Τζορτζ Στάινερ, ένας «πλατωνιστής αναρχικός»

Τζορτζ Στάινερ, ένας «πλατωνιστής αναρχικός»

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

George Steiner: «Errata (Ανασκόπηση μιας ζωής)». Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας. Εκδόσεις «Scripta», 2005.

Ενα από τα λαμπρότερα πνεύματα του 20ού αιώνα, που με το στιλπνό ύφος και τη ζυγιασμένη κρίση του έδωσε αξία όχι μόνο στην ιδιότητα του συγγραφέα, του ερευνητή, του δοκιμιογράφου αλλά και του καθηγητή και μάλιστα φιλολόγου, ο George Steiner με το βιβλίο του αυτό («Ημαρτημένα», δηλαδή εσφαλμένα, όλα τα λάθη της ζωής του) εκπλήσσει τους πάντες, ακόμη κι όσους τον παρακολουθούν «εξ απαλών ονύχων». Γιατί, μπορεί να τον γνωρίζει κανείς ως έξοχο συγκριτολόγο φιλόλογο, ως δαιμόνιο δοκιμιογράφο, ως δόκιμο λογοτέχνη, όμως δεν μπορεί να φανταστεί ποτέ ότι σε ένα του αυτοβιογραφικό βιβλίο, όλο αγέρωχη, απροσποίητη μετριοφροσύνη, θα συνδύαζε τόσο ιδανικά το δημόσιο με το ιδιωτικό, το φυλετικό με το ατομικό, το λόγιο με το τετριμμένο, το θεϊκό με το ανθρώπινο (ακόμη και το υπάνθρωπο ή απάνθρωπο – για να θυμηθούμε τη γνωστότερη ρήση του Τερεντίου, «Είμαι άνθρωπος. Τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο»). Πρόκειται για επιστροφή στη λογοτεχνική χρήση της γλώσσας μετά τη συναρπαστική διά βίου περιπλάνηση στη μεταγλώσσα και την αυστηρή κριτική των σημειολόγων (και κάποτε τερατολόγων). Είναι η εκδίκηση ενός κειμενοκεντρικού κλασικιστή, που επιπλέον έζησε και έγραψε σε τρεις γλώσσες (γαλλική, γερμανική, αγγλική) και περισσότερους πολιτισμούς. Πάνω από όλα είναι το ίδιο το κείμενο. Διαβάζουμε, σε υποδειγματική μετάφραση, στη σελίδα 50 «Καμιά ερμηνευτική δεν είναι ισοδύναμη με το αντικείμενό της. Καμιά επαναδιατύπωση, μέσω αναλυτικού «τεμαχισμού» παράφρασης ή συγκινησιακής περιγραφής, δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πρωτότυπο (στο πεδίο του εφήμερου, του λειτουργικού, μια τέτοια υποκατάσταση είναι εύκολη)».

Ο πολυσυζητημένος και «ευπώλητος» (όπως αποδόθηκε βάναυσα εμπορευματικά στην αγοραία γλώσσα το εξίσου αγοραίο «best seller», δηλαδή «περιζήτητος») Στάινερ είναι γνωστός στο αλλοδαπό και ημεδαπό κοινό για τα εξής, ανάμεσα σε άλλα, έργα του: «Αξόδευτα πάθη» (το 1966 στα 37 του χρόνια), «Ο Ομηρος στην αγγλική» (επίσης), «Γλώσσα και σιωπή» (1967, στα 38 του), «Η μεταφορά του Α. Χ. στο Σαν Κριστομπάλ» (1976, στα 47 του). Ακολουθούν «Η βαρβαρότητα της άγνοιας», «Μετά τη Βαβέλ», «Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα», «Αντιγόνες», «Χάιντεγκερ» κ. ά., το ένα αριστούργημα μετά το άλλο.

Αυτοχαρακτηρίζεται εύστοχα (συνήθως δεν είναι κανείς ο καλύτερος κριτής του εαυτού του) «πλατωνιστής αναρχικός» (στο όγδοο κεφάλαιο επί συνόλου έντεκα και το πιο «πολιτικό», όχι όμως και «με τον πιο προσωπικό τόνο», αυτό είναι το δεύτερο). Αν και, για να παρωδήσουμε μια γνωστή ρήση του Mact για τους λαούς, που ισχύει εξίσου και για τα άτομα, «δεν έχει σημασία τι νομίζει κανείς για τον ίδιο του τον εαυτό», όμως ο Στάινερ, πράγματι, συνδυάζει ιδανικά την ευκρασία της ψυχής του Πλάτωνα και την ανατρεπτικότητα της ειρηνικής αναρχίας: είναι εξίσου ελεύθερος και κανονιστικός, κλασικιστής και μοντέρνος, νοησιαρχικός και εμπειριστής: αποσιωπά απαξιωτικά τους Λακάν, Μπαρτ, Αλτουσέρ και Ντεριντά, αλλά όχι τον Βιτγκενστάιν. Παραλείπει τον Χάξλεϊ και τον Χεμινγουέι, αλλά θεωρεί «ιδιοφυΐα» τον Αρθρουρ Κέσλερ.

Ισορροπεί ανάμεσα στις σχολές, τις γλώσσες, τις κουλτούρες, τις αξίες, τις εποχές και τις ζώνες πολιτισμού. Είναι τόσο «λυτρωμένος», ώστε βάζει αυτοσαρκαστικά τον Χάινριχ Χάινε να δηλώνει, εξίσου αυτοσαρκαστικά, για τους ομοθρήσκους του σε σχέση με τους αλλοθρήσκους ότι «ακόμη και τα καθαρόαιμα σκυλιά χρειάζονται τους ψύλλους τους».

Συγκριτικά τώρα, ο Στάινερ δεν είναι ο καλύτερος κλασικός φιλόλογος του αιώνα, γιατί έχουμε τον Σνελ, τη De Romilly και τον Dover, δεν είναι ο ανώτερος όλων στη λογοτεχνία, γιατί αυτός είναι ο Ελιοτ, δεν τους ξεπερνάει όλους στη γλωσσολογία γιατί έχουμε τον Τσόμσκι και τον Βιτγκενστάιν, δεν διέπρεψε τόσο στη φιλοσοφία της μουσικής, όσο ο Γκαραντί, στην αρχαιογνωσία όσο ο Andrewes και ο Momiliagno, στη φιλοσοφική δοκιμιογραφία όσο ο Καμί και ο Σαρτρ, στην έλλογη μελλοντολογία όσο ο Οργουελ και ο Χάξλεϊ, στην κοινωνιολογία όσο ο Βέμπερ (των αρχών του αιώνα), στα φυλετικά όσο ο Σαΐντ και ο Βερνάν και στη γλωσσομάθεια όσο ο Robert Browning («γλωσσοσυλλέκτης από χόμπι»), αλλά σε όλους, και τους δέκα τομείς συνδυαστικά και συνολικά δεν τον ξεπέρασε κανείς και έχει δρόμο ακόμη μπροστά του – είναι τώρα 77 ετών και το παρόν βιβλίο πρωτοβγήκε στα 68 του, το 1997.

Πολύ καλή η μετάφραση, προσεγμένη η επιμέλεια, μεθοδικά τα ευρετήρια. Ενα βιβλίο – μαγνήτης. Ενας «κήπος χαρίτων», αλλά και ανθέων με πολλά αγκάθια (λόγω της διφυούς ανθρώπινης ψυχής). Ευσυνείδητη η διατήρηση και επισήμανση με αστερίσκο των αρχαιοελληνικών όρων, που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο συγγραφέας (πόλις, εντελέχεια, βάρβαρος, δαιμόνιον κ. ά.).

* Ο κ. Ανδρέας Παναγόπουλος είναι καθηγητής της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή