O κόσμος του Ζαν Ρενουάρ στην ιστορία του σινεμά

O κόσμος του Ζαν Ρενουάρ στην ιστορία του σινεμά

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποκαλείται «ο δάσκαλος». Εδώ και δεκαετίες, ο «Κανόνας του παιχνιδιού» επί σταθερής βάσεως ψηφίζεται, από κριτικούς και ανθρώπους του κινηματογράφου, ως η δεύτερη καλύτερη ταινία στην ιστορία του σινεμά. Και είναι πολλοί εκείνοι, ανάμεσα στους ψηφίσαντες, που δέχονται ότι ωραιότερα θα συνεργάζονταν με τον Ζαν Ρενουάρ απ’ ό,τι με τον Ορσον Γουέλς, τον δημιουργό του «Πολίτη Κέιν», της πρώτης καλύτερης ταινίας στην ιστορία. Πρώτες και δεύτερες ταινίες, όμως, δεν έχουν καμία σημασία. H διάκριση είναι για τον κινηματογράφο τον ίδιο. Αυτός βγαίνει ενδυναμωμένος εξαιτίας του Ρενουάρ, παρέχοντας μεγαλύτερες υποσχέσεις για το μέλλον.

Από πατέρα σε γιο

Βοηθάει ότι αυτός ο κορυφαίος της νεότερης απ’ όλες τις τέχνες, μας επιστρέφει στο ξεκίνημά της. O Ζαν Ρενουάρ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1894, στη Μονμάρτρη του Παρισιού, δεύτερος γιος του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, στον οποίο άρεσε να απεικονίζει οικογενειακές σκηνές, εύθυμες συνάξεις, μεγάλα γυμνά και την Αλίν Σαρινγκό. O Ζαν ήταν ο νεότερος αδελφός του Πιερ, ο οποίος θα εμφανιζόταν σε πολλές από τις ταινίες του. O Πιερ ήταν και ο πατέρας του Κλοντ Ρενουάρ, ο οποίος υπήρξε ο φωτογράφος σε πολλές ταινίες του Ζαν.

Σκεφθείτε, λοιπόν, την οικογένεια, τη θέρμη, τα καλά της, τις πίστεις, τις παραδόσεις της. Μην παραβλέπετε όμως και όλα τα αρνητικά της, το μίσος, τις έριδες, την ακατανοησία. Και στην περίπτωση του Ρενουάρ πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε και να σεβόμαστε τις αντίθετες πλευρές του ορίζοντα. Ετσι, η οικογένεια, η φιλία και η κοινωνία είναι οι σταθερές δομές της ύπαρξής μας. Και όμως μερικές φορές σπάζουμε τα δεσμά που αγαπάμε. Αν θέλετε να ερευνήσετε βαθύτερα τα χρόνια αυτά, διαβάστε το βιβλίο του Ζαν Ρενουάρ «Ρενουάρ, ο πατέρας μου» (1962), όπου η στάση απέναντι στη ζωή και την τέχνη περνάει από τον πατέρα στον γιο. Εζησαν στο Παρίσι και στον Νότο. Αναμείχθηκαν στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους. Παρακολουθούσαν θέατρο. Μοιάζει με τέλεια ζωή, όμως ο Ρενουάρ, με την ευφυΐα που τον διέκρινε από νωρίς, είχε συλλάβει τη σκληρή θέση την οποία κατέχει στη ζωή η τύχη, η κακοτυχία, το μοιραίο. Ηταν 20 ετών το 1914, στη Γαλλία. Κακοτυχία για πολλούς. Στρατεύθηκε στο ιππικό και αργότερα έγραψε ένα ωραίο μυθιστόρημα. «Σημειώσεις του λοχαγού Ζορζ» (1966) για τις ρομαντικές περιπέτειες ενός νεαρού αξιωματικού. Οταν τραυματίσθηκε, μετατέθηκε στο πεζικό. Σοβαρότερο τραύμα όμως τον ανάγκασε να αναρρώσει και τον άφησε με ένα μόνιμο κούτσεμα στο πόδι. Ετσι, έγινε ιπτάμενος (στη «Μεγάλη χίμαιρα», ο Γερμανός αεροπόρος χωλαίνει με πληγές, όπως και ο ιπτάμενος ήρωας στον «Κανόνα του παιχνιδιού»). Ανάπηρος, πίσω στο σπίτι, φρόντιζε τον πατέρα του σχεδόν παράλυτο από την αρθρίτιδα. H φίλη του, ηθοποιός Κατρίν Εσλινγκ, ήταν ένα από τα τελευταία μοντέλα του πατέρα του. Το ζεύγος ενώθηκε με γάμο το 1920.

Με τον θάνατο του πατέρα του ο Ρενουάρ εγκατέλειψε τα πρώιμα ενδιαφέροντά του στη ζωγραφική και την κεραμική και στράφηκε στο νέο μέσο, τον κινηματογράφο. Με την έλευση του ήχου, ο Ρενουάρ άρχισε να αναπτύσσει ένα πιο νατουραλιστικό, αλλά και πιο κινηματογραφικό ύφος, υιοθετώντας τον βαθύ ορίζοντα και τις κινήσεις της κάμερας, τη συγχώνευση μουσικής και φυσικών ήχων και αφήνοντας τις ταινίες να απλώνονται γύρω στον χώρο, τα γεγονότα και την προσωπικότητα των ηθοποιών. Ανέπτυξε ένα είδος κωμικοτραγωδίας, δίχως ήρωες και εγκληματίες, αλλά προερχόμενο από την επίγνωση (την τραγική ή ειρωνική) ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τους λόγους του για ό,τι κάνει και γι’ αυτό πιστεύει ότι έχει δίκιο.

Το έργο και ο κανόνας

Παρακολουθώντας την πορεία του Ζαν Ρενουάρ στη δεκαετία του 1930 δεν βλέπει κανείς μόνο την εξέλιξη ενός ταλέντου, αλλά και την ανέλιξη του κινηματογραφικού είδους. «Τιρ ο φλανκ» (1928) είναι η πρώτη ταινία του με τον Μισέλ Σιμόν και η «Σκύλα» (1931) είναι το πρώτο του αριστούργημα με τον Σιμόν. H «Νύχτα στην Καρφούρ» (1932) με τον αδελφό του Πιερ ως επιθεωρητή Μεγκρέ. H «Μαντάμ Μποβαρί» (1934), πάλι με τον αδελφό του Πιερ και τη Βαλεντίν Τεσιέ, είναι μια από τις καλύτερες απόπειρες απόδοσης του στυλ του Φλομπέρ στο σινεμά. Το «Εγκλημα του κυρίου Λανγκ» (1935), μια εξαιρετική κωμωδία που δείχνει το ενδιαφέρον του Ρενουάρ για τις συλλογικές οργανώσεις. Το «Μια μέρα στην εξοχή» (1936) μόνον 40 λεπτά είναι ίσως η μεγαλύτερη «μικρού μήκους» ταινία που έγινε ποτέ και μια υπέροχη ραψωδία για την παροδικότητα του έρωτα και την ολοένα εναλλασσόμενη επιφάνεια του νερού που κυλάει.

Οσο χειροτέρευε η κατάσταση στην Ευρώπη, τα θέματά του γίνονται μεγαλύτερα και σοβαρότερα. Το 1936 διασκευάζει κινηματογραφικά τον «Βυθό» του Γκόργκι. H «Μεγάλη Χίμαιρα» του 1937, η υπέροχη αντιπολεμική ταινία με τον Ζαν Γκαμπέν, τον Πιερ Φρενέ, τον Εριχ φον Στροχάιμ και τον Μαρσέλ Νταλιό. H «Μαρσεγιέζα» του 1938 είναι μια τρυφερή αποτίμηση της Γαλλικής Επανάστασης και το 1938 πάλι το «Ανθρώπινο κτήνος» από τον Εμίλ Ζολά με τον Ζαν Γκαμπέν.

Το αποκορύφωμα όλων ήταν ο «Κανόνας του παιχνιδιού», μια κοινωνική κωμωδία, μια ιστορία φευγαλέων ερώτων, μια χειμωνιάτικη τοπιογραφία και μια ανάδειξη του ομαδικού θεάτρου με επικεφαλής τον ίδιο τον Ρενουάρ, ένα καστ με τον Νταλιό, τη Νόρα Γκρεγκόρ, τον Ρολάν Τουτέν κ.ά. (η ταινία κυκλοφόρησε πρόσφατα σε DVD από την Criterion Collection). O πόλεμος έστειλε τον Ρενουάρ στην Αμερική με τη βοηθό του στον «Κανόνα του παιχνιδιού» Ντιντό Φρερ, όπου και την παντρεύτηκε αφού ο γάμος του με την Εσλινγκ είχε προ πολλού ναυαγήσει.

Αναμένοντας την εκτίμηση

Το τέλος του πολέμου ακολούθησε μια παύση που οφειλόταν εν μέρει στην αβεβαιότητά του να μείνει στην Αμερική ή να γυρίσει στη Γαλλία και εν μέρει στις φρικτές ειδήσεις περί της ατομικής βόμβας, αλλά και των αποκαλύψεων για τα εγκλήματα που έγιναν στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ο Ρενουάρ έκανε τέσσερις ταινίες, με χρώμα αυτή τη φορά, πιο θεατρικές, λιγότερο πυκνές από τις προηγούμενες, αλλά διαπερασμένες από την αμφιβολία, τα κοινωνικά παράδοξα και την αίσθηση ότι κάθε δημιουργική πράξη έχει και βλαβερές συνέπειες. Ως σώμα, οι ταινίες αυτές δεν έχουν εκτιμηθεί αρκετά, εν μέρει γιατί είναι και ψυχαγωγικές. O «Ποταμός» (1951) για μια αγγλική οικογένεια στην Ινδία, γυρισμένη στην Ινδία, η «Χρυσή άμαξα» (1953) από έργο του Μεριμέ με την Αννα Μανιάνι ως ηθοποιό με πολλούς εραστές, «Καν καν» (1955), μια αναβίωση της Μονμάρτρης του πατέρα του, με τον Ζαν Γκαμπέν και τη Φρανσουάζ Αρνούλ, και «H Ελένα και οι άνδρες» (1956) με την Ινγκριντ Μπέργκμαν στον ρόλο της γυναίκας που έχει να διαλέξει μεταξύ πολλών ανδρών.

Οι τελευταίες ταινίες που έκανε μετά τα 60 χρόνια του είναι γοητευτικά πειράματα. H «Διαθήκη του δρος Κορντελιέ» (1959), μια εκδοχή του δρος Τζέκιλ και κ. Χάιντ με τον Ζαν Λουί Μπαρό, το «Πρόγευμα στη χλόη» (1959), ένας ύμνος στο ύπαιθρο, το γυναικείο σώμα, την απόλαυση, το φως, ο «Δεκανέας Επινγκλέ» (1962), επιστροφή στο θέμα του αιχμαλώτου πολέμου, και το «Μικρό θέατρο του Ζαν Ρενουάρ» (1969), για την τηλεόραση, μια ταινία σε 4 επεισόδια που ένα της είναι ύμνος στη Ζαν Μορό.

Η αγγλική ταινιοθήκη στο Λονδίνο αρχίζει το πιο ολοκληρωμένο αφιέρωμα στον Ζαν Ρενουάρ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το αφιέρωμα τούτο θα πρέπει να γίνει μόνιμο μέρος των προβολών, αλλά ότι δεν είναι πρακτικό. O Ρενουάρ είναι μια περίπτωση που πρέπει να δεις όλες τις ταινίες του. Είναι γεγονός που μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή