Ο βασανισμός του βασανιστή

8' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Από πού είστε; ». «Από την Κύμη». «Α! συντοπίτισσα με τον Αγγελή! Από τη Λίμνη ήταν ο Οδυσσέας, ένα χωριό κάτω από το δικό σας». Ο Αγγελής για τον οποίο μιλάει ο γεράκος που τείνει το χέρι να συστηθούμε, είναι ο Οδυσσέας Αγγελής, ο αντιπρόεδρος της χούντας των Συνταγματαρχών. Κι ο γεράκος, που όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να αντιστοιχίσω τη μορφή του με εκείνην του άνδρα που φώναζε και απειλούσε στη δίκη της χούντας, μού έχει μόλις συστηθεί ως «Νικόλαος Χατζηζήσης». Είναι ο ίδιος άνθρωπος που οι εφημερίδες της εποχής αποκαλούσαν «αρχιβασανιστή του ΕΑΤ/ΕΣΑ».

Εδώ και μερικές εβδομάδες, ο Νίκος Χατζηζήσης έρχεται κάθε μέρα σχεδόν στην «Κ» αλλά κανείς απ’ όσους τον βλέπουν στους διαδρόμους δεν υποψιάστηκε καν ποιος είναι. Υστερα από 19 χρόνια που πέρασε στον Κορυδαλλό, κι άλλα δέκα στην απόλυτη μοναξιά, ούτε ο ίδιος δεν θυμάται καλά καλά τον παλιό εαυτό του. Περπατάει αργά, κι έχει στο βλέμμα του αυτή την εμμονή του γέρου που παλεύει για το κάθε βήμα. Κρατάει μια πλαστική τσάντα με χαρτιά στο δεξί χέρι και αρνείται να την αφήσει ακόμα κι όσο μιλάμε – «είναι για μένα σαν το θησαυρό της γιαγιάς», δικαιολογείται που δεν μ’ αφήνει να τον βοηθήσω να την κουβαλήσει. Το καλοκαίρι, λέει, δεν κάνει μπάνιο στη θάλασσα που είναι είκοσι βήματα πέρα απ’ το ξενοδοχείο του για να μην αφήσει την τσάντα αφύλαχτη.

Εχει περίπου δύο μήνες που μετακόμισε σ’ αυτό το ξενοδοχείο στην ακτή της Νέας Μάκρης. Τον ρωτάω γιατί άφησε το σπίτι του. Αυτά που απαντά, δεν βγάζουν νόημα. «Εκεί με παραμονεύουν! Μου εκπέμπουν ραδιοκύματα για να με εξοντώσουν», λέει. «Οι Αμερικάνοι κι η Ασφάλεια με θέλουν νεκρό επειδή είδα τον δολοφόνο του Τζώρτζη Αθανασιάδη και κατάλαβα ποιος είναι γιατί ήταν παλιός μου στρατιώτης». Κάποτε ηρεμεί – «ευτυχώς στο ξενοδοχείο δεν με πιάνουν τα ραδιοκύματα τόσο», κάνει.

Μια υπάλληλος του ξενοδοχείου με πλησιάζει: «Σας είπε ποιος είναι;», ψιθυρίζει χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Εμάς μία εβδομάδα μας έλεγε ένα ψεύτικο όνομα, και τον καταλάβαμε γιατί για να βγει το τιμολόγιο αναγκάστηκε να δώσει ταυτότητα». Το συνωμοτικό της ύφος είναι εντελώς παράταιρο με τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάει. Ο Νίκος Χατζηζήσης, 77 χρόνων σήμερα, με τα πόδια να τρέμουν και τη ράχη κυρτή, σέρνει αργά την πλαστική του τσάντα προς τα πέρα.

Σε έρημο σπίτι…

Η αλήθεια είναι πως είχε πολλούς λόγους να αφήσει το σπίτι του στην Αθήνα – το διαπιστώνω όταν το επισκέπτομαι μαζί του. Σ’ αυτό το τεσσάρι πίσω από το Χίλτον, μόνον οι φωτογραφίες στους τοίχους θυμίζουν πώς ζούσε κάποτε ένας ισχυρός άνθρωπος. «Μπήκα εδώ πρώτη φορά τη νύχτα που παντρεύτηκα, το 1971», τον ακούω να λέει, ενώ σπρώχνει την εξώπορτα να ανοίξει. Στη γωνία της βιβλιοθήκης, ένα κάδρο. Εκείνος 40 χρόνων, και δίπλα του μια κοπέλα που γελάει – η γυναίκα του. Πίσω τους μια βελούδινη κουρτίνα κι έπιπλα αντίκες δίπλα στη μπαλκονόπορτα. Κοιτάζω την ίδια μπαλκονόπορτα όπως είναι τώρα – σκασμένη μπογιά στους τοίχους και στο παρκέ σημάδια απ’ τα έπιπλα που λείπουν.

«Δεκαεννέα χρόνια πέρασα στον Κορυδαλλό. Εκεί με κάναν έτσι», λέει. Μου διηγείται πως στη φυλακή, ο πιο κοντινός του ήταν «ο Ρουφογάλης ο πονηρός ο Πελοποννήσιος και ο Μακαρέζος – αυτός γιατί ήταν πνευματικός άνθρωπος, διάβαζε πολλά βιβλία όπως κι εγώ». Μιλάει σχεδόν με νοσταλγία για τον Κορυδαλλό, κι όταν του το λέω δεν το αρνείται. «Εγώ και εκεί ακόμα έδινα αναφορά στον Παπαδόπουλο για όλα. Μια φορά με ρώτησε «Νίκο γιατί έρχεσαι και μου τα λες όλα αυτά;». Του απάντησα: «Για μένα η πόρτα του σπιτιού μου δεν είναι αυτή του κελιού, αλλά εκείνη της πτέρυγας. Και μέσα σ’ αυτό το σπίτι, εσείς είστε για μένα αρχηγός»».

Τα ραδιοκύματα

Από το 1983 και μετά, άρχισε, λέει, να νιώθει «τις ενοχλήσεις από τα ραδιοκύματα». Σταμάτησε να βγαίνει στο προαύλιο και κοιμόταν στο πάτωμα του κελιού του, «για να μην τραβάει το μέταλλο του κρεβατιού τις ακτίνες». Δεν ξέρω τι να του πω, κι εκείνος καταλαβαίνει την αμηχανία μου. «Μη στενοχωριέστε, κι εγώ δεν θα πίστευα όποιον μου τα έλεγε αυτά. Κι ο Μακαρέζος που του τα έλεγα, έτσι έκανε», λέει. «Του μιλούσα για τα ραδιοκύματα και με κοίταζε μ’ αυτό το ύφος. Μετά μάθαινα από τρίτους πως όλα αυτά τα θεωρεί αποκυήματα της φαντασίας μου».

Σηκώνεται με κόπο απ’ την καρέκλα για να βγάλει λεφτά από την τσέπη του. Επιμένει να πληρώσει το μπουκαλάκι με το νερό που του φέρνω, να μη χρωστάει τίποτα σε κανέναν. «Ξέρετε», λέει, «πριν γίνει η επανάσταση εγώ είχα σκοπό να φύγω από το στρατό γιατί ένιωθα πως ήταν όλοι φαύλοι!». Μου διηγείται πως στις 19 Απριλίου ήταν στη Χαλκίδα, στη Σχολή Πεζικού με τα χαρτιά έτοιμα για να παραιτηθεί, αλλά με το που έγινε δικτατορία, δεν μπορούσε πια να φύγει. Οταν μιλάει για την παλιά εποχή, το μυαλό του είναι απρόσμενα καθαρό. Τον ρωτάω πώς έγινε και βρέθηκε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. «Επειδή δεν υπήρχε άλλος να την κάνει αυτή τη δουλειά», λέει χωρίς δισταγμό. Σκέφτομαι πως δεν θα υπήρχαν και πολλοί άλλοι πρόθυμοι να κάνουν βασανιστήρια. Με προλαβαίνει: «Εννοώ πως εγώ ήμουν άνθρωπος που του ανέθετες κάτι και το τελείωνε. Γι’ αυτό με έκαναν ανακριτή». Σαν να δυσανασχετεί που τον ρωτάω αν ήταν εξίσου καλός με τον Θεοφιλογιαννάκο – «ο Θεοφιλογιαννάκος ήταν οξύθυμος», απαντά. «Ηταν βέβαια ο προϊστάμενός μου, αλλά άμα κάποιος του έλεγε τα αντίθετα από αυτά που πίστευε, θύμωνε και το σήκωνε το χέρι. Ενώ για να είσαι καλός ανακριτής, πρέπει να μπεις στην ψυχή του κρατούμενου, να τον καταλάβεις. Εγώ πήγα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ λίγες μέρες πριν πιάσουμε τον Παναγούλη. Μου τον έφεραν χτυπημένο γιατί δύο μέρες που τον κρατούσαν δεν τους έλεγε ούτε το όνομά του. Εγώ όμως μίλησα μαζί του – μίλησα πραγματικά. Γιατί πρέπει να έχεις παιδεία για να είσαι ανακριτής. Οι πιο πολλοί Εσατζήδες ήταν παιδιά αγράμματα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον άλλον. Εναν τρόπο είχαν να του πάρουν πληροφορίες. Αυτό ήξεραν, αυτό έκαναν…».

Λέει πως μόνο αυτό θα άλλαζε αν γύριζε πίσω: «Θα κοίταζα να ξέρω τι έκαναν οι υφιστάμενοί μου». Στο «γιατί;», δακρύζει. «Τσακώθηκα με τον Σπανό», λέει και η φωνή του σπάει. «Αλλά άργησα να τσακωθώ. Είχα έναν κρατούμενο – έναν δικηγόρο. Τον είχα υπό την προστασία μου, γιατί μου είχε πει την ιστορία του όταν πρωτοήρθε, και ήταν σαν τη δικιά μου. Τον πατέρα του τον είχε στο βουνό, και του τον σκότωσαν κι εκείνου οι Γερμανοί, γι’ αυτό τον συμπάθησα. Στη δίκη, λοιπόν, μου λέει ο Σπανός: «Μπήκα μια μέρα στα κρατητήρια και βλέπω τον Μιχάλη τον Πέτρου να έχει βάλει κάτω τον δικηγόρο και να πατάει με τη μπότα το λαιμό του!». Καταλάβατε; Τον προστατευόμενο μου, τον έδερνε αυτό το τέρας ο Πέτρου. Τσακώθηκα άγρια με τον Σπανό – «Γιατί δεν μου το ‘πες τότε;», τον ρώτησα. Αλλά έφταιγα. Τον Πέτρου τον ήξερα, δεν ήταν άνθρωπος. Ενα διεστραμμένο ζώο ήταν. Επρεπε να τον είχα πετάξει έξω, αυτό έπρεπε».

Τον βλέπω που βουρκώνει – θα ένιωθα πολύ καλύτερα να ήταν σαν τον άνδρα απ’ τη δίκη που φώναζε: «Πιο πολύ βασανιστήκαμε οι ανακριτές παρά οι κρατούμενοι!». Ψάχνω τρόπο να τον επαναφέρω. Ρωτάω για την επταετία, για τις αρμοδιότητές του. Το πρόσωπό του καθαρίζει. Τότε θυμίζει αμυδρά τον άνθρωπο στο δικαστήριο. «Εγώ έκανα την ανάκριση για την ανταρσία του Ναυτικού», κάνει. «Και μάλιστα να σας εξομολογηθώ πως τον Παπαδόγγονα παρασύρθηκα και τον χτύπησα με μια καρέκλα! Με νευρίασε, γιατί πρόσβαλε τον ανακριτή, τον φοβέρισε. Εγώ τον ανέκρινα επί είκοσι μέρες με σεβασμό, κι αυτός μόλις πήγε στον άλλο ανακριτή άρχισε τις φοβέρες. Σήκωσα την καρέκλα που ήταν μπροστά μου, και τον χτύπησα δύο φορές. Δεν έπρεπε να το κάνω, λάθος μου. Αλλά όχι και «αρχιβασανιστής» γι’ αυτό το λόγο…». Κοιτάζω τις φωτογραφίες που κρατάει. Μία δείχνει ένα γραφείο άδειο και πάνω του ένα ταμπελάκι που λέει «Ν. Χατζηζήσης». Στη λεζάντα της φωτογραφίας, με τα δικά του γράμματα διαβάζω «Γραφείον Υποδιοικητού ΕΑΤ/ΕΣΑ 1970 – 72. Είναι το γραφείο της μεγάλης δράσης».

Δεν βασάνισα κανέναν

Πιάνει το βλέμμα μου πριν καν ρωτήσω – θα πρέπει να του έχουν κάνει πολλές φορές αυτή την ερώτηση. «Εγώ ποτέ δεν βασάνισα κανέναν», λέει κοφτά. «Μόνο τον Παπαδόγγονα χτύπησα, και άλλη μια φορά έδωσα δύο χαστούκια σε ένα παιδί. Ημουνα μάλιστα τόσο άμαθος σ’ αυτά που όταν γύρισα σπίτι, ένιωθα σαν να με είχαν δείρει εμένα. Αφού με ρωτούσε η γυναίκα μου «Νίκο τι έπαθες;»». Τον ρωτάω για τον Μουστακλή – για τον δικό του βασανισμό καταδικάστηκε στη δίκη. «Ο Μουστακλής είχε πρόβλημα υγείας από πριν», απαντά με σταθερή φωνή. Του λέω για τα καψίματα απ’ τα τσιγάρα στο σώμα του και τους μώλωπες. «Δεν τον είδα τον Μουστακλή στο νοσοκομείο», λέει, «αλλά αυτά δεν αποκλείω να είναι αλήθεια». Με βλέπει που αντιδρώ, και… «Κοιτάξτε, δεν είπα πως ήμασταν τίποτα αρνάκια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Πέντε σφαλιάρες μπορεί να έπεφταν. Αλλά όχι αυτά που λένε. Τους βάζαμε λέει να αγκαλιάζουν πάγο και να πιουν ρετσινόλαδο… Αηδίες! Ο Μουστακλής έπαθε εγκεφαλικό, αυτό είναι όλο. Δεν είναι ευχάριστο, αλλά δεν έφταιγε κανένας ανακριτής».

Ζει στο σύμπαν που ορίζουν οι εχθροί του…

Δεν είναι σπάνιο να επιλέγει κανείς την πραγματικότητα που τον βολεύει και με τον καιρό να την πιστεύει. Αυτό που δεν μπορεί κανείς να επιλέξει, είναι η πραγματικότητα που ζει. Και ο Νίκος Χατζηζήσης σήμερα ζει με τέτοιους πόνους, που σχεδόν δεν μπορεί να περπατήσει, αλλά δεν πάει σε γιατρό γιατί πιστεύει πως για το βασανιστήριό του φταίνε οι άνθρωποι με τα ραδιοκύματα. Λέει πως οι διώκτες του τον παρακολουθούν μέσα απ’ τους φακούς των γυαλιών του και το ακουστικό του – γι’ αυτό δεν τα φοράει, κι ας μη βλέπει κι ας μην ακούει καλά. Λίγο καιρό πριν πήγε σ’ έναν οδοντίατρο και έβγαλε τις γέφυρες απ’ τα δόντια του, για να μην πιάνει το μέταλλο τα σήματα. Τις νύχτες κλειδώνεται στο δωμάτιό του και για να μη γυρίζει το κλειδί το δένει με σχοινί από μια μεγάλη πρόκα που ‘χει καρφώσει δίπλα στην κλειδαριά. Πιστεύει πως οι εχθροί του σκότωσαν τη γυναίκα του ένα χρόνο πριν βγει απ’ τη φυλακή για να την προστατέψει – «πρώτα την εξευτέλισαν», λέει. «Απ’ όταν μπήκα φυλακή, δεν άφηναν κανέναν να την πάρει τηλέφωνο – ούτε οι φίλοι μας δενς μιλούσαν. Κι όταν πήγε να κάνει μια εγχείρηση της έκαναν ένεση και τη σκότωσαν». Και θεωρεί πως και το γιο του ακόμα, που ζει σ’ ένα νησί του Ιονίου, τον έχουν πλευρίσει οι διώκτες του, και γι’ αυτό το παιδί του λέει πως όλα αυτά είναι τρέλες και πρέπει επιτέλους να πάει σε έναν γιατρό.

Ολα αυτά που στα δικά μας αυτιά ακούγονται απίθανα, γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι πραγματικότητα. Ζει στο σύμπαν που ορίζουν οι εχθροί του και υποφέρει επειδή ξέρει μια αλήθεια που εκείνοι δεν θέλουν να μαθευτεί. Δηλαδή, ζει σε ένα σύμπαν ίδιο με εκείνο που κατηγορήθηκε πως έφτιαξε τα χρόνια της χούντας για τους κρατούμενούς του. Με τη διαφορά πως εκείνοι είχαν πάντα την ελπίδα να δραπετεύσουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή