζει, ακόμα και διδάσκει, αλλ’ όταν κουτσαίνει από την άποψη της τεχνικής και της έμπνευσης, όλη της η “διδασκαλία” γίνεται “ασκός ηχών”.[…] Του άξιζε μια κηδεία θαλασσινή. Τη βρήκε μέσα στη λαοθάλασσα της αβασίλευτης Αθήνας» (εφ. «Τα Νέα», 28.12.1974).
Εκτοτε επέρασαν χρόνοι πολλοί… Τόσοι ώστε τώρα – που «το χρήμα κυβερνάει τη Μοίρα»– να ηχούν θελτικότερα από τους παραπάνω στίχους στη «Λευτεριά» του Βάρναλη εκείνοι της παρωδίας του στο ποίημα «Το “Αν” του Κίπλιγκ»: «Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα […] και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο τό ’χεις/ […] αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος […]δικιά σου θά ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη πού ’χει». Την αναγνωστική αυτή στάση την έχει από χρόνια επισημάνει η Θεανώ Μιχαηλίδου: «Γιατί ο Βάρναλης δε διαβάζεται τόσο όσο διαβαζόταν ώς τη δεκαετία του 1970; […] Γιατί αφήνουμε αψήφιστα να διαρρέει ένα, ενεργό συγκινησιακά, μέρος της γραμματειακής μας περιουσίας; Τι φταίει; Φταίει η διαβόητη κατάρρευση του οράματος ή μήπως ο επίσης διαβόητος μετασχηματισμός της ευαισθησίας (ποιητικής και γλωσσικής) σε συνδυασμό με τη σταδιακή επικράτηση των αισθητικών ιδεολογιών του μοντερνισμού;» («Πρόσωπα του 20ού αιώνα, Τα Νέα», 2000).
«Ο Βάρναλης κατόρθωσε να φθάσει στο δειλινό της ζωής με καθαρά τα χέρια», έγραψε ο Παύλος Παλαιολόγος. Δεξιά: 9.12.1956, τιμητική εκδήλωση στο θέατρο Ιντεάλ. (Φωτ.: ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΔΡΟΥ)
Καινοτόμο πείραμα που επηρέασε τους μεταγενέστερους
* Η κ. Μαρία Ρώτα είναι επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.