Γκίντερ Γκρας: η συνείδηση της Γερμανίας

Γκίντερ Γκρας: η συνείδηση της Γερμανίας

7' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ομαχητικός συγγραφέας του «Ταμπούρλου» υπήρξε για πολύ καιρό η αριστερή συνείδηση της Γερμανίας και επιτιμούσε αυτούς που ήταν έτοιμοι να ξεχάσουν το ματωμένο παρελθόν της. Το 1970, το περιοδικό Time παρατήρησε ότι «μια από εκδηλώσεις της ιδιοφυΐας του Γκίντερ Γκρας είναι ότι έχει την ικανότητα να θέτει την κατάλληλη ερώτηση στον κατάλληλο χρόνο». Πολλοί στη Γερμανία πίστευαν ότι αυτό το χάρισμα είχε από καιρό εγκαταλείψει τον πιο σημαντικό τους μυθιστοριογράφο, αλλά από τον περασμένο μήνα φαίνεται ότι ο μέγας ιεροεξεταστής, στα 74 του χρόνια, βγαίνει και πάλι δυναμικά στο προσκήνιο.

«Με το βάδισμα του κάβουρα»

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκρας, με τίτλο Im Krebsgang («Με το βάδισμα του κάβουρα»), έχει ως κεντρικό θέμα του τη βύθιση του κρουαζιερόπλοιου Wilhelm Gustloff, το οποίο τορπιλίστηκε από σοβιετικό υποβρύχιο στον κόλπο του Ντάντσιχ, στη Βαλτική, το 1945. Το πλοίο μετέφερε Γερμανούς πρόσφυγες – γυναίκες, παιδιά και τραυματισμένους στρατιώτες από το Ανατολικό Μέτωπο. Εννέα χιλιάδες άνθρωποι, έξι φορές περισσότεροι απ’ ό,τι στο ναυάγιο του «Τιτανικού», πνίγηκαν. Ωστόσο, δεν είναι μόνον η δραματική πλοκή του βιβλίου που έκανε αίσθηση στη Γερμανία, αλλά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας διάλεξε να γράψει γι’ αυτό το γεγονός, αυτή τη χρονική στιγμή. Για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία του γεγονότος, πρέπει να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η γερμανική μνήμη, από το 1945 και εξής.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί συγγραφείς και ιστορικοί, ειδικά αυτοί της Δεξιάς, προσπαθώντας να κατανοήσουν τον πόλεμο, επικεντρώθηκαν στον βομβαβαρδισμό της Δρέσδης, στην οδύνη του Στάλινγκραντ και στην κατάληψη της Ανατολικής Γερμανίας από τους Ρώσους. Αργότερα, στη δεκαετία του ’50, όταν αποκαλύφθηκε ολόκληρη η φρίκη της Τελικής Λύσης, ήρθε μια άλλη γενιά, η γενιά του Γκρας, η οποία υποστήριξε ότι η Γερμανία έπρεπε πρώτα να αντιμετωπίσει τη φρίκη την οποία είχε προκαλέσει και μετά να δει τις απώλειες που υπέστη. Με άλλα λόγια, έπρεπε να παραδεχθεί την ενοχή της.

Αυτή η εμμονή διατηρήθηκε μέχρις του σημείου να μην περνάει «ούτε μία εβδομάδα», όπως επισήμανε πρόσφατα ο Γκρας σε ένα άρθρο του με τίτλο «Δείκτης της Λογοκρισίας», «που να μη μας υπενθυμίζουν ότι η λήθη είναι επικίνδυνη». Πρόσθεσε επίσης ότι «πολύ αργά και με μεγάλη διστακτικότητα γίνεται μνεία των δεινών που υπέστησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του πολέμου». Το καινούργιο του μυθιστόρημα φαίνεται να υπονοεί ότι για τον ίδιο, τον κορυφαίο παρατηρητή της γερμανικής ψυχής, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει αυτή τη διστακτικότητα. H εφημερίδα Der Spiegel έκανε τη μεταστροφή του αυτή, την εξιστόρηση του ναυαγίου του γερμανικού Τιτανικού, πρωτοσέλιδο. H Die Welt έγραψε «τώρα ο Γκρας είναι εκείνος που επιστρέφει στο θέμα της συλλογικής συνείδησης» και αναρωτιέται «ήρθε μήπως η ώρα να γίνει η Γερμανία φυσιολογική;»

Ο Γκίντερ Γκρας δεν έζησε ποτέ μακριά από τη συλλογική συνείδηση. Γεννήθηκε το 1927, στο παλιό, ανεξάρτητο λιμάνι του Ντάντσιχ – μια πόλη που προσαρτήθηκε από το Τρίτο Ράιχ το 1939, όταν ο Γκρας έγινε μέλος της ναζιστικής νεολαίας. Ηταν γιος παντοπώλη και μεγάλωσε σ’ ένα κατάστημα γεμάτο από τις μυρωδιές του μπακαλιάρου, της βενζίνης, των ξηρών καρπών και της μαργαρίνης, που αργότερα θα επηρέαζαν τα μυθιστορήματά του (λίγοι συγγραφείς μπόρεσαν να αποδώσουν τόσο ρεαλιστικά τις μυρωδιές όσο ο Γκρας). Κατατάχθηκε στο στρατό δεκαέξι ετών, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίσθηκε το 1945, στο Ανατολικό Μέτωπο. Ηταν αιχμάλωτος επί ένα χρόνο. Οι εθνικοσοσιαλιστικές του πεποιθήσεις κατέρρευσαν όταν διέσχισε με το τάγμα του το Νταχάου. Οταν ελευθερώθηκε βρήκε τη Γερμανία κατεστραμμένη υλικά και πνευματικά, ενώ ο ίδιος ήταν άνεργος και άστεγος.

Μέσα σ’ εκείνα τα ερείπια, ο Γκρας, πάντα μέσα στο πνεύμα της εποχής του, ονειρευόταν να γίνει γλύπτης και πήγε μαθητευόμενος σε ένα εργαστήριο επιτυμβίων μνημείων. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι, από τότε, δεν έπαψε να κατασκευάζει μνημεία. Οπως ακριβώς η γενέθλια πόλη του, το Ντάντσιχ, ξαναχτιζόταν πέτρα-πέτρα (ως Γκντανσκ), έτσι κι εκείνος προσπαθούσε να ξαναδημιουργήσει το παρελθόν και μέσα απ’ αυτό να σμιλέψει ένα μέλλον για τη χώρα του.

Η αρχή της δεκαετίας του ’50 τον βρήκε να ταξιδεύει στην Ευρώπη, χωρίς ρίζες, κουβαλώντας την πατρίδα στην καρδιά του (το Ντάντσιχ είναι τόσο ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν, όσο το Σικάγο για τον Σάουλ Μπέλοου και η Πράγα για τον Μίλαν Κούντερα). Εγραψε το «Ταμπούρλο» την εποχή που εργαζόταν σε ένα λεβητοστάσιο στο Παρίσι και θα έλεγε κανείς ότι κάτι από το εύφλεκτο εκείνο υλικό βρήκε το δρόμο του μέσα σε κάθε πρόταση του μυθιστορήματός του.

Οταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο, πολλοί προσπάθησαν να το θέσουν υπό απαγόρευση και το κατήγγειλαν ως ικανό «να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ψυχή και το πνεύμα». Και ενώ η αφήγησή του στέκεται εκτενώς στις παρανοϊκές λεπτομέρειες των χρόνων της κυριαρχίας των ναζί, το κέφι, ο αναρχικός τόνος και η ανθρωπιά της φωνής του απευθύνονται στους Γερμανούς μιας εποχής με μεγαλύτερο εύρος και ανοχή. O Γκρας αποδέχθηκε τη συνενοχή του στα εγκλήματα πολέμου, πίστευε όμως ότι η ενοχή αυτή έπρεπε να τελειώσει με τη δική του γενιά. Στα παιδιά του και στα εγγόνια του είπε: «Δεν είσαστε ένοχοι, προέχει όμως να βεβαιωθείτε ότι αυτά τα πράγματα δεν θα ξανασυμβούν. Αυτό είναι όλο και είναι αρκετό».

Πηγή αναμόχλευσης

Οταν οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι στη Βρετανία είναι εντελώς αποκομμένοι από τα πολιτικά γεγονότα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς συγγραφέα του πολιτικού διαμετρήματος του Γκίντερ Γκρας. Στην έκθεσή της για την απονομή σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ το 1999, η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε όχι μόνο στα εξαιρετικά του μυθιστορήματα, ειδικά την «Τριλογία του Ντάντσιχ», αλλά και στο γεγονός ότι «στον δημόσιο στίβο το γράψιμό του είναι πηγή σφρίγους και αναμόχλευσης». Τα τελευταία 40 χρόνια, σχεδόν κάθε φράση που έχει προφέρει δημόσια έχει απασχολήσει εκτενώς τα γερμανικά μίντια, τα οποία στην αρχή του έδιναν το χρίσμα του προφήτη κι αργότερα του ομολογητή. Το μεγάλο κατόρθωμά του μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα -μέσα από έντεκα μυθιστορήματα, δώδεκα θεατρικά έργα και 40 βιβλία με ποιήματα και δοκίμια- είναι ότι σε γενικές γραμμές μπόρεσε να συνεισφέρει στον πολιτικό διάλογο, ακόμη και αν ήταν οργισμένος, με ένα ήρεμο χαμόγελο και μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια. Αγαπάει την τζαζ, είναι άνθρωπος της οικογένειας και φιλόξενος οικοδεσπότης. Για τις μελλοντικές γενιές λέει μόνο: «Ελπίζω ο κόσμος να μπορεί ακόμη να γελάει όταν διαβάζει τα βιβλία μου».

Το τραύμα της επανένωσης

Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι συμπατριώτες του δεν βρήκαν και πολλές αφορμές γέλιου στα βιβλία του. Από το 1989 ο Γκρας έγινε η ενοχλητική συνείδηση της Γερμανίας, ένα δυσοίωνο φάντασμα στο πανηγύρι της επανένωσης, ξεφυσώντας παχιές τολύπες καπνού όταν μιλάει για τον θρίαμβο του καπιταλισμού, και υπενθυμίζοντας πάντα στους συμπατριώτες του την ευθύνη τους απέναντι στην Ιστορία. Στη θέση της ενότητας αυτό που έβλεπε ήταν «ένα σύστημα όπου υπάρχουν Γερμανοί πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Δεν έχει γίνει κατανοητό ότι αυτά τα 16 εκατομμύρια άνθρωποι (από τη ΛΔΓ) έπρεπε να μπορέσουν να φέρουν τα βιώματά τους μέσα στην ενωμένη τους χώρα». Ο,τι θύμιζε την Ανατολική Γερμανία καταστρεφόταν: αυτό που έβλεπε ήταν μια προσάρτηση με άλλον τρόπο.

Ο Γκρας ανέπτυξε αυτή την ιδέα στο μυθιστόρημά του που εκδόθηκε το 1995 με τίτλο EiWeites Feld (Ενα ευρύ πεδίο). Οι αναγνώστες του έμειναν κατάπληκτοι από την πίκρα του οράματός του. Το περιοδικό Der Spiegel έβαλε στο εξώφυλλό του τη φωτογραφία του κριτικού Μαρσέλ Ράιχ Ρανίσκι να σκίζει το βιβλίο (πριν από λίγες μέρες, ο ίδιος ο 81χρονος κριτικός επαίνεσε θερμά το «Βάδισμα του Κάβουρα» στην τηλεοπτική εκπομπή του). O Γκρας φάνηκε για ένα διάστημα να βυθίζεται στον εαυτό του, τον κατέλαβε απόγνωση για τη χώρα του.

Γι’ αυτούς τους λόγους, το να γράφει ο αθεράπευτα αριστερός ένα μυθιστόρημα συμπαθητικό προς μερικές πεποιθήσεις της Δεξιάς είναι κατ’ εξοχήν παράδοξο. Ισως το βιβλίο αυτό να είναι ένδειξη μιας καινούργιας προσέγγισης του συγγραφέα. Ισως και όχι. Μοιάζει μάλλον να ανταποκρίνεται προς ένα ανεκπλήρωτο ακόμη καθήκον. O Γκρας βασανιζόταν από καιρό από την ιστορία του πλοίου «Βίλχελμ Γκούστλοφ». Κάνει την εμφάνισή της στο «Ταμπούρλο», ενώ μία ερμηνεία του πώς το γεγονός αυτό απαλείφθηκε από την Ιστορία δίνεται στο βιβλίο του «O αιώνας μου», μια συλλογή με εκατό αφηγήματα, όπου το αφήγημα που αναφέρεται στο 1945 προέρχεται από έναν πολεμικό ανταποκριτή που ομολογεί: «Είδα πλοία υπερφορτωμένα από πολίτες, τραυματισμένους στρατιώτες και κομματικά στελέχη να φεύγουν από το Ντάντσιχ, αλλά αν και είδα το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» τρεις μέρες πριν να βυθιστεί, ούτε λέξη δεν έγραψα… τα είδα όλα και τίποτα δεν έγραψα».

Αυτή την παράλειψη έρχεται να συμπληρώσει αυτό το βιβλίο. Φαίνεται όμως ότι συγκεντρώνει και τα παραλειπόμενα ενός συγγραφέα που πλησιάζει το τέλος της καριέρας του. O Γκρας έχει σμιλέψει στην πέτρα άλλο ένα μνημείο, που δίνει φωνή σε παλιά και προσωπικά φαντάσματα του Ντάντσιχ, δίνοντάς μας την αίσθηση, όπως πάντα, ότι έχει έρθει ο καιρός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή