Το ’22 και η νεοελληνική ιδεολογία

Το ’22 και η νεοελληνική ιδεολογία

7' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα μικρασιατικά γεγονότα προκαλούσαν πάντα μια αμφιθυμία στους Ελληνες. H υποβάθμιση της σημασίας τους, η απόκρυψη του αριθμού των θυμάτων (τουλάχιστον 800.000 σύμφωνα με την εκτίμηση των ιστορικών Κιτρομηλίδη – Αλεξανδρή), η απενοχοποίηση του τουρκικού εθνικισμού, ακόμα και η αιτιολόγηση της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών, υπήρξαν κοινός τόπος στη μετά το ’22 Ελλάδα. H νεοελληνική ιδεολογία, όπως διαμορφώθηκε από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας -και την Αριστερά- δεν συμπεριέλαβε την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού της Ανατολής. H άρνηση της Ιστορίας καθόρισε τις προτεραιότητες της ιστορικής επιστήμης, της λογοτεχνίας και της τέχνης. Ελάχιστοι υπήρξαν οι ιστορικοί που επέλεξαν να μελετήσουν τα γεγονότα. Απόπειρες έγιναν από τους ίδιους τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους, καθώς και από ευαίσθητους ιδιώτες, όπως το ζεύγος Μερλιέ. O ελληνισμός της Ανατολής και η καταστροφή του, δεν αποτέλεσαν μέρος των νεοελληνικών επιστημονικών προτεραιοτήτων.

Ιδεολογική περιχαράκωση

Για επτά ολόκληρες δεκαετίες η μικρασιατική τραγωδία, η ερμηνεία της και τα συμπεράσματα που προέκυπταν από αυτήν, προκαλούσε τα αρνητικά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους, τόσο των κρατικών λειτουργών όσο και των πολιτικών ιθυνόντων και καθοδηγητών. Το «σοκ του ’22» οδήγησε σε μια ιδεολογική περιχαράκωση γύρω από τα στενά όρια των συμφερόντων του κράτους.

Η παραγνώριση της ιστορίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν έμεινε απαρατήρητη σε σημαντικούς ξένους ελληνιστές. O ιστορικός Richard Clogg, καθηγητής στην Οξφόρδη, διαπιστώνει: «…τάση παραμέλησης της ιστορίας έχει υπάρξει και σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής Ανατολής. Υπήρχαν πολύ μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί εκτός των περιοχών που απαρτίζουν σήμερα το ελληνικό κράτος, στα Βαλκάνια, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μικρά Ασία και ειδικά στις δυτικές ακτές, στα παράλια της Θάλασσας του Μαρμαρά και στη Μαύρη Θάλασσα, στην Καππαδοκία και στον Πόντο… Αυτός ο κόσμος με είχε συνεπάρει ήδη από το καλοκαίρι του 1960, όταν είχα μείνει για δύο μήνες στην Τραπεζούντα του Πόντου… Εκεί, τα τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας, που είχε σβήσει μόλις 40 χρόνια πιο πριν, ήταν αναρίθμητα… Ενας ολόκληρος ελληνικός κόσμος είχε χαθεί μόλις πρόσφατα. Υπήρξε κάτι που με συνεπήρε από τότε, ειδικά επειδή μέχρι τότε δεν είχα τίποτε γι’ αυτόν τον κόσμο».

Καταστροφή της μνήμης

Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε αποτέλεσμα μιας ανορθολογικής διαχείρισης της μεγάλης πρόκλησης του 1919. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Ελλάδας ανέρχονταν σε πέντε εκατομμύρια και οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης σε δυόμισι. H Σμύρνη ήταν μια πόλη μεγαλύτερη από την Αθήνα με σημαντικότερη βιομηχανική παραγωγή. H ελληνική ήττα και η νίκη του τουρκικού εθνικισμού -που διαμόρφωσε τη σύγχρονη εικόνα του κόσμου μας- οφειλόταν στη συμπεριφορά του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας. Το γεγονός αυτό, συνδυασμένο με μια ασύλληπτης έκτασης καταστροφή, οδήγησε σε μια πανομοιότυπη συμπεριφορά που επεδίωκε τη λήθη. Εκτός από τα προβλήματα που προκαλούσαν τα συναισθήματα ενοχής, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες. Οπως η μεσολάβηση του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, που δρομολόγησε την οριστική επίλυση των διαφορών για την εδραίωση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Η νέα τάξη πραγμάτων

Η ελληνική πλευρά είχε αποδεχθεί την πρόθεση των Ιταλών να δημιουργήσουν έναν άξονα Ρώμης – Αθήνας – Αγκυρας και ένα σύστημα τριμερούς συνεργασίας και θα είχε ως βάση ένα σύνολο διμερών συμφωνιών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής υπήρξε η ελληνοτουρκική Συμφωνία της Αγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος. H συμφωνία αυτή, μαζί με την υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για τη βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης, εγκαινίασαν μια νέα εποχή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: «πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης». Εφεξής, ο φιλοκεμαλισμός θα ήταν το κοινό συναίσθημα που θα μοιράζονταν οι άνθρωποι της συμπολίτευσης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης και της πλέον ακραίας εκδοχής της.

Ετσι, η ελληνοτουρκική προσέγγιση και ο αμοιβαίος σεβασμός γίνονταν βασικοί όροι της νέας εξωτερικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, η πρόσφατη ιστορία, που σχετιζόταν με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γενοκτονία των ελληνικών και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών, μεταβαλλόταν σε μια άμεση απειλή για τη νέα τάξη πραγμάτων. H ιδεολογική πολιτική που θα έπρεπε να ασκήσει το κράτος, δεν μπορούσε παρά να είναι συμβατή με τις όποιες επιλογές του. H αναγκαιότητα αυτή ερμηνεύει τις δυσερμήνευτες σήμερα, για νεότερους ερευνητές, συμπεριφορές. Μεταξύ αυτών και το γεγονός ότι από τα σχολικά βιβλία απουσίαζε για δεκαετίες οποιαδήποτε αναφορά στα τραγικά γεγονότα, ενώ αντιθέτως υπήρχαν κολακευτικές επισημάνσεις για το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα και την πολιτική του.

Η διάχυση των καινοφανών προσεγγίσεων στην ευρύτερη κοινωνία και η μετατροπή τους σε μια περίεργη ιδεολογία, έγινε με κύριο όχημα την Αριστερά. H αυθαίρετη κατασκευή ιστορικών σχημάτων αποτυπώνεται με ακρίβεια στη θέση που διατύπωσε στις 12 Ιουλίου 1935 σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης: «H Μικρασιατική Εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και μεις, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρά Ασία μα και την επιδιώξαμε».

Ο φιλοκεμαλισμός της Αριστεράς υπήρξε εντονότερος από αυτόν των άλλων πολιτικών δυνάμεων, εξαιτίας της παλιάς αναγνώρισης του Κεμάλ Πασά από τον Λένιν ως προοδευτικού και επαναστάτη. H μόνη κριτική στο στερεότυπο αυτό ήρθε από έναν αιρετικό ιστορικό της Αριστεράς, τον Νίκο Ψυρούκη, που απέδειξε ότι το κεμαλικό κίνημα ανήκε στην κατηγορία των ολοκληρωτικών κινημάτων του μεσοπολέμου και συγγένευε ιδεολογικά και κοινωνικά με τον ναζισμό.

«Παρασύρθηκε η Ελλάδα»

Πάντως, το σύνολο του πολιτικού κόσμου θέλησε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη για τη μικρασιατική εμπλοκή και να αποδείξει στον τουρκικό παράγοντα ότι η Ελλάδα παρασύρθηκε σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στη γραμμή αυτή, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε υπουργός Εξωτερικών, διαβεβαίωνε από το επίσημο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του OHE το 1957, ότι ο μικρασιατκός πόλεμος «της κατακτήσεως» δεν ήταν ελληνικός πόλεμος και ότι η «εισβολή» στη Μικρά Ασία οφειλόταν αποκλειστικά στη στάση των μεγάλων δυνάμεων.

Την ίδια περίοδο, ο ίδιος πολιτικός από την ίδια θέση -όπως και ο Παναγιώτης Πιπινέλης- είχε ζητήσει επισήμως από τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικκών να εμποδίσει τον Ελληνα ιστορικό Πολυχρόνη Ενεπεκίδη να έχει πρόσβαση στα κρατικά αρχεία της Βιέννης. Οι δύο Ελληνες πολιτικοί επιζητούσαν να μην έρθουν στο φως τα έγγραφα των Γερμανών και των Αυστριακών διπλωματών της περιόδου 1909-1918, μέσα από τα οποία πρόβαλε ανάγλυφα όλο το σχέδιο του νεοτουρκικού κομιτάτου για εξόντωση των χριστιανικών ομάδων. Επί πλέον, μέσα από τις μαρτυρίες των συμμάχων της εθνικιστικής Τουρκίας, αποδεικνυόταν το γεγονός ότι διαπράχθηκε γενοκτονία κατά των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Το επιχείρημα των Αβέρωφ και Πιπινέλη ήταν ότι η δημοσίευση του αρχειακού υλικού θα έβλαπτε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Οι απριλιανοί δικτάτορες

Λίγα χρόνια αργότερα οι απριλιανοί δικτάτορες θα απαγόρευαν την αρνητική χρήση της λέξης «Τούρκος» κατά τους σχολικούς εορτασμούς της επετείου της 25ης Μαρτίου, αντικαθιστώντας την με τη λέξη «εχθρός», ενώ ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος θα υποστήριζε δημοσίως τη διάθεσή του για δημιουργία μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας. Μετά την πτώση της δικτατορίας συνεχίστηκε η ίδια προσέγγιση. Από τη μια το κράτος και οι μηχανισμοί που επέβαλαν τη συνέχιση της πολιτικής λήθης. Από την άλλη, η Αριστερά καλλιεργούσε σε όλα τα επίπεδα το ιδεολόγημα ότι οι Ελληνες διέπραξαν «ιμπεριαλισμό» και ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ένας ιδιόρρυθμος «κοντινός μας» επαναστάτης. Την πολιτική αυτή τη ζήσαμε και πρόσφατα -τρία χρόνια πριν- όταν δυνάμεις του κράτους και της κυβέρνησης με τη συμπαράταξη δυνάμεων της Αριστεράς και της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, επιχείρησαν με παρακρατικό τρόπο την απαλοιφή του όρου «γενοκτονία» από το προεδρικό διάταγμα που ενεργοποιούσε τον νόμο του 1998.

H περιπέτεια μιας ταινίας

Η νοοτροπία που οδηγούσε στην ιστορική αμνησία, καθώς και οι μηχανισμοί που είχαν επιφορτιστεί με τη στήριξη της πολιτικής της λήθης, δραστηριοποιήθηκαν όταν γυρίστηκε η ταινία «1922» του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου, βασισμένη στα αυτοβιογραφικά κείμενα του Ηλία Βενέζη. H ταινία αυτή γυρίστηκε το 1977-1978 με τη χρηματοδότηση του κρατικού Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (EKK), που υπαγόταν στο υπουργείο Βιομηχανίας. Επειτα από τουρκικές παραστάσεις, το τότε υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να δώσει άδεια προβολής στην ταινία, ενώ το EKK -ως ιδιοκτήτης της παραγωγής- δέσμευσε την ταινία. Ενα αντίγραφο, που παρανόμως κατάφερε να εξασφαλίσει ο Κούνδουρος προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας 9 βραβεία. Το υπουργείο Προεδρίας δεν τόλμησε να απαγορεύσει την προβολή. H λαθραία κόπια στάλθηκε το 1982 (οκτώ χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο) στο Διεθνές Φεστιβάλ Βουδαπέστης. Μισή ώρα πριν από την προβολή της κατέφθασε από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εντολή προς τον Ελληνα πρέσβη να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. O Ελληνας πρέσβης ζήτησε με τη σειρά του από το ουγγρικό υπουργείο Εξωτερικών να εμποδίσει την προβολή της ταινίας. Πράγμα που έγινε!

(1) O Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή