H Κύπρος στη δίνη των «χαμένων ευκαιριών»

H Κύπρος στη δίνη των «χαμένων ευκαιριών»

15' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενώπιον «νέας Ζυρίχης», λοιπόν. Σαράντα τέσσερα ακριβώς χρόνια έπειτα από εκείνον τον δραματικό Φεβρουάριο του 1959, όταν υπογράφονταν οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που οδηγούσαν στην ανακήρυξη της ακρωτηριασμένης ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, Λευκωσία και Αθήνα είναι πάλι υποχρεωμένες να λάβουν αποφάσεις με κορυφαίες, κρισιμότατες συνέπειες.

Το σχέδιο Ανάν, με εντελώς συγκεκριμένο και τελεσιγραφικό τρόπο, θέτει τις κυβερνήσεις Κληρίδη και Σημίτη ενώπιον των ευθυνών λήψης ιστορικών αποφάσεων στις ελάχιστες ημέρες που απομένουν ώς την έναρξη της συνόδου κορυφής της E.E. στην Κοπεγχάγη, στις 12 Δεκεμβρίου.

Τέτοιες ώρες περιττεύουν η υποκρισία και οι προπαγανδιστικές πομφόλυγες διαφόρων νεόκοπων «ειδικών» περί το Κυπριακό, οι οποίοι προβάλλουν ως «εκσυγχρονιστικό καθήκον» την αποδοχή οιασδήποτε λύσης, όσο κακής και αν είναι. Ούτε είναι αλήθεια πως η κυπριακή κυβέρνηση αποφασίζει και η ελληνική απλώς προσυπογράφει την όποια απόφαση της Λευκωσίας. Ενας κολοσσιαίος μηχανισμός πολυποίκιλων πιέσεων έχει τεθεί σε κίνηση, προκειμένου να γίνει αποδεκτό το σχέδιο Ανάν, όπως συνέβαινε ανέκαθεν, σε κάθε κρίσιμη καμπή του Κυπριακού.

Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το σχέδιο Ανάν πρέπει να κριθεί επί της ουσίας των προβλέψεών του και όχι από το ποιος ασκεί πιέσεις για την αποδοχή του. H δικαιολογημένη πικρία για τον εκβιαστικό χαρακτήρα της ντε φάκτο σύνδεσης της αποδοχής του με τη λήψη απόφασης για την ένταξη της Κύπρου στην E.E. -παρά τους περί του αντιθέτου πρωθυπουργικούς ισχυρισμούς- δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο απόρριψης αυτού του σχεδίου.

Δεν αρκεί, όμως, απλώς η ψύχραιμη αποτίμηση των θετικών και των αρνητικών σημείων του σχεδίου. H ιστορία του Κυπριακού αποδεικνύει πως πάντοτε το εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα για την ελληνική πλευρά ήταν όχι η αποτίμηση του συγκεκριμένου περιεχομένου κάθε σχεδίου, αλλά η διορατική εκτίμηση της δυναμικής κάθε λύσης που προτεινόταν.

Αρνητικός συσχετισμός

Αυτή η δυσκολία επιλογής δεν οφειλόταν σε έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων ή σε στείρα ιδεοληψία των Ελλήνων και Κυπρίων ηγετών -οι οποίοι άλλωστε κατά το παρελθόν ήταν συχνά σαφώς μεγαλύτερου πολιτικού εκτοπίσματος των σημερινών- αλλά σε μια εγγενή δυσκολία: Εξαιτίας γεωπολιτικών λόγων που η ανάλυσή τους εκφεύγει των ορίων του σημερινού άρθρου, η ελληνική πλευρά ήταν πάντοτε η αδύναμη από πλευράς διεθνών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ και της Βρετανίας έναντι της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν ότι όλες οι λύσεις του Κυπριακού, που κατά καιρούς προτείνονταν, αντανακλούσαν αυτή την υπεροχή της Τουρκίας και έτσι βρίσκονταν σε κραυγαλέα αναντιστοιχία με τους πόθους και τους στόχους όχι απλά της ελληνικής ή της κυπριακής κοινής γνώμης, αλλά και των ίδιων των ελίτ της Αθήνας ή της Λευκωσίας – και κυρίως της δεύτερης.

Αξίζει τον κόπο να παρουσιάσουμε υπό το πρίσμα αυτό, έστω επιγραμματικά, τους σημαντικότερους σταθμούς του Κυπριακού για να διαπιστώσουμε αυτή την αναντιστοιχία. Θα προσεγγίσουμε έτσι βαθύτερα τις αιτίες του διαρκώς επιδεινούμενου συσχετισμού δυνάμεων και των αλλαγών στους στόχους Λευκωσίας και Αθήνας, αποκτώντας έτσι ορθότερα κριτήρια εκτίμησης του σχεδίου Ανάν – πέρα από το επιδερμικό προπαγανδιστικό σχήμα που διοχετεύεται ανεπισήμως από το μέγαρο Μαξίμου ότι «κάθε σχέδιο για το Κυπριακό είναι χειρότερο από το προηγούμενο, άρα ας δεχθούμε το σχέδιο Ανάν γιατί το επόμενο θα είναι ακόμη χειρότερο».

Το σχέδιο Χάρντινγκ

Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50. H Κύπρος είναι αποικία της Βρετανίας. H βρετανική αποικιακή αυτοκρατορία καταρρέει παντού, αλλά το Λονδίνο αρνείται να εκχωρήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους Κυπρίους, οι οποίοι έχουν πλέον εξεγερθεί και ενόπλως, απαιτώντας την ένωση με την Ελλάδα και την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού.

Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, επιθυμεί φυσικά την ένωση αλλά έχει μόλις εξέλθει από τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Εξαιρετικά αδύναμη ακόμη και εξαρτώμενη καθοριστικά από τις ΗΠΑ, δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει μαχητικά την ένωση, την οποία απαιτούν μαχητικά και ανυποχώρητα οι εξεγερμένοι Κύπριοι.

Τον Οκτώβριο του 1955 η βρετανική κυβέρνηση διορίζει νέο κυβερνήτη της Κύπρου του στρατάρχη σερ Τζον Χάρντινγκ, μέχρι τότε αρχηγού του αυτοκρατορικού επιτελείου, με σαφείς οδηγίες να καταπνίξει το κίνημα και να επιβάλει αποικιακό σύνταγμα.

Στις 21 Νοεμβρίου 1955 ο Χάρντινγκ επέδωσε στον Μακάριο το σχέδιό του, στο οποίο, για πρώτη φορά το Λονδίνο αναγνώριζε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Κύπρου κάποτε στο αόριστο μέλλον και υπό πολλές προϋποθέσεις διασφάλισης των στρατηγικών συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου και των συμμάχων του, ζητώντας ως αντάλλαγμα την παραμονή της Κύπρου ειρηνικά υπό αποικιακό καθεστώς για διάστημα που ανεπισήμως προσδιοριζόταν από τους Βρετανούς σε δέκα περίπου χρόνια. Αυτό όμως δεν αναγραφόταν στο σχέδιο, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια σύντομη Δήλωση Αρχών.

«Δεν είναι θέσις της βρετανικής κυβερνήσεως ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως ουδέποτε δύναται να εφαρμοσθή εις την Κύπρον. H άποψίς της είναι ότι τώρα η αρχή αυτή δεν είναι πρότασις δυναμένη να εφαρμοσθή ένεκεν της παρούσης καταστάσεως εις την Ανατολικήν Μεσόγειον… Εάν ο κυπριακός λαός συμμετάσχη εις την συνταγματικήν εξέλιξιν, η κυβέρνησις της Αυτής Μεγαλειότητος προτίθεται να εργασθή δια μίαν τελικήν λύσιν, η οποία θα ικανοποίει τους πόθους του κυπριακού λαού, θα συνήδε προς τα στρατηγικά συμφέροντα της κυβερνήσεως της Αυτής Μεγαλειότητος και των συμμάχων της και θα ελάμβανε υπ’ όψιν τας υπάρχουσας συμμαχίας εις τας οποίας μετέχει η κυβέρνησις της Αυτής Μεγαλειότητος» αναφέρεται στο κρίσιμο σημείο της τελικής μορφής του σχεδίου Χάρντινγκ.

Ταυτοχρόνως με το σχέδιο όμως ο Χάρντινγκ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο, εντείνει την καταπίεση, αναγορεύει σε έγκλημα που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ακόμη και τη… μεταφορά όπλων από τους Κύπριους πολίτες, θέτει εκτός νόμου όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς.

Παρ’ όλα αυτά ο Μακάριος συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις και οι θέσεις του προσεγγίζουν περισσότερο με το σχέδιο Χάρντινγκ, το οποίο βελτιώνεται σε κάποια σημεία.

Μόλις όμως ο Μακάριος τολμά να μη συμφωνήσει με την προτεινόμενη μορφή του σχεδίου και να ζητήσει περαιτέρω βελτιώσεις κατά τη συνάντηση που έχει με τον υπουργό Αποικιών της Βρετανίας Λένοξ Μπόιντ στη Λευκωσία, στις 29 Φεβρουαρίου 1956, η κατάσταση αλλάζει δραματικά. Στις 9 Μαρτίου ο Μακάριος συλλαμβάνεται από τους Αγγλους και εξορίζεται στις Σεϊχέλες, ενώ στις 10 Μαΐου 1956 ο Χάρντινγκ απαγχονίζει τους Καραολή και Δημητρίου.

Το καλοκαίρι του 1956 το αίμα τρέχει ποτάμι στην Κύπρο. Οι απαγχονισμοί Κυπρίων νεαρών αγωνιστών ηλικίας 19-25 ετών είναι στην ημερήσια διάταξη. H αποδοχή του σχεδίου Χάρντινγκ είναι ουσιαστικά αδύνατη κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Αλλωστε οι προθέσεις των Βρετανών για τη θέση των Τουρκοκυπρίων αποκαλύπτονται σε συζήτηση που γίνεται στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 19 Δεκεμβρίου 1956, όπου ο υπουργός Αποικιών Λένοξ Μπόιντ για πρώτη φορά δηλώνει ότι αν ποτέ εφαρμοστεί στην Κύπρο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αυτό θα ισχύσει και για τους Τουρκοκυπρίους -δηλαδή θα γίνει διχοτόμηση του νησιού και διπλή ένωση με Ελλάδα και Τουρκία!

Οι συνθήκες

Ζυρίχης – Λονδίνου

Με τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, οι οποίες υπεγράφησαν στις 11 και 19 Φεβρουαρίου αντιστοίχως και δημοσιεύθηκαν μαζί στις 23 Φεβρουαρίου 1956, βάσει των οποίων ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία στις 15 Αυγούστου 1960, συντελείται μια βαθιά τομή:

Η Αθήνα αναγνωρίζει ότι στις τότε υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες είναι πλέον αδύνατη η Ενωση και πειθαναγκάζει τη Λευκωσία, η οποία ακόμη ζει με το όραμα αυτό, να αποδεχθεί μια υποθηκευμένη ανεξαρτησία και μια συγκυριαρχία με τους Τουρκοκυπρίους, στη βάση ενός άκρως προβληματικού μοντέλου μοιράσματος της εξουσίας, το οποίο στο σημείο αυτό μοιάζει πολύ με ορισμένες προβλέψεις του σχεδίου Ανάν.

Επιφανειακά, οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, αν και οδηγούν στην άμεση ανεξαρτησία, υλοποιώντας την ακατανίκητη θέληση των Ελληνοκυπρίων που επιθυμούσαν να αποτινάξουν τον βρετανικό αποικιακό ζυγό, περιέχουν ρυθμίσεις πολύ ευνοϊκότερες για τους Τουρκοκυπρίους από εκείνες που ίσως να προέβλεπε στο αόριστο μέλλον το σχέδιο Χάρντινγκ.

Στην πραγματικότητα η σύγκριση αυτή είναι άνευ αντικειμένου. Το σχέδιο Χάρντινγκ αποσκοπούσε πρωτίστως στη διαφύλαξη του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος, ενώ οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου εντάσσονται στο πλαίσιο της σταδιακής όξυνσης του ψυχρού πολέμου και τις ανάγκες της Δύσης – κάτι που αποτυπώνεται στα άρθρα της μυστικής «Συμφωνίας Κυρίων» που υπογράφουν οι πρωθυπουργοί της Τουρκίας και της Ελλάδος Μεντερές και Καραμανλής, στη Ζυρίχη.

«Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδο της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το NATO. H εγκατάστασις βάσεων του NATO εις την νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ της συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων» τονίζεται στο άρθρο 1 της μυστικής συμφωνίας και στο άρθρο 2 προστίθεται: «Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω προέδρω και αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως, επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το κομμουνιστικόν κόμμα και η κομμουνιστική φάσις».

Ελλάδα και Τουρκία δηλαδή αντιμετωπίζουν το Κυπριακό όχι μόνο ως ζήτημα ρύθμισης των εσωτερικών διαδικασιών συμβίωσης των δύο κοινοτήτων, αλλά και υπό το πρίσμα της μετατροπής της Κύπρου σε βάση του NATO, προκειμένου να υπηρετηθεί ο γενικότερος στόχος της ενίσχυσης της Δύσης στη στρατηγική αντιπαράθεση με το τότε «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», πράγμα που τότε αποτελούσε το κορυφαίο ζήτημα της εποχής και καθόριζε τη διεθνή κατάσταση.

Οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου μπορεί να συνυπολόγιζαν σωστά τις ανάγκες του διεθνούς πλαισίου, αποδείχθηκαν όμως τραγικά εσφαλμένες στον υπολογισμό των εσωτερικών παραμέτρων του Κυπριακού. Υποτίμησαν τη δυναμική που θα μπορούσε να αναπτύξει η σύγκρουση Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων ως αποτέλεσμα του άδικου και μη λειτουργικού μοντέλου διακυβέρνησης που τους επιβλήθηκε.

Επιπλέον δημιούργησαν αποκλίνοντες πλέον στόχους Αθήνας και Λευκωσίας. Ενώ Αθήνα και Αγκυρα επιδίωκαν να βρουν τρόπους εκσυγχρονισμού ενός μοντέλου συγκυριαρχίας επί της Κύπρου στη βάση της ένταξής της στο πολιτικοστρατιωτικό στρατόπεδο της Δύσης, η αναγκαστική και, αρχικά ανεπιθύμητη ανεξαρτησία της Κύπρου υποχρέωνε την ελληνοκυπριακή ηγεσία να αναζητήσει μεθόδους κατοχύρωσης της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο διεθνές στερέωμα, κάτι που αντικειμενικά την έφερνε σε διάσταση με τα στενά συμφέροντα της Δύσης.

Το σχέδιο Ατσεσον

Η διάσταση αυτή έγινε ιδιαιτέρως αισθητή από τα τέλη του 1963, όταν στην Ελλάδα νίκησε στις εκλογές ο Γ. Παπανδρέου και ο K. Καραμανλής έφυγε στο Παρίσι.

Ο Μακάριος, ο οποίος στην προσπάθεια κατοχύρωσης του κράτους συναντούσε όλο και μεγαλύτερα εμπόδια από τα υπερβολικά δικαιώματα που είχαν εκχωρήσει στους Τουρκοκύπριους οι συνθήκες Ζυρίχης -Λονδίνου, υποβάλει στις 30 Νοεμβρίου 1963 ένα μακροσκελές υπόμνημα με τα περιβόητα «13 Σημεία» στον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κιουτσούκ. Το υπόμνημα αυτό ισοδυναμούσε με μονομερή ανατροπή του καθεστώτος των συνθηκών ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα η αιματοχυσία είχε εξαπλωθεί σε όλη την Κύπρο, με τραγικές συνέπειες. Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση και τη βουλή, ο πληθυσμός τους συγκεντρώθηκε σε έξι θυλάκους που αντιστοιχούσαν στο 5% του κυπριακού εδάφους, οι Βρετανοί βρήκαν την ευκαιρία (με τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας και της Αγκυρας) να χαράξουν την «πράσινη γραμμή» διαχωρισμού Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων, ενώ τα Χριστούγεννα του 1963 περνούν στην Κύπρο υπό το κράτος φόβου για τουρκική εισβολή. Από εδώ και πέρα πια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζουν χωριστά…

Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα από τον θριαμβευτή των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964, Γεώργιο Παπανδρέου, οδηγεί σε επικράτηση στην Ελλάδα βλέψεων για ένωση, πάνω σε ένα εκρηκτικό φόντο, που συνθέτουν τα αλλεπάλληλα κύματα διακοινοτικών συγκρούσεων και η προετοιμασία της Τουρκίας να εισβάλει στην Κύπρο.

Ο πόλεμος Ελλάδας – Τουρκίας είναι προ των πυλών. H Αθήνα προωθεί μυστικά στην Κύπρο ολόκληρη μεραρχία. H Σοβιετική Ενωση παρεμβαίνει υπέρ της Λευκωσίας, οπότε μόνο μια ιστορική επιστολή του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, στις 5 Ιουνίου 1964, προς την Αγκυρα αποτρέπει την τουρκική απόβαση στην Κύπρο που ετοιμαζόταν για την ίδια νύχτα. O Τζόνσον απειλεί τους Τούρκους ότι θα τους αφήσουν έκθετους οι ΗΠΑ και το NATO σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση από την ΕΣΣΔ ως αποτέλεσμα εισβολής της Αγκυρας στην Κύπρο.

Ο Τζόνσον καλεί αμέσως μετά τον Γ. Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον και του ασκεί αφόρητες πιέσεις να αποδεχθεί διχοτομική λύση του Κυπριακού. Αυτός αρνείται, αλλά δέχεται την πρόταση να αναλάβει ρόλο προσωπικού απεσταλμένου του Τζόνσον για το Κυπριακό ο Ντιν Αντσεσον, παλιός υπουργός Εξωτερικών και εκ των πρωτεργατών του δόγματος Τρούμαν.

Ο Ατσεσον πραγματικά εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, στις 5 Ιουλίου 1964, και ταχύτατα κατάρτισε δύο σχέδια για τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Στο πρώτο σχέδιο, το οποίο αποδέχεται η Τουρκία, η Κύπρος ενώνεται μεν με την Ελλάδα, αλλά η Αθήνα καλείται «να παραχωρήσει στην Τουρκία ένα τμήμα του νησιού στο διηνεκές, δηλαδή κατά πλήρη κυριαρχία». Ως τέτοια περιοχή ορίζεται η Καρπασία, όπου η Τουρκία θα έχει δικαίωμα να την χρησιμοποιήσει «σαν στρατιωτική βάση με πλήρη δικαιώματα και να εγκαταστήσει εκεί πεζικές, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις». Επιπλέον, το πρώτο σχέδιο Ατσεσον προβλέπει τη δημιουργία «καντονιών» στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας και στην περιοχή που εκτείνεται βόρεια προς την οροσειρά της Κηρύνειας, ίσως και αλλού.

Πρόκειται δηλαδή για διχοτόμηση της Κύπρου και για διπλή ένωση, με τον τουρκικό στρατό να εγκαθίσταται νόμιμα στην Κύπρο και τον τουρκικό τομέα να εκτείνεται σε μια περιοχή γύρω στο 15-20% του νησιού.

Μια δεύτερη εκδοχή του ίδιου σχεδίου, όπου μειώνεται κάπως η τουρκική περιοχή και εκχωρείται στην Τουρκία μόνο για 50 χρόνια, απορρίπτεται από την Αγκυρα.

Στις 27 Ιουλίου 1964 Αθήνα και Λευκωσία απορρίπτουν και τα δύο σχέδια Ατσεσον, θεωρώντας τα και τα δύο «διχοτομικά και συγκαλυμμένη μορφή διπλής ένωσης».

Στη συνέχεια όμως ο Ελληνας πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ταλαντεύεται επί ένα μήνα γύρω από την αποδοχή του σχεδίου Ατσεσον στη δεύτερη εκδοχή, πράγμα που κατά βάση δεν έχει νόημα, αφού το έχουν απορρίψει οι Τούρκοι.

Κατά τη φάση αυτή όμως αναδεικνύεται πολύ έντονα πλέον το γεγονός ότι η γραμμή κάποιας ανεκτής «διπλής ένωσης» που αρχίζει να αποδέχεται η Αθήνα βρίσκεται πλέον σε ριζική διάσταση με τη γραμμή υπεράσπισης της κυπριακής ανεξαρτησίας που ακολουθεί όλο και εντονότερα ο Μακάριος, όσο και αν τυπικά συνεχίζει να ορκίζεται στο όνομα της «καθαρής» ένωσης με την Ελλάδα.

Διπλή ένωση

εναντίον ανεξαρτησίας

Η σύγκρουση αυτή φτάνει στον παροξυσμό της στα χρόνια της χούντας, με τη διαρκή υπονόμευση του Μακάριου από τους δικτάτορες, που καταλήγει στο πραξικόπημα εναντίον του και την τουρκική εισβολή. Πέρα από τον ρόλο των ΗΠΑ στις εξελίξεις αυτές, από τη σκοπιά που εξετάζουμε το θέμα η εισβολή και η κατοχή κλείνουν οριστικά το θέμα των βλέψεων της Αθήνας.

Στην ίδια την Κύπρο, όπως είναι αυτονόητο, η εισβολή και η κατοχή συνιστούν κορυφαία τομή. H ελληνοκυπριακή ελίτ στρέφεται πλέον οριστικά και αμετάκλητα προς την ανεξαρτησία, οργανώνει την οικονομική της επιβίωση στο ελεύθερο τμήμα του νησιού και προσπαθεί σε πολιτικό επίπεδο να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ετσι, αποδέχεται ο ίδιος ο Μακάριος την αρχή της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, κατά τη συνάντησή του με τον Ντενκτάς στις αρχές του 1977. H αρχή αυτή επαναβεβαιώνεται με τη συμφωνία του Ντενκτάς με τον Κυπριανού (ο οποίος έχει διαδεχθεί τον αποθανόντα Μακάριο), τον Μάιο του 1979.

Εχοντας στερηθεί περίπου το 80% των πλουτοπαραγωγικών πηγών της που βρίσκονταν στα κατεχόμενα, η ελεύθερη Κύπρος υφίσταται ριζική αλλαγή στον προσανατολισμό της οικονομίας της. Στρέφεται προς τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, επωφελούμενη του γεγονότος ότι μεταφέρονται στην Κύπρο όλες σχεδόν οι αντίστοιχες δραστηριότητες από τον Λίβανο, ο οποίος σπαράσσεται από εμφύλιο πόλεμο και ο οποίος αποτελούσε το χρηματοοικονομικό κέντρο υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής.

Αυτή η στροφή στην οικονομία, η οποία είναι ευνόητο πως απαιτεί σαφή προσανατολισμό προς τη Δύση και μεγαλύτερη σταθερότητα, βρίσκει την αντανάκλασή της και στις θέσις για το Κυπριακό.

Η Λευκωσία εγκαταλείπει τους αδέσμευτους σιγά σιγά, ενώ επιχειρεί επανασύσφιξη των σχέσεων με την Αθήνα κατά τη δεκαετία του ’80. Επιπλέον προσεγγίζει τις ΗΠΑ πεοσφέροντάς τους κάθε είδους στρατιωτική διευκόλυνση, από εκείνες που ο Μακάριος αρνιόταν κατηγορηματικά.

Τον Αύγουστο του 1983 ο γενικός γραμματέας του OHE Χαβιέ Πέρες ντε Κουέγιαρ υποβάλει στις δύο πλευρές τους «Δείκτες» του, όπως πέρασαν στην ιστορία του Κυπριακού. Δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο σχέδιο αλλά για προτάσεις, συνήθως ασαφείς, πάνω σε μερικές πτυχές του Κυπριακού που εισάγουν την έννοια της ομοσπονδίας με αρκετή χαλαρότητα μεταξύ των δύο συστατικών μερών. Επιπλέον, εισάγουν τη διαδικασία της «κλιμακωτής» διαπραγμάτευσης, η οποία ενέχει κινδύνους παγίωσης ως «κεκτημένων» των ενδιάμεσων συμφωνιών, έστω και αν δεν υπάρχει τελική κατάληξη.

Τους «Δείκτες Κουέγιαρ» απορρίπτουν τόσο η Αθήνα και η Λευκωσία, όσο και ο Ντενκτάς και η Αγκυρα. Οι μεν Ελληνες γιατί τους θεωρούν επικίνδυνους, οι δε Τούρκοι γιατί έχουν άλλα στο μυαλό τους.

Πραγματικά στις 15 Νοεμβρίου 1983 ανακηρύσσουν μονομερώς την «ανεξαρτησία» του ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου», αιφνιδιάζοντας την Αθήνα και τη Λευκωσία και προωθώντας παραπέρα τη διχοτόμηση.

Η «Δέσμη Ιδεών» του Γκάλι

Στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1988 νικητής αναδεικνύεται ο δραστήριος επιχειρηματίας Γιώργος Βασιλείου, ο οποίος εκφράζει τον δυναμισμό των νέων ηγετικών στρωμάτων της κυπριακής οικονομίας, στα οποία ανήκει και ο ίδιος.

Με την αυτοπεποίθηση αυτών των στρωμάτων, ο Βασιλείου παρακάμπτει θεαματικά την Αθήνα και αρχίζει έναν εντυπωσιακό κύκλο επαφών με τη Θάτσερ, τον Ρίγκαν και τον Μπους, επιδιώκοντας να προωθήσει λύση του Κυπριακού με τις απευθείας συναντήσεις κορυφής με τους ηγέτες της Δύσης. «Στη σημερινή εποχή είναι εύκολο να βρεθεί λύση στο Κυπριακό γιατί αυτό συμπίπτει με τα αμερικανικά σχέδια για ειρήνη στον κόσμο», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Βασιλείου στις 29 Ιουλίου 1988 στην Ουάσιγκτον, όπου έχει πάει για να συναντήσει τον πρόεδρο Ρίγκαν και τον αντιπρόεδρο Μπους.

Καθώς καταρρέει ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και η ΕΣΣΔ, στην Κύπρο αρχίζουν να συρρέουν τεράστια κεφάλαια από πρώην ανατολικές χώρες, εντείνοντας την οικονομική ευημερία και ενισχύοντας αντικειμενικά την κοινωνική βάση της γραμμής Βασιλείου.

Στις νέες συνθήκες ο γεν. γραμματέας του OHE Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι υποβάλλει στις 15 Ιουλίου 1992 ένα νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, τη «Δέσμη Ιδεών» Γκάλι, όπως πολιτογραφείται, υποβάλλοντας και χάρτη που εκχωρεί το 30% του κυπριακού εδάφους στους Τουρκοκύπριους.

Η «Δέσμη Ιδεών» μοιάζει αισθητά με το σχέδιο Ανάν. «H ομοσπονδιακή δημοκρατία θα έχει μια εδαφική επικράτεια που θα αποτελείται από δύο πολιτικά ίσα ομοσπονδιακά κράτη» αναφέρεται για παράδειγμα, ενώ ίδιες σχεδόν είναι οι ρυθμίσεις για την Ανω και Κάτω Βουλή, όπου απαιτείται χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για να ψηφιστεί μια απόφαση.

Συνολικά, πάντως, είναι αισθητά καλύτερο για την ελληνοκυπριακή πλευρά σε πολλά επιμέρους σημεία από το σχέδιο Ανάν.

Τελικά απορρίπτεται από τον Ντενκτάς και την Αγκυρα. Είχαν δίκιο να το κάνουν, όπως αποδεικνύεται, αφού το σχέδιο Ανάν που παρουσιάζεται μετά από δέκα χρόνια είναι πολύ ευνοϊκότερο για τις τουρκικές απόψεις και σαφέστατα πιο διχοτομικό στις προβλέψεις, στις διατυπώσεις και στο όλο πνεύμα του.

Η αποδοχή της «Δέσμης Ιδεών» Γκάλι από την Αθήνα και τη Λευκωσία ως βάσης διαπραγμάτευσης επαναλαμβάνεται και τώρα, με το σχέδιο Ανάν, παρ’ όλο που είναι σαφώς δυσμενέστερο.

Αραγε η Τουρκία θα ικανοποιηθεί με τις νέες ελληνικές υποχωρήσεις ή θα αξιοποιήσει την επιτυχημένη εμπειρία της, να απορρίψει δηλαδή σε κάποια φάση και το σχέδιο Ανάν, θεωρώντας όμως πλέον «κεκτημένες» όλες τις νέες, συμβιβαστικότερες θέσεις που έχει αποδεχθεί η ελληνική πλευρά και ούσα βέβαιη πως όλες αυτές θα συμπεριληφθούν σε ένα επόμενο, μελλοντικό σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, μαζί με καινούργιες απαιτήσεις προς την Αθήνα και τη Λευκωσία να αποδεχθεί και άλλες τουρκικές θέσεις;

Εν αναμονή. Σύντομα θα μάθουμε. Το βέβαιο μέχρι στιγμής είναι πως στην ελληνική και την ελληνοκυπριακή πλευρά οι αντιρρήσεις στο σχέδιο Ανάν δεν φαίνονται ικανές να αποτρέψουν την υιοθέτησή του από την Αθήνα και τη Λευκωσία, ακόμη και όπως έχει τώρα, όσες συνέπειες και αν απειλείται να έχει αυτή η επιλογή στο μέλλον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή