Από το Γένος στο Εθνος: Ο ατελέσφορος συγκερασμός

Από το Γένος στο Εθνος: Ο ατελέσφορος συγκερασμός

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αλβανοί – γιοi της Ελλάδας» θα φωνάξει

«Η μάχη αυτή πρέπει ν’ αρχίσει

και να χαθεί ή να κερδηθεί προτού χαράξει

Ελευθερία μας ζητάει η Ελλάδα με δυνατή φωνή

Την κραυγή της που φέρνει θλίψη στις καρδιές μας

θα την περάσουμε εν σιγή;»

Charles J. Collins

The Albanian. A Tale of Modern Greece, London 1830

Η κυρίαρχη σχολή ερμηνείας τοy από αρχαιοτάτων χρόνων «εθνικού» παρελθόντος, σημειώνει ο Στ. Παπαγεωργίου στο σημαντικό βιβλίο του «Από το Γένος στο Εθνος», επέλεξε συνειδητά και από πολύ νωρίς, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, να προσαρμόζει το παρελθόν αυτό σε σχήματα που παράγουν εύληπτες, νομιμοποιητικές και καθησυχαστικές μεταφράσεις του, προς χρήσιν του εκάστοτε παρόντος. Και μπορεί μεν η παραπλανητική εξιδανίκευση προσώπων, θεσμών και γεγονότων -με τη συνδρομή των απαραίτητων αποσιωπήσεων- να δημιουργεί δημοφιλέστατες συναινέσεις, παράλληλα όμως οικοδομεί συλλογικές φοβίες, μισαλλοδοξία, επικίνδυνες εσωστρέφειες και αδιέξοδα, που ορισμένες φορές καταλήγουν σε τραγωδίες.

Αυτού του είδους οι «τεχνικές» χειραγώγησης των μαζών δεν αφορούν βεβαίως μόνο την Ελλάδα ούτε μόνο τους γείτονές της ούτε περιορίζονται, εξίσου βεβαίως, στον 19ο αιώνα, τον αιώνα της κατασκευής των μεγάλων «εθνικών αφηγήσεων». Οι μύθοι και οι «μαγικές εικόνες» που αναφέρονται στην Επανάσταση του 1821 -ένα γεγονός πολύ σημαντικό τόσο για την ελληνική, αυτονοήτως, όσο και για την ευρωπαϊκή ιστορία (συμπεριλαμβανομένης και της ιστορίας των ιδεών)- αποτελούν ένα από τα πολλά παραδείγματα τέτοιων διατεταγμένων αφηγήσεων.

«Γιοι της Ελλάδας»

Χρήσιμο είναι να τα θυμόμαστε όλα αυτά όταν επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε την απορία -για να μην πω το «σοκ»- που μπορεί να δημιουργεί στον σύγχρονο αναγνώστη η φράση «Αλβανοί – γιοι της Ελλάδας» από το βυρωνίζον ποίημα του C. J. Collins (σε δική μου αδέξια μετάφραση). Μία φράση που τότε, το 1821, δεν θα εξέπληττε κανέναν απολύτως, εφόσον μόνον η προνεωτερική θρησκευτική -και όχι η μεταγενέστερη εθνική- ταυτότητα ήταν εκείνη που κυρίως προσδιόριζε τους ανθρώπους· μαζί με την οικογενειακή τους και τη στενά τοπική.

Για έναν αλβανόφωνο χριστιανό ορθόδοξο δεν θα υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα να θεωρείται και να θεωρεί εαυτόν Ελληνα -τη στιγμή μάλιστα που «η Ευρώπη» είχε με ενθουσιασμό ανακαλύψει την αναγέννηση της Αρχαίας Ελλάδος στις επαναστατημένες περιοχές- και να προσχωρεί στον πόλεμο εναντίον της Πύλης που ξεκίνησαν και στήριξαν και εν τέλει κέρδισαν οι ελληνόφωνοι χριστιανοί (ραγιάδες όπως και αυτός) της νότιας Βαλκανικής. Το ίδιο ίσχυε και για τους σλαβόφωνους χριστιανούς, όσους συνέδραμαν τον Αγώνα.

Θρησκευτική λοιπόν ήταν τότε η κυρίαρχη ταυτότητα των ανθρώπων και η Εκκλησία η αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη ηγεσία όλων των χριστιανών ορθοδόξων καθ’ όλη την οθωμανική περίοδο. Επικεφαλής της θρησκευτικής κοινότητας των Rum (Ρωμιών) και θεματοφύλακας της γλώσσας των Ευαγγελίων, άρα και των εξ αυτών ελληνοφώνων.

Τη μεγάλη εξέγερση του 1821 όμως, δεν την προετοίμασε η Εκκλησία, που αποτελούσε οργανικό τμήμα του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, αλλά οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της αντίπαλοι: Τα στρώματα εκείνα της Διασποράς που είχαν επηρεαστεί από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και η Φιλική Εταιρεία, συνεχιστές του έργου του Ρήγα, τέκνα και αυτοί του 1789.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ καταδίκασε το κίνημα του Υψηλάντη και τον αφόρισε. Οπως είχαν πράξει όλοι οι προκάτοχοί του σε όλες τις περιπτώσεις χριστιανικών εξεγέρσεων εναντίον της «θεόθεν εκπορευομένης» εξουσίας των σουλτάνων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αντίθετα από την Πύλη που θεώρησε τον Υψηλάντη ηγέτη μιας ακόμη ανταρσίας δυσαρεστημένων ραγιάδων, διέγνωσε με ακρίβεια τον χαρακτήρα της εξέγερσης και την απειλή των νέων ιδεών του Διαφωτισμού, με τον οποίο Διαφωτισμό βρισκόταν σε σύγκρουση πολύ πριν από το 1821.

Ως αποτυχών

Η αρχή των εθνοτήτων που είχε προωθήσει η Γαλλική Επανάσταση -η προοπτική δηλαδή δημιουργίας χωριστού ελληνικού κράτους σε αυτήν τη βάση, και, το χειρότερο από όλα, η πιθανότητα να ακολουθήσουν και οι άλλοι χριστιανοί των Βαλκανίων το ελληνικό παράδειγμα- τα ατομικά δικαιώματα, η διάκριση των εξουσιών και το τέλος της θεοκρατίας, δεν ήσαν ζητήματα με τα οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία απλώς διαφωνούσε, υποστηρίζοντας κάποια άλλη άποψη. Αντιπροσώπευαν την πλήρη αναίρεση του ηγετικού της ρόλου -πνευματικού και πολιτικού- που της είχε εκχωρήσει η Πύλη υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να πειθαρχεί το ποίμνιό της. Ο Πατριάρχης θανατώθηκε με τον βάρβαρο τρόπο που χαρακτήριζε τα πολιτικά ήθη της αυτοκρατορίας, όχι ως συμμέτοχος ή συμπαθών του επαναστατικού κινήματος αλλά ως αποτυχών εις το έργο του Οθωμανός αξιωματούχος. Οπως και δεκάδες άλλοι αξιωματούχοι (μουσουλμάνοι και χριστιανοί) πριν και μετά από αυτόν.Το ελληνικό κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση απέκτησε Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Η ρύθμιση των σχέσεών της ωστόσο με την πολιτική εξουσία, ο τελεσφόρος συγκερασμός που έλεγε ο Κ. Θ. Δημαράς -σε άλλα όμως συμφραζόμενα- μάλλον ατελέσφορος, εν τέλει, θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί. Το πιστοποιούν τα ανοικτά μέτωπα που εξακολουθούν εν έτει 2007 να υπάρχουν μεταξύ συντεταγμένης πολιτείας και Εκκλησίας και να τροφοδοτούν μία σύγκρουση με πολλούς γύρους, ο τελευταίος εκ των οποίων είχε σχέση με το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, και ο τρέχων το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού.

Η συμμετοχή των μεγάλων δυνάμεων

Με δεδομένη τη συμβολή της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου στην επιτυχία της εξέγερσης (η οποία, σημειωτέον, έσβηνε υπό την επέλαση του Ιμπραήμ) και ασχέτως των λόγων που η ναυμαχία έγινε ή των προθέσεων που είχαν οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, η απάντηση του 52% του κοινού ότι «οι μεγάλες δυνάμεις βοήθησαν λίγο ή καθόλου στην επανάσταση» μόνο στο σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα της εποχής μπορεί να αποδοθεί. Το ότι οι μισοί και πλέον Ελληνες πιστεύουν ότι η Ρωσία βοήθησε περισσότερο δεν είναι έκπληξη. Μάλλον έκπληξη πρέπει να αποτελεί η δεύτερη στην κατάταξη Αγγλία με 22%, κάπου 13 μονάδες πάνω από τη Γαλλία (9%)

Ολοι εθνικά υπερήφανοι

Είναι φυσικό να νιώθει το σύνολο των Ελλήνων υπερήφανο για την επανάσταση του 1821, άσχετα από τον χαρακτήρα που πιστεύουν ότι αυτή έχει. Κάποιοι (το 32%) θεωρούν ότι είχε αμιγή εθνικό χαρακτήρα, κάποιοι (7%) ότι ήταν αγώνας για κοινωνική απελευθέρωση και οι πολλοί (60%) ότι είχε διττό σκοπό. Λογικό είναι επίσης ότι τρεις στους τέσσερις έχουν ακουστά το κίνημα του φιλελληνισμού, άσχετα αν τελικά το ταυτίζουν με ένα πρόσωπο, εκείνο του τραγικού ποιητή Λόρδου Βύρωνα. Αν και πολλοί περπάτησαν στην πλατεία Κάνιγγος, μόνο τέσσερις στους εκατό αναγνώρισε τη συμβολή του Τζορτζ Κάνινγκ στην επανάσταση. Υπάρχει μόνο μία παραδοξότητα. Ενώ μόνο το 18% των νέων 18-24 ετών δεν έχει ακούσει τίποτε για τον φιλελληνισμό, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 34% για όσους είναι άνω των 65 ετών.

* O κ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή