«Eστιν θάλασσα – τις δε νιν κατασβέσει;»

«Eστιν θάλασσα – τις δε νιν κατασβέσει;»

5' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από τι δημιουργεί ο ποιητής τα ποιήματά του; Από δύο στοιχεία, γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στη «Δοκιμή» για τον «Ερωτόκριτο» (Αύγουστος 1946): «Πρώτο· μια ορισμένη εμπειρία που διαμορφώνει την ευαισθησία του με το πέρασμα και τον τρόπο της ζωής. Και η εμπειρία αυτή δεν είναι τα περιστατικά που έζησε, αλλά ένα χώνεμα, που γίνεται πολύ βαθιά μέσα του. […] Αυτό το στοιχείο θα το ονόμαζα, μόνο για συντομία, η “ευαισθησία” του ποιητή. Δεύτερο· από τα υλικά της τέχνης του, που είναι η γλώσσα και ο στίχος. Λέγοντας “γλώσσα” και “στίχος” δεν εννοώ την εξωτερική μηχανική της γλωσσολογίας ή της στιχουργίας, αλλά μια φραστική και ρυθμική λειτουργία, που στις καλές περιπτώσεις πηγαίνει πολύ μακρύτερα από το εγώ του ατόμου, συνειδητό ή υποσυνείδητο, ώς το βαρύ και τελετουργικό εγώ της ομάδας. Αυτό το δεύτερο στοιχείο θα το έλεγα, πάλι για συντομία, “ποιητικό ρήμα”». Σπεύδει, αμέσως κατόπιν, να μας δώσει ένα παράδειγμα του «πόσο πιο περίπλοκος είναι και σε πόσο υψηλότερη ένταση γίνεται στον μεγάλο ποιητή αυτός ο συντονισμός της ευαισθησίας με το ρήμα».

Αυτό, κατά τον Σεφέρη, συμβαίνει στον Αισχύλο: «Oταν λ.χ. ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι πατώντας απάνω στην πορφύρα που τον οδηγεί στο σκοτωμό, ενώ η Κλυταιμνήστρα λέει τους φοβερούς στίχους: “Είναι η θάλασσα – και ποιος θα τηνε καταλύσει; / που θρέφει πάντα ολοκαίνουργια πορφύρα…”. “Eστιν θάλασσα – τις δε νιν κατασβέσει;”… αισθάνομαι πως ο Αισχύλος βλέπει καθαρά μπροστά του αυτήν την ατέλειωτη συνέχεια από το φονικό στο φονικό, αυτή την ανεξάντλητη πορφύρα».

Ο κορυφαίος φιλόλογος και ελληνιστής Aλμπιν Λέσκυ (1896-1981) διαπιστώνει στο σημείο αυτό «ένα από τα ιδιοφυέστερα χαρακτηριστικά αυτού του δράματος» στο πλαίσιο ενός συμβολικού, λεκτικού αγώνα, «όπου ο άνδρας νικιέται από τη γυναίκα». Η Κλυταιμνήστρα έχει στρώσει την πορφύρα για να τον υποδεχθεί. Ο Αγαμέμνων στην αρχή αρνείται να πατήσει πάνω της. Του φαίνεται ανατολίτικο, υπερβολικό. Τον ξενίζει. Τότε η Κλυταιμνήστρα τον παρακινεί με τον διάσημο πιο πάνω στίχο, που σε ένα πρώτο επίπεδο σημαίνει: «Γιατί διστάζεις; Οσο υπάρχει θάλασσα, θα έχουμε πορφύρα σε αφθονία».

Μα πίσω από αυτό, σε μια σκηνή που σήμερα μπορεί και να τη φανταζόμαστε δίχως καθόλου λόγια, χορευτική, σκηνοθετημένη από έναν Λάνθιμο, που ξέρει να συγκρατεί σε οριακή συνομιλία τη φρίκη, το κάλλος και την ηδονή, έχει αρχίσει η σκοτεινή περιδίνηση την οποία διακρίνει ο Σεφέρης. Η Κλυταιμνήστρα παρακινεί τον βασιλιά να αποδεχθεί τη μοίρα του. Αυτός συγκατανεύει και πατά την πορφύρα. Βουτά στο ανεξάντλητο αίμα της θάλασσας, στο οποίο ο ίδιος έβαψε ξανά και ξανά τα χέρια του. Ταυτόχρονα, η γυναίκα αναλαμβάνει τη δολοφονική πράξη της λιγότερο ως εξατομικευμένο υποκείμενο και περισσότερο ως μέρος μιας «ατέλειωτης συνέχειας». Η ευαισθησία, που εκφράζει τη χροιά του ποιητή, δίνεται φυσικά από το «τις δε νιν κατασβέσει»; που εκφέρεται σε αντίστιξη προς την κοινή, εμπεδωμένη πεποίθηση: «έστιν θάλασσα».

Σε μιαν ελάχιστη, τραγική στιγμή απελπισίας, μπορούμε να φανταστούμε τη φωνή της Κλυταιμνήστρας να σπάει, να παλινδρομεί ανάμεσα στο ευαίσθητο «εγώ» και στο «βαρύ και τελετουργικό εγώ της ομάδας», στο κενό ανάμεσα στις δύο φράσεις. Υπάρχει η θάλασσα; Υπάρχει. Αναπνοή. Απόφαση. Είναι αδιάσειστη και ακατάσβεστη. Είναι ανεξάντλητη. Εσύ, Αγαμέμνονα, είσαι η μοίρα μου. Δεν μπορώ παρά να σε σκοτώσω. Μα ο Σεφέρης, στη δική του ποίηση, 12 περίπου χρόνια πριν διατυπώσει τις σκέψεις αυτές με αφορμή τον «Ερωτόκριτο», έχει ήδη οικειοποιηθεί και επαναστατικά ανατρέψει τη συγκεκριμένη ισορροπία. Ο μοντέρνος ποιητής του 20ού αιώνα βλέπει, γράφοντας στην εκπνοή του Μεσοπολέμου το «Μυθιστόρημα», το ίδιο ζήτημα εντελώς διαφορετικά.

Η οδύνη από την Κλυταιμνήστρα στην «Ανδρομέδα»

«Eστιν θάλασσα – τις δε νιν κατασβέσει;»-1

Πότε, επιτέλους, θα σπάσει η αλυσίδα; Πότε θα στεγνώσει το αίμα; Ποιος θα εξαντλήσει τη θάλασσα; Θα μπορέσει κάποιος; Ποιος θα μπορέσει; Αλλαξε η ευαισθησία, άλλαξε το ρήμα, κυρίως όμως μεταφέρθηκε αλλού ο μεταξύ τους συντονισμός. Ο Σεφέρης κουρδίζει σε διαφορετική κλίμακα την οδύνη. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

 

Στον Αισχύλο, άντρας και γυναίκα είναι υποταγμένοι στο αιματηρό ανεξάντλητο της θάλασσας. Εχουν αποδεχθεί το έγκλημα και την τιμωρία ως ένα συνεχές από το οποίο κανείς δεν ξεφεύγει. Η θάλασσα είναι μια απύθμενη δεξαμενή πόθου, βίας και σκότους. Θρέφει στα σπλάχνα της το αίμα. Η φωνή της θάλασσας και η φωνή του αίματος βγαίνουν μέσα από το στόμα μιας γυναίκας, της Κλυταιμνήστρας, και λίγο αργότερα, στην ίδια τραγωδία, θα βγουν και μέσα από εκείνο της Κασσάνδρας. Εστιν θάλασσα – είμαι η θάλασσα, λέει η Κλυταιμνήστρα. Στον ορίζοντά της δεν υπάρχει καθόλου φως. Ο φόνος που θα διαπράξει είναι αναπότρεπτος, αλλά και δίχως ίχνος κάθαρσης. Είναι μονάχα ο επόμενος κρίκος στην ατέρμονη αλυσίδα. Το αίμα (η πορφύρα) αναβρύζει κι αυτό ανεξάντλητο. Η Κλυταιμνήστρα προσχωρεί και ο Αγαμέμνων, μετά από σύντομο δισταγμό, την ακολουθεί. Εχει προηγηθεί η Τροία, σωριασμένη σε ερείπια που καπνίζουν. Και η άγρια σφαγή της Ιφιγένειας στον βωμό. Επεται η σφαγή της Κασσάνδρας.

«Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» γράφει, ωστόσο, στο «Κ΄» του «Μυθιστορήματος» (1933-1934) ο Σεφέρης. Το ποίημα είναι ένας μαρτυρικός μονόλογος, που συγκροτείται από στίχους όπως «Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι…» και «δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου». Το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα (συμβατικά θα το αποκαλούμε «Ανδρομέδα», μια επιλογή των μεταφραστών που ο ποιητής φάνηκε, κατά τον Γ. Π. Σαββίδη, να αποδέχεται) είναι επίσης γυναίκα αλλά, σε ευθεία αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα, όχι πλέον ο θύτης αλλά το θύμα. Ο τόνος της δεν είναι αυτός της μοιραίας προσχώρησης στην αλυσίδα, παρά αυτός της αγωνίας: Πότε, επιτέλους, θα σπάσει η αλυσίδα; Πότε θα στεγνώσει το αίμα; Ποιος θα εξαντλήσει τη θάλασσα; Θα μπορέσει κάποιος; Ποιος θα μπορέσει;

Αλλαξε η ευαισθησία, άλλαξε το ρήμα, κυρίως όμως μεταφέρθηκε αλλού ο μεταξύ τους συντονισμός. Ο Σεφέρης κουρδίζει σε διαφορετική κλίμακα την οδύνη. Το «έστιν» έχει φύγει εντελώς από τη μέση. Δεν έχει, βέβαια, αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Είναι κοινός τόπος των ποιητών, χάρη στον Αισχύλο. Θα ήταν αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι η σκοτεινή, αιματηρή θάλασσα των ανθρώπινων σχέσεων έχει στεγνώσει ή έχει γίνει λιγότερο φοβερή. Ομως, το ποιητικό εγώ έχει ριζικά μετατοπιστεί. Οχι μονάχα δεν επικαλείται κανένα «έστιν» για να δικαιολογήσει αποτρόπαιες πράξεις, αλλά, επιπλέον, αλλάζει εντελώς τον τόνο. Το «ποιος θα μπορέσει» χαράσσει, απελπισμένα έστω, την ευχή, την επιθυμία: ας μπορέσει κάποιος! Υπάρχει η θάλασσα – αλλά μήπως δεν είναι πια ανεξάντλητη; Η ευαισθησία του ποιητή εμπεριέχει εδώ ασφαλώς διαφορετικά βιώματα, αλλά και το μοντέρνο ρήμα θα ηχούσε ψευδές αν απλώς απηχούσε τον αισχύλειο τόνο.

Στον «Αγαμέμνονα», η Ιφιγένεια είναι ένα ανήμπορο σφάγιο. Της δένουν το στόμα για να μην καταραστεί και ο ποιητής ακινητοποιεί στην αιωνιότητα τα ορθάνοιχτά της μάτια την ώρα της εκτέλεσης. Το αίμα κυλάει στην ανεξάντλητη θάλασσα των φόνων, από όπου αναδύεται τιμωρός η Κλυταιμνήστρα. Στο σεφερικό «Μυθιστόρημα», όμως, η δεμένη στον βράχο γυναίκα μιλάει και, ίσως, ελπίζει. Φέρει, άλλωστε, προμηθεϊκά χαρακτηριστικά επωμιζόμενη, κατά τούτο, μια κοινή, ανδρόγυνη μοίρα: «Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι». Κατά την ευαισθησία και κατά την τελετουργία που προτιμά η καθεμιά και ο καθένας μας –το ποίημα είναι ανοιχτό– θα διαλέξουμε, με τη σειρά μας, το πού θα βάλουμε τον δικό μας τόνο στην ανάγνωση. Σίγουρα, όμως, είναι άλλο να «ακούμε» (την ποίηση, πάντοτε, πρωτίστως την ακούμε!) τη θλίψη της μοιρολατρικής προσχώρησης στη θάλασσα του κακού και άλλο να εκλύεται η αγωνία, έστω του νεκροζώντανου, που επαναστατεί τώρα ενάντια στη μοίρα του, έστω και παραμένοντας καταδικασμένος/η σε αυτήν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή