Αποψη: Η πολιτική των ΗΠΑ και ο Ερντογάν

Αποψη: Η πολιτική των ΗΠΑ και ο Ερντογάν

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 11 Αυγούστου, ο τέως αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι η γερουσιαστής Κάμαλα Χάρις είναι η υποψήφια αντιπρόεδρος. Στην τελική ευθεία της προεκλογικής εκστρατείας, τόσο οι δύο Δημοκρατικοί όσο και ο πρόεδρος Τραμπ θα επιχειρήσουν να ορίσουν το αφήγημα της ηγετικής τους πρότασης. Η ειρωνεία φυσικά είναι ότι, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ύστερα, η κρίση που καθορίζει την υστεροφημία κάθε υποψηφίου προέδρου στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής είναι η κρίση που κανείς δεν περίμενε.

Ο Τζορτζ Μπους πατέρας, για παράδειγμα, δεν είχε προβλέψει ότι θα χρειαζόταν να στείλει 70.000 Αμερικανούς στρατιώτες να απελευθερώσουν το Κουβέιτ. Ο Μπιλ Κλίντον ειρωνευόταν την επιτυχία του προκατόχου του στο εξωτερικό με το σύνθημα «It’s the economy, stupid», αλλά εν συνεχεία ενεπλάκη και ο ίδιος στους πολέμους που πυροδότησε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τζορτζ Μπους υιός υποσχέθηκε ότι θα εστιάσει σε εσωτερικά ζητήματα, αλλά, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, έστειλε αμερικανικές δυνάμεις όχι μόνο στο Αφγανιστάν αλλά και στο Ιράκ. Ο Μπαράκ Ομπάμα υποσχέθηκε να σταματήσει τους «ηλίθιους πολέμους», όμως οκτώ χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ είχαν στρατιωτική εμπλοκή όχι μόνο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αλλά και στη Συρία και στη Λιβύη. Μπορεί ο Τραμπ να είχε δίκιο ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να είναι ο χωροφύλακας του πλανήτη, αλλά αντί να μείνει στην Ιστορία ως ειρηνοποιός, θα μείνει ως αυτός που ενθάρρυνε αυταρχικούς ηγέτες με τον θαυμασμό του για τις δικτατορίες και την απέχθειά του για τις συμμαχίες.

Η Ρωσία, η Κίνα και η Βόρεια Κορέα, χώρες που έγιναν στόχοι της αφελούς απόπειρας του Τραμπ να τείνει χείρα φιλίας, συνιστούν απειλές για τον φιλελευθερισμό και την περιφερειακή σταθερότητα. Οι απειλές δεν είναι καινούργιες και οι ΗΠΑ συνεργάζονται με τους συμμάχους τους για την ανάσχεσή τους. Από όλα τα σφάλματα του Τραμπ, ίσως αυτό που οι ιστορικοί θα θεωρήσουν το πλέον αποσταθεροποιητικό είναι η αφέλεια με την οποία προσέγγισε την Τουρκία. Ο Τραμπ δεν ήταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που υποτίμησε τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, αλλά οι επιπτώσεις της αδράνειας του Τραμπ μπορεί να καθορίσουν την υστεροφημία όχι μόνο του ιδίου, αλλά και του διαδόχου του.

Η αλληλεπίδραση Τουρκίας και Τραμπ ξεκίνησε την ημέρα των εκλογών. Ο υψηλόβαθμος σύμβουλός του και μετέπειτα σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικ Φλιν δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα The Hill, η οποία διαβάζεται στο Κογκρέσο. Το άρθρο θα μπορούσε να είναι γραμμένο από Τούρκους πράκτορες, και πράγματι ήταν. Ο Φλιν το υπέγραψε ως τμήμα συμβολαίου μισού εκατομμυρίου δολαρίων, που ήρθε στην επιφάνεια αργότερα. Το γεγονός ότι ο Ερντογάν μπόρεσε τόσο εύκολα να διαφθείρει έναν κορυφαίο σύμβουλο του Τραμπ τον έκανε να πιστέψει ότι μπορεί να δρα με ατιμωρησία.

Η απάντηση του Τραμπ ήταν αδύναμη. Ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε μεν την επιβολή κυρώσεων, όταν η Τουρκία έπιασε όμηρο τον Αμερικανό πάστορα Αντριου Μπράνσον, αλλά αυτή ήταν η εξαίρεση στον κανόνα της σιωπής με την οποία χειρίστηκε τη σύλληψη επιστήμονα της NASA και ντόπιων υπαλλήλων της αμερικανικής πρεσβείας. Το Κογκρέσο ήταν εκείνο που κινήθηκε για να μπλοκάρει τα F-35 όταν η κυβέρνηση Τραμπ αδράνησε. Ομοίως, ο Τραμπ εξακολουθεί να αψηφά το Κογκρέσο και να μην επιβάλλει κυρώσεις τύπου CAATSA (για την αντιμετώπιση των εχθρών της Αμερικής) στην Τουρκία μετά την αγορά από την πλευρά της ρωσικών πυραύλων S-400.

Αντί να ενθαρρύνει τη μετριοπάθεια, η άρνηση του Τραμπ να κάνει την Τουρκία να λογοδοτήσει ενθάρρυνε την επιθετικότητα. Η Τουρκία όχι μόνο καταλαμβάνει το ένα τρίτο της Κύπρου, αλλά έχει κατακτήσει και μεγάλο κομμάτι της βόρειας Συρίας. Οι δικαιολογίες περί αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων δεν ευσταθούν: οι τουρκικές δυνάμεις έχουν προχωρήσει σε εθνικές εκκαθαρίσεις και στις δύο περιοχές – την πρώτη την άδειασαν από χριστιανούς και τη δεύτερη από Κούρδους. Η Τουρκία έχει λεηλατήσει φυσικούς πόρους και τώρα προσλαμβάνει βετεράνους του Ισλαμικού Κράτους για να κάνει τη δουλειά της. Με οποιοδήποτε αντικειμενικό κριτήριο, η Τουρκία έχει μετατραπεί σε κράτος που ενισχύει την τρομοκρατία.

Η Κύπρος και η Συρία δεν είναι εξαιρέσεις. Η Τουρκία διατηρεί εδώ και δεκαετίες μικρές βάσεις στο ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά πλέον, με τη βοήθεια της έλλειψης ελέγχου από τα μέσα ενημέρωσης λόγω COVID-19, βομβαρδίζει το Ιράκ σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τα τουρκικά πλήγματα πυρπολούν χωράφια σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι το έκανε ποτέ το Ισλαμικό Κράτος. Αξιωματούχοι του ΟΗΕ λένε ότι τα τουρκικά αεροπορικά πλήγματα εμποδίζουν τους Γιεζίντι, που απελευθερώθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος, να γυρίσουν στα σπίτια τους. Και ούτε πλήττει η Τουρκία απλά τους αντάρτες του ΡΚΚ. Ολο και περισσότερο φαίνεται ότι προσπαθεί με επιθετικό τρόπο να εμποδίσει το Ιράκ να επωφεληθεί από τις πρόσφατες συμφωνίες για τους πετρελαιαγωγούς και το νερό. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη με το πλήγμα της 11ης Αυγούστου, στο οποίο τουρκικά μη επανδρωμένα σκάφη σκότωσαν τους επικεφαλής δύο ιρακινών μονάδων συνοριοφυλακής.

Αυτό μας φέρνει στην Ελλάδα. Ο Ερντογάν κυριολεκτικά σκοτώνει και δεν πληρώνει. Περιτριγυρισμένος από βοηθούς που τον επαινούν σαν σουλτάνο, είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα. Οπως ο Σαντάμ Χουσεΐν επιτέθηκε στο Κουβέιτ για να το λεηλατήσει και να καλύψει τη δική του οικονομική κακοδιαχείριση, έτσι και ο Ερντογάν απειλεί ανοικτά την ελληνική επικράτεια ενώ η χώρα του καταρρέει οικονομικά.

Ο κίνδυνος ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερος. Με την προσοχή της Ουάσιγκτον στραμμένη αλλού, τον Τραμπ απρόβλεπτο και την Ευρώπη ευάλωτη στον κυνικό εκβιασμό του Ερντογάν στο προσφυγικό, ο Ερντογάν μπορεί να πιστέψει ότι τώρα είναι η στιγμή να αρπάξει το Καστελλόριζο και άλλα ελληνικά νησιά. Με την πιθανότητα να χάσει ο Τραμπ, ίσως ο Ερντογάν θεωρήσει ότι η καλύτερη ευκαιρία του θα είναι στις τελευταίες εβδομάδες της σημερινής προεδρίας. Ούτε ο Τραμπ είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο ούτε ο Μπάιντεν. Ας ελπίσουμε να είναι η Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη να αντιδράσει σε κάποιον πόλεμο στην Ανατολική Μεσόγειο ίσως φθάσει να επισκιάσει την υστεροφημία όχι μόνο του Τραμπ αλλά ακόμη και του Μπάιντεν.

* Ο κ. Michael Rubin είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute της Ουάσιγκτον. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή