Κλασικό με νεανικό άρωμα

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μολιέρου: Ο Φιλάργυρος

Σκην. Ε. Γαβριηλίδης

Θέατρο: Τέχνης – Κάρολος Κουν – Υπόγειο

Ιδού λοιπόν μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χειμερινής περιόδου – μέχρι τώρα τουλάχιστον. Κλασική μεν, αλλά φρέσκια, νεανική και κυρίως απολαυστικά αστεία.

Γράφοντας «κλασική» συνειδητοποιώ αίφνης το πόσο έχω κι εγώ παρασυρθεί από τη νεόκοπη τάση της εποχής να θεωρείται ό,τι κλασικό στο θέατρο ως περίπου ξεπερασμένο, παλιομοδίτικο, με δυο λόγια προς αποφυγήν. Χαρακτηριστικά θυμάμαι μια πρόσφατη παράσταση του «Φιλάργυρου» στη Γερμανία, όπου είχε διατηρηθεί το κείμενο του Μολιέρου (αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν το πρόγραμμα), αλλά η φιλαργυρία είχε αντικατασταθεί με τη λειψυδρία και με τη… λατρεία για το νερό. Ετσι, ο Αρπαγκόν είχε τη μορφή μιας μπρούντζινης βρύσης, ο Κλεάνθης συμβολιζόταν από το μοντέρνο χρώμιο, η Λίζα με μια βρύση με κύκνειο λαιμό, κ.ο.κ. Σαχλαμάρες! Πάντως, είναι μια γενική διαπίστωση ότι πολλοί -αλλά πάρα πολλοί- νεότεροι σκηνοθέτες στην προσπάθειά τους να εκσυγχρονίσουν τους κλασικούς επιμένουν να ανατρέψουν οτιδήποτε θεωρήσουν παραδοσιακό και κλασικό. Ε, λοιπόν, η πρόσχαρα χαμογελαστή παράσταση του Φιλάργυρου που ψιλοκέντησε ο Ευης Γαβριηλίδης δίχως να εμφανίζει -έξω από μερικά γραμμόφωνα- νεωτερίστικα στοιχεία, διαθέτει μια τέτοια σύγχρονη δροσιά που σπάνια συναντά κανείς στις σκηνές μας.

Οι ερμηνείες

Ασφαλώς αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στους νέους ηθοποιούς οι οποίοι ισορροπούν διαρκώς -όσο επιτυχέστερα δύναται ο καθένας τους, βέβαια- πάνω σε ένα σκοινί που είναι τεντωμένο ανάμεσα στη στυλιζαρισμένη υπερβολή μιας commedia del arte και του εσωτερικού κεφιού και του ταλέντου που διαθέτουν. Ετσι, τόσο ο Δημήτρης Πακσόγλου (Βαλέριος), που επιλέχθηκε ως ο κατ’ εξοχήν jeune-premier του έργου, όσο και ο Θόδωρος Αντωνιάδης (Κλεάνθης) μοιάζουν να παίζουν κόντρα στους ρόλους των νέων και γοητευτικών, προτιμώντας να ανελκύσουν κυρίως τα κωμικά στοιχεία που κρύβονται στους δύο χαρακτήρες. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι δύο νεαρές (Μαριάνθη Σοντάκη και Ματίνα Νικολάου) οι οποίες, αποφεύγοντας έντεχνα το καρατερίστικο στοιχείο, διογκώνουν απλώς τη μαριονέτα που κυριαρχεί στους τύπους μιας κομέντια ντελ άρτε. Κάτι τέτοιο μπορεί να το πετύχει ένας ηθοποιός μόνο όταν διαθέτει μία άρτια τεχνική παιδεία, κάτι που δείχνουν να έχουν και οι δυο τους.

Εκτός λοιπόν από τις εντυπωσιακά σωστά εκγυμνασμένες φωνές στο τραγούδι -ειδικά στην περίπτωση της Ματίνας Νικολάου και του Δημήτρη Πακσόγλου- όλοι οι νεώτεροι φανερώνουν και μια σωστά εμπεδωμένη μελέτη της κίνησης. Και όπως η παράσταση στηρίζει τη σατιρική της διάθεση σε μεγάλο βαθμό και στο κλασικό τραγούδι (όπου η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη σαρκάζει επιτυχώς την ιταλική όπερα του μπελκάντο) μια άλλη διαπίστωση που κάνει εδώ ο θεατής είναι το γεγονός ότι μόνο οι καλοσπουδαγμένοι ηθοποιοί μπορούν να σατιρίσουν με επιτυχία ένα οπερετικό φινάλε τόσο κοντά στο Di si felice innesto από τον Κουρέα της Σεβίλλης.

Για να παραμείνουμε στις μουσικές αναλογίες, παρ’ όλο που παίζει μια οκτάβα ψηλότερα και εκκωφαντικότερα από τους υπόλοιπους ο Σαϊτας του Κίμωνα Φιορέτου δείχνει ότι το παιδί αυτό διαθέτει ικανότητες που, εφόσον τιθασευθούν, μπορούν να τον κάνουν έναν πρώτης τάξεως κωμικό.

Το να πετύχει η Χριστίνα Κουτσουδάκη να δημιουργήσει μία ανάλαφρη προξενήτρα, δουλεύοντας και αυτή κόντρα στην εμφάνισή της, είναι από τις καλές στιγμές της παράστασης. Γράφοντας προηγουμένως για το «παλιό» και το «καινούργιο» θα ‘πρεπε, νομίζω, να προσθέσω ότι αυτό που μετράει αληθινά είναι το καλό και το κακό ή μάλλον το καλόγουστο και το κακόγουστο, το οποίο ασφαλώς και υπάρχει σε όλες τις εποχές.

Οπως πάντα, σε υψηλό επίπεδο αισθητικής τα εντυπωσιακά δουλεμένα στις λεπτομέρειές τους «κλασικά» κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, ο οποίος έκανε και ένα σκηνικό υποδηλωτικό της τσιγκουνιάς όπου τα σημάδια υγρασίας του ταβανιού μαρτυρούν τη ροπή προς την οικονομία…

Η ιστορία του σπαγκοραμμένου Αρπαγκόν, ο οποίος πάνω απ’ όλα έχει το χρήμα, παρ’ όλο που γράφηκε από τον Μολιέρο πριν από 337 χρόνια εξακολουθεί βέβαια να είναι αναγνωρίσιμη και οικεία έως σήμερα. Προφανώς πολλοί είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν το πριν από 2.000 χρόνια γραμμένο βιβλιαράκι του Ρωμαίου φιλόσοφου Σενέκα «Περί της συντομίας της Ζωής» όπου ο δάσκαλος του Νέρωνα αναφέρει το εξής πάνσοφο: Αν θέλετε να μεγαλώσετε τη ζωή σας, να τσιγκουνεύεστε τον χρόνο σας και όχι τα λεφτά σας.

Ομως, όσο καλοί και αν είναι οι ηθοποιοί μιας παράστασης του Φιλάργυρου (εδώ ακόμα και οι μικρότεροι ρόλοι όπως είναι ο Γραμματικός του Φώτου Μακρή, ο Ανσέλμης του Γιάννη Κρανά, ο Αστυνόμος του Δημήτρη Δεγαΐτη, ο Κυρ Γιάκωβος του Γιώργου Τσιδίμη είναι πραγματικά απολαυστικοί – ακόμα και η Ηλιάνα Γαϊτάνη, ο Σόλων Τσούνης και ο Παναγιώτης Σούλης) αυτός που μετράει είναι ο ίδιος ο Φιλάργυρος. Στην περίπτωσή μας ο ρόλος δικαιώθηκε από τον Αλέξανδρο Μυλωνά σε μιαν από τις ευτυχέστερες στιγμές του. Δουλεμένος με την επιμέλεια που μελετά ένας μεγάλος τραγουδιστής της όπερας νότα-νότα τον ρόλο του, ο Α. Μυλωνάς καταφέρνει μέσα σ’ αυτήν την ξέφρενη ατμόσφαιρα της απολαυστικής μπαλαφάρας (με την καλύτερη έννοια της λέξης) να «δέσει» με τους υπόλοιπους δημιουργώντας έναν κωμικο-τραγικό χαρακτήρα.

Επαναλαμβάνω: χαρακτήρα με κωμικά χαρακτηριστικά, και όχι απλώς έναν αστείο τύπο. Προσωπικά θα επιθυμούσα να ξαναδώ την παράσταση μόνο και μόνο για να «μελετήσω» τις μικρολεπτομέρειες του Α. Μυλωνά. Συμπερασματικά, ο Φιλάργυρος είναι μια παράσταση που συνιστώ ανεπιφύλακτα να δείτε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή