Το Μουσείο και το θέατρο, η ζωή της όλη

Το Μουσείο και το θέατρο, η ζωή της όλη

7' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μεγάλη αγάπη της ζωής της ήταν η τέχνη της, η σκηνογραφία-ενδυματολογία, αλλά την αγάπη της αυτή την αδίκησε. Την έθεσε σε δεύτερη μοίρα, γιατί την ενέργειά της, όπως και την περιουσία της -όσα της άφησε ο πατέρας της από την κονσερβοποιία «Κύκνος», κι όσα έβγαλε η ίδια από τη δουλειά της- τα απορρόφησε όλα αυτό που υπήρξε δημιούργημα, μεράκι και σαράκι της: το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα στο Ναύπλιο, στεγασμένο σ’ ένα «μυθικό» κτίσμα, τον φούρνο του παππού της, που ήταν μυλωνάς και έφτιαχνε εκεί την κουραμάνα του στρατού μαζεύοντας στάρι απ’ όλη την Πελοπόννησο. Μουσείο πρωτοπόρο σε πολλά, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε, πριν από 32 χρόνια, τιμημένο με σπουδαία διεθνή βραβεία.

Μοιρασμένη μια ζωή ανάμεσα σε Αθήνα και Ναύπλιο, εδώ το σπίτι της, εκεί η εστία της, η Ιωάννα Παπαντωνίου γιόρτασε στις αρχές του χρόνου τα 70ά της γενέθλια με μια δημόσια «αποχαιρετιστήρια σύναξη» στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου και ανήγγειλε ότι αποχωρεί από την ενεργό δράση στο θέατρο. Τα υπέροχα κοστούμια που έκανε πέρυσι στον μπρεχτικό «Κύκλο με την κιμωλία», στο Εθνικό Θέατρο, ήταν η τελευταία δουλειά της. Τώρα μόνη της σκέψη, και τυπικά, είναι το «ΠΛΙ», το μουσείο στο Ναύπλιο. Το οποίο, παρά την ασυνεπή και μίζερη αντιμετώπισή του από το ΥΠΠΟ, βρίσκεται σε φάση ανάπλασης, αφού αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας των εκθεμάτων του, ενώ σε λίγες μέρες το Μουσείο Μπενάκη εγκαινιάζει στο κτίριό του της οδού Πειραιώς μεγάλη τιμητική έκθεση αφιερωμένη στο αδελφό ίδρυμα του Ναυπλίου, την πορεία και τα σημαντικότερα επιτεύγματά του. «Εχω ένα μαύρο άγγελο στη ζωή μου που με σπρώχνει κάθε τόσο στον γκρεμό», λέει η Ιωάννα Παπαντωνίου στην ιδιαιτέρως εξομολογητική συνέντευξή της που ακολουθεί, «αλλά έχω κι έναν άσπρο άγγελο που με σώζει· και μαζί μ’ εμένα κι όλο το ΠΛΙ, το καημένο».

Κάπου 27 χιλιάδες αντικείμενα έχει στην κατοχή του το ΠΛΙ (όλα σχεδόν επιλεγμένα και πληρωμένα από την ίδια την Ιω. Παπαντωνίου), κατανεμημένα σε πολλές συλλογές, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: ενδυμασία (παραδοσιακή αλλά και σύγχρονη), παιδί, θέατρο, ζωγραφική, παιχνίδια, κεραμικά, ξύλινα, χάλκινα, έπιπλα κ.λπ. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι στο εκθετήριό του μπορεί να δώσει όποιον χαρακτήρα θέλει, όχι μόνο λαογραφικό.

– Το θέμα στο οποίο καταλήξαμε τώρα για το μουσείο, και θα σταθεροποιηθεί για πολλά χρόνια, είναι η αστική εξέλιξη της πόλης του Ναυπλίου. Δηλαδή, πάμε πέρα από τον λαογραφικό χαρακτήρα που είχε το μουσείο μέχρι τώρα. Αν κι εμένα πάντα μου άρεσε να ανακατεύω διάφορα πράγματα -από τις βιτρίνες της εισόδου κιόλας, όπου μπορούσες να δεις μια παραδοσιακή φορεσιά δίπλα σ’ ένα τζιν με πούλιες.

Πώς βοήθησε το κράτος

– Η ενδυμασία ήταν ανέκαθεν η αδυναμία σας. Πώς γεννήθηκε αυτό;

– Στο Λύκειο των Ελληνίδων, όπου ήμουν από μικρή. Ως μέλος του Λυκείου σαρώναμε τότε την Ελλάδα, μαζί με μερικούς φίλους, και με δικά μας έξοδα, μαζεύοντας λαογραφικό υλικό. Ξεκινούσαμε από τη Θράκη και κατεβαίναμε. Εγώ για φορεσιές, άλλος για χορούς, άλλος για τραγούδι, καθένας το ενδιαφέρον του. Μέσα σε τραγικές συνθήκες. Το τι τραβήξαμε μόνο από την Ασφάλεια της Χωροφυλακής, όπου μας έσερναν κάθε τόσο για ανακρίσεις γιατί άκουγαν λαογραφία και καταλάβαιναν λαοκρατία. Είχαμε μαζέψει πολύτιμο υλικό τότε χωρίς να έχουμε ιδέα πώς να κάνουμε έρευνα. Αν ξέραμε, θα είχαμε κάνει θαύματα.

– Κάνατε όμως το Ιδρυμα. Σας βοήθησε το κράτος;

– Η βοήθεια από το κράτος άρχισε μετά το ’80. Είχαμε ειδικό κωδικό στον Προϋπολογισμό, αλλά αυτό καταργήθηκε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη και μας ρίξανε στις επιχορηγήσεις από τα λαχεία, έρμαια δηλαδή στη διάθεση του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού. Στη δεκαετία του ’90 περάσαμε μεγάλες φουρτούνες, αναγκαστήκαμε να κλείσουμε κάποια στιγμή, αλλά σταθήκαμε στα πόδια μας με τη βοήθεια του Λάζαρου Ευφραίμογλου, του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, το ’99. Μετά είχαμε πάλι τακτική επιχορήγηση, μέχρι που ήρθε η Ν.Δ. και άρχισαν πάλι τα προβλήματα. Πρόσφατα μας υποσχέθηκε ο κ. Ζαχόπουλος ότι θα πάρουμε την επιχορήγηση, αλλά ευτυχώς που έχουμε τη συμπαράσταση μερικών καλών αγγέλων, όπως η κ. Κομηνού και η κ. Κυριακοπούλου.

Τα καλύτερα έργα της

– Επέδρασε αρνητικά η ύπαρξη του μουσείου στην ενασχόλησή σας με την τέχνη σας;

– Βέβαια. Και δεν ήταν μόνο ο χρόνος που μου απορροφούσε. Υπήρξαν αρκετές περίοδοι όπου ήμουν υποχρεωμένη να παίρνω στο θέατρο πολλά έργα ταυτόχρονα για να τα βγάζω πέρα με τις οικονομικές ανάγκες του ιδρύματος, κι αυτό ήταν εις βάρος της ποιότητας της δουλειάς μου. Και το ‘βλεπα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.

– Πόσα έργα έχετε σκηνογραφήσει και ποια ξεχωρίζετε;

– Κάπου 100 με 120 έχω κάνει. Αγαπημένο μου είναι το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» στο Θέατρο Τέχνης με τον Κουν. Και ο «Κοριός» του Μαγιακόβσκι, με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο», η πρώτη μου δουλειά. Κι «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ πρόσφατα στο Εθνικό, που ήταν και η τελευταία μου δουλειά. Δεν μου άρεσαν πολλά απ’ όσα έχω κάνει. Α, κι η «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς στον Κουν, ο «Γάμος» με την Αννα Βαγενά σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου κι η «Γέρμα» του Λόρκα στο Εθνικό, αν και εκεί μου είχε βγάλει την ψυχή ο Τσιάνος.

– Με ποιον σκηνοθέτη τα είχατε πάει πιο καλά;

– Με τον Κουν.

Δεν μου αρέσει πια το θέατρο

– Λέτε ότι ο «Κύκλος με την κιμωλία» ήταν το τελευταίο σας έργο. Γιατί αφήνετε το θέατρο;

– Δεν έχω όρεξη πια, δεν μου κάνει κέφι. Δεν μου αρέσει ούτε ως απλός θεατής να πηγαίνω πια στο θέατρο… Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Παθαίνω πανικούς. Σταμάτησα και να οδηγώ, άρχισα να μη θέλω να βγαίνω καν από το σπίτι. Φοβάμαι. Αν με πάτε σ’ ένα θέατρο που δεν μου είναι γνωστές οι μοδίστρες, όπως μου είναι η Αννούλα του Εθνικού, δεν μπορώ, παθαίνω φόβο!

– Είναι μόνο εντύπωσή μου ότι, αν και σπουδαία στην τέχνη σας, λειτουργήσατε στις παρυφές τρόπον τινά του θεάτρου;

– Ο,τι έκανα στη ζωή μου δεν το έκανα από φιλοδοξία, από αγάπη το έκανα. Δεν είχα δηλαδή στόχο να γίνω ξέρω ‘γω τι. Πράγματι, όμως, ενώ είχα ένα πολύ ελπιδοφόρο ξεκίνημα στο θέατρο, δεν μπόρεσα να δουλέψω πιο οργανωμένα. Δεν μπόρεσα να κάνω κι εγώ ένα στούντιο, με ανθρώπους που θα με βοηθάνε στις δουλειές που αναλαμβάνω, όπως έκαναν ο αγαπημένος μου ο Διονύσης Φωτόπουλος και ο Γιώργος Πάτσας. Ο,τι έκανα το έκανα τελείως μόνη μου και ξεπατωνόμουνα. Διότι υπήρχε το μουσείο που είχε συνέχεια ανάγκη από χρήματα. (Παύση) Η μαύρη αλήθεια είναι ότι έχω και μια έμφυτη δειλία. Κοπελίτσα, που ήμουν και νόστιμη, δεν περνούσα μπροστά από το καφενείο γιατί με κοιτούσανε. Πάντα ήθελα να είμαι κάπως στην αφάνεια. Μια αντίφαση, δηλαδή, γιατί τα πράγματα που μ’ άρεσε να κάνω στη ζωή μου ήταν δημόσια -θέατρο, το μουσείο-, η δημοσιότητα δεν μ’ άρεσε. Υπήρχε μια σύγκρουση μέσα μου. Πράγματα που θα έχουν να κάνουν με την παιδική μου ηλικία μάλλον – και που δεν τα σκάλισα. Προσπαθούσα πάντα να είμαι αυθεντική. Δεν βλέπω τον λόγο να προσπαθώ να είμαι κάτι που δεν είμαι.

Πολύ συνεσταλμένη

– Είχατε, δηλαδή, δυσκολία συγχρωτισμού με τον κόσμο του θεάτρου;

– Πάρα πολύ! Θυμάμαι ότι ο μακαρίτης ο Κουν μας έπαιρνε κοντά του, να τρώμε όλοι μαζί μετά την πρόβα. Κι όπως συνήθως στις θεατροπαρέες, η κουβέντα γύριζε σε κακολογίες για άλλους του σιναφιού κι εγώ αισθανόμουν φριχτά, γιατί την άλλη μέρα είχα να συνεργαστώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους, πώς θα τους έλεγα καλημέρα! Οταν κατάλαβα ότι ο κόσμος του θεάτρου είναι έτσι κι εγώ δεν είμαι έτσι, είπα στον εαυτό μου relax and enjoy! (γελάει).

– Θεωρείτε ότι έπρεπε να έχετε πράξει διαφορετικά στη ζωή σας όσον αφορά την τέχνη σας;

– Θα έπρεπε να είχα αρχίσει πιο νέα και όχι στα 35 που άρχισα, αλλά έτσι συνέβη. Στα 20 παντρεύτηκα, στα 30 μου χώρισα και μόνο τότε τόλμησα να πάω να σπουδάσω στο Λονδίνο την τέχνη που από παιδί αγαπούσα. Κι άρχισα να δουλεύω στο θέατρο στα 35 μου, σε ηλικία δηλαδή που είσαι πια αλλιώς. Ημουν πολύ συνεσταλμένη. Στην πραγματικότητα, δεν ένιωσα ποτέ άνετα με τους ανθρώπους του θεάτρου, αν και τους αγαπώ και μ’ αγαπούν κι αυτοί πολύ. Εγώ είχα το πρόβλημα.

Γάμος και αποτυχία

– Στην προσωπική σας ζωή τι θα κάνατε διαφορετικά;

– Δεν θα παντρευόμουν, πρώτ’ απ’ όλα, τότε. Το έκανα όμως για να ξεφύγω από τη δεσποτεία της μητέρας μου, δεν άντεχα άλλο. Είχε χάσει δυο παιδιά πριν από μένα, μετά χάθηκε κι ο πατέρας μου κι είχε κρεμαστεί επάνω μου. Κι επειδή φρόντιζε να μου διαλύει όποιο αίσθημα έβλεπε ότι πήγαινε να δημιουργηθεί στη ζωή μου, είπα «διάλεξε έναν από αυτούς που σε θεωρούν περιζήτητη νύφη, όποιον σου φαίνεται πιο συμπαθής, και πάρ’ τονε». Ε, μεγαλύτερη αποτυχία δεν μπορούσε να γίνει! Δεν τσακωθήκαμε ούτε μια φορά, δεν λέω, αλλά δεν το μπορούσα. Εκανα κι εννέα παλίνδρομες κυήσεις, κυήσεις δηλαδή που φτάνουν ώς τον 4ο μήνα και δεν προχωράνε – πράγμα που ορμονικά αναστατώνει τον οργανισμό, μπορεί να τρελάνει μια γυναίκα. Στον δέκατο χρόνο πήρα το θάρρος να ζητήσω διαζύγιο, ενώ από τον πρώτο χρόνο δεν τον ήθελα…

– Και δεν ξαναπαντρευτήκατε.

– Οχι. Παρ’ όλο που υπάρχει μια μακρόχρονη σχέση στη ζωή μου. Δεν θέλησα όμως. Φοβάμαι. Και βέβαια δεν ήθελα να ξανακούσω τίποτα πια για εγκυμοσύνη.

– Θα θέλατε να είχατε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια;

– Τι να πω, αν όλα είχαν γίνει σωστά στην ώρα τους… Αλλά δεν μπορώ να πω ότι έχω μετανιώσει για τίποτα. Το μόνο για το οποίο έχω μετανιώσει είναι που άφησα τον εαυτό μου να χοντρύνει. Νομίζω ότι επίτηδες το έκανα. Γιατί κατά βάθος δεν θέλω να αρέσω. Σαν γυναίκα, καθόλου. Ούτε και γενικότερα μ’ ενδιαφέρει ν’ αρέσω. Οχι πως ήμουν πάντα έτσι. Αλλά τώρα εκεί έχω καταλήξει. Είμαι ευχαριστημένη μ’ αυτό που κάνω κάθε φορά, κι αυτό μου αρκεί. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο. Relax and enjoy!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή