«Η αυτοαπέχθεια περισσεύει γύρω»

«Η αυτοαπέχθεια περισσεύει γύρω»

8' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπήκε ορμητικά στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας σε ηλικία 20 χρόνων. Τα «Κομματάκια» ήταν το πρώτο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, και από τότε δεν σταμάτησε να γράφει, να μεταφράζει και να εκδίδει. Σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, λίγο πριν από τα 50, παρουσιάζει αισίως το δέκατο ένατο βιβλίο του, με τίτλο «Η Μεγάλη Αμμος».

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα. Στην ίδια πόλη σπούδασε παιδαγωγικά και δημοσιογραφία, την οποία δεν άσκησε ποτέ ως επάγγελμα. Συνέδεσε τη ζωή του όμως με μια δημοσιογράφο, τη συνάδελφο Σταυρούλα Παπασπύρου, με την οποία απέκτησε την 11χρονη σήμερα Κατερίνα. Μετά το πρώτο του βιβλίο ταξίδεψε. Εζησε στη Σουηδία και στην Αμερική. Οταν ξαναγύρισε στρώθηκε στο γράψιμο. Το μυθιστόρημά του «Ο εργένης» έκανε και κινηματογραφική καριέρα, ενώ τα «Διόδια», τα «Κομματάκια» και οι «Εμμονες ιδέες» πέρασαν στη μικρή οθόνη. Στα μεσοδιαστήματα έχει συνεργαστεί με ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες ή περιοδικά, ως σύμβουλος ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας σε εκδοτικούς οίκους, σεναριογράφος στο σινεμά και την τηλεόραση.

«Η Μεγάλη Αμμος» είναι ένα βιβλίο το οποίο παίδευε για πολλά χρόνια, κάτι που κάνει με πολλά έργα του. Τα αρχίζει, τα σταματάει, τα ξαναπιάνει από άλλη οπτική γωνία. Του αρέσει να γράφει για θέματα που ριζώνουν στην ελληνική πραγματικότητα, γιατί μόνο ένας Ελληνας συγγραφέας μπορεί να το κάνει. Είναι ανήσυχος για την εξάπλωση της παγκοσμιοποιημένης ομοιομορφίας και βρίσκει ότι «η οικολογία είναι η μόνη κοινή αγωνία και η κοινή παγκόσμια γλώσσα». Αισθάνεται πιο ήρεμος, πιο συμφιλιωμένος με τα άγχη του συγγραφέα και της ζωής, δεν σταματάει ν’ αναρωτιέται για όλα -ακόμα και γι’ αυτά που γράφει-, ξαναδιαβάζει τους αγαπημένους του συγγραφείς και ενημερώνεται για τα κανούργια ελληνικά και ξένα βιβλία. Γι’ αυτή τη σχεδόν 30χρονη διαδρομή του στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία μιλάει στην «Κ» ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Για τις ανησυχίες του, τις ελπίδες του, τις αντιρρήσεις του, τη διαδικασία της γραφής του.

– Ο ήρωάς σας έχει ως διέξοδο το γράψιμο. Σε σας τι ρόλο παίζει η γραφή; Εχει αλλάξει η σχέση σας με το γράψιμο από το πρώτο βιβλίο έως σήμερα;

-Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ. Λειτουργεί σίγουρα και ψυχοθεραπευτικά και ως αισθητική φιλοδοξία. Αλλά οπωσδήποτε στο μεταξύ έχει αλλάξει η σχέση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά με ποιον τρόπο. Εξακολουθώ να γράφω πράγματα που με αγγίζουν πάρα πολύ και εξακολουθώ να σκέφτομαι γιατί γράφω αυτά που γράφω. Σχεδόν πάντα ένιωθα ότι γράφω πράγματα που σκανδαλίζουν εμένα, ακόμα κι όταν οι αναγνώστες διαπιστώνουν μεγάλες θεματολογικές διαφορές από το ένα βιβλίο στο άλλο. Αλλά πάντα συμβαδίζουν με τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις της περιόδου που γράφω.

Κοντεύω τα 50 και σαν γενιά είμαι σ’ ένα μεταίχμιο. Από τη μια, η γενιά του Πολυτεχνείου, οι συλλογικότητες. Από την άλλη, η γενιά της δεκαετίας του ’90, η ατομικιστική γενιά. Νομίζω ότι τα πρώτα μου βιβλία μοιάζουν με τα τελευταία. Εχω σκεφτεί ότι από αυτό το μεταίχμιο, η οπτική μου έχει διχαστεί και έχει δύο πλευρές. Η μία αφορά ήρωες και θέματα συλλογικά – όπως στους «Φίλους» ή στη «Μεγάλη Αμμο», που ενώ έχει θέμα τη σχέση των δύο φύλων, διαρκώς μιλάει για όλη την Ελλάδα. Η παραδοσιακή Ελλάδα από τη μια, το σύγχρονο ζευγάρι από την άλλη.

Κατόπιν, είναι ο ατομικισμός. Την ατομικότητα την είδα σαν θρίλερ. Προερχόμενος από μια γενιά που έζησε την κατάρρευση των συλλογικοτήτων, κάποια βιβλία μου ήταν ακραία πορτρέτα, όπου μπορείς να δεις την ατομικότητα σε εξτρέμ εκδοχή, που ήταν πάντα η αφήγηση ενός εφιάλτη. Νομίζω, τελικά, ότι τα βιβλία μου ακολουθούν τη διαδρομή της ζωής μου και την αποτυπώνουν και η σχέση μου μαζί τους είναι βιοποριστική μεν, αλλά και παθιασμένη.

Το αρνί και το λάπτοπ

– Είναι έντονη η σύγκρουση αλλά και η αλληλεπίδραση των δύο διαφορετικών κόσμων, στο άστυ και στην ύπαιθρο. Τροφοδοτεί ο κόσμος της υπαίθρου τους Νεοέλληνες των πόλεων ή είναι ένα μέρος που αφήσαμε οριστικά πίσω;

– Υπάρχει και στην Αθήνα η σχέση με την ύπαιθρο. Το βλέπεις με τον τρόπο που οι Αθηναίοι παρατάνε την πόλη τους και φεύγουν μαζί με το λάπτοπ τους. Το αρνί, η βιντεοκάμερα και το λάπτοπ. Το βιβλίο περιγράφει μιαν αλληλοδιείσδυση αυτών των δύο κόσμων. Περιγράφω τις αρνητικές πλευρές αυτών των δύο κόσμων και νομίζω ότι στο τέλος επικρατεί αισιόδοξα η αλληλεπίδρασή τους. Εχω την αίσθηση πως περισσεύει γύρω μας η αυτοαπέχθεια και η αυτομομφή, όμως αυτό δεν θεραπεύει τίποτα. Στις νεότερες γενιές, ιδίως, αρχίζει να εμφανίζεται μια κατάσταση πολύ μηδενιστική και αρνητική. Νομίζω ότι κάποιος πρέπει να πει μερικά καλά που υπάρχουν σ’ αυτή την κοινωνία. Ενα από αυτά είναι η οικογένεια, με την έννοια ότι παρ’ όλο που η τηλεόραση προβάλλει διαρκώς τα πρότυπα του lifestyle και του ατομικισμού, στην Ελλάδα η οικογένεια εξακολουθεί να επιβιώνει. Ο Ελληνας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την καριέρα του, για την επιτυχία, παρ’ όλο που τα πρότυπα αυτά προελαύνουν και επελαύνουν. Εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την οικογένειά του ή για τους μικρούς πυρήνες που λειτουργούν ως οικογένεια – στη δουλειά, στις παρέες… Εδώ οι άνθρωποι εκτιμούν περισσότερο τη ζωή.

Ακόμα κι αυτό για το οποίο κατηγορούμαστε: ότι λουφάρουμε από τη δουλειά μας για ν’ αυξήσουμε το τριήμερο ή τις διακοπές. Ναι, γιατί όχι; Πρέπει διαρκώς να αυξάνουμε την παραγωγικότητα; Η τυφλή υποταγή στο «ανάπτυξη για την ανάπτυξη» τελικά υποτάσσεσαι στην κερδοσκοπία και στο πιο ωμό είδος καπιταλισμού, που έχει σκοπό το κέρδος σε βάρος του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια, αυτά τα ελληνικά χαρακτηριστικά μπορεί και να φρενάρουν την επέλαση του ατομικισμού. Είναι πιο ρέμπελος ο Ελληνας, θέλει να κάτσει στη λιακάδα, να βγει να δει έναν φίλο του… Είναι αρνητικά αυτά;

Ανοιχτοί λογαριασμοί

– Γράφετε από 20 χρόνων και κοντεύετε τα 50. Από τι έχετε απελευθερωθεί αυτό το διάστημα, ποιους λογαριασμούς έχετε κλείσει και ποιοι είναι ακόμα ανοιχτοί;

– Εχω κατ’ αρχήν αποστασιοποιηθεί λίγο από τη δημόσια πλευρά αυτής της δουλειάς. Δηλαδή θεωρώ ότι είναι δικαίωμα του άλλου να πει και αρνητική άποψη για το βιβλίο, ότι δεν χρειάζεται ν’ αρέσει σε όλους. Είμαι πιο αποστασιοποιημένος και πιο ήρεμος και νιώθω ότι μπορώ ν’ αρχίσω από την αρχή. Κάθε φορά θέλω ν’ αρχίσω κάτι άλλο.

Υπάρχει πάντα η προσωπική βάσανος της διαδικασίας, η υπαρξιακή πλευρά, και υπάρχει και η διαδικασία της γραφής. Να διυλίζεις τον κώνωπα, να είσαι ενοχικός, να ενδοσκοπείσαι. Αυτή η βάσανος δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί να γίνει πιο γλυκιά ή πιο ήπια, αλλά δεν σταματάει. Ισως αυτό να είναι η βασική πηγή της δημιουργικότητας.

Ποιους λογαριασμούς έχω κλείσει; Δεν ξέρω με τι ξεμπερδεύεις πραγματικά, γιατί πολλές φορές κάνουν κύκλους τα πράγματα και επανέρχονται. Δηλαδή στα 60 μου μπορεί να γράφω πώς ήμουνα 15 χρόνων…

– Η θεματολογική σας επιλογή μπορεί να είναι τροχοπέδη για τη μετάφραση των βιβλίων σας στο εξωτερικό;

– Μακάρι να τα μετέφραζαν και να είχαν απήχηση· θα ήμουν τρελός να έλεγα ότι δεν το θέλω. Ομως είμαι 30 χρόνια σε αυτό τον χώρο. Εχω δει όλες τις φάσεις. Οταν πρωτοξεκίνησα πήγα υπότροφος στην Αμερική, είδα πώς είναι. Μου φαίνεται πάρα πολύ φθοροποιό ψυχικά να το κυνηγάω. Ομως, δεν πιστεύω ότι τα εμφανώς «διεθνή» βιβλία κάνουν διεθνή καριέρα. Εξαρτάται πώς το χειρίζεται κανείς το θέμα του. Μπορεί να είναι κάτι πολύ τοπικό και να ενδιαφέρει όλο τον κόσμο. Τι πιθανότητες όμως έχει να γράψει ένας μη Αιγύπτιος κάτι ανάλογο του «Μεγάρου Γιακουμπιάν»; Γιατί να προτιμήσουν το βιβλίο ενός Ελληνα κι όχι ενός Αμερικανού; Μόνο επειδή υποδύεται ότι «δεν τρέχει τίποτα, παιδιά, είτε είμαι Ελληνας που το γράφω είτε είμαι Αμερικανός, είναι το ίδιο»;

Γιατί να προτιμήσουν το βιβλίο του Ελληνα κι όχι του Αμερικανού; Δεν το λέω καταγγελτικά, ούτε υπάρχει απαγορευτικό για όσους προτιμούν να γράφουν αυτά τα θέματα. Ομως νομίζω ότι η ψυχή τους, το κεφάλι τους έχει παγκοσμοιοποιηθεί και το υπόλοιπο μέρος τους βαυκαλίζεται ότι δεν έχει καμία σχέση με τη γιαγιά με το τσεμπέρι. Αυταπατάται, κατά τη γνώμη μου, κάποιος που θεωρεί ότι είναι το ίδιο με τον Νεοϋορκέζο συγγραφέα. Βέβαια, είναι μια πραγματικότητα και πρέπει να τη δει κανείς με τη νηφαλιότητα του παρατηρητή. Εγώ προτιμώ να μιλήσω για τον τόπο μου.

Ο ρόλος της οικογένειας

– Η οικογένεια, η δομή της, τα πάθη της και τα αδιέξοδά της, «πρωταγωνιστεί» με πολλούς τρόπους στη «Μεγάλη Αμμο». Τι ρόλο παίζει σήμερα στην ελληνική κοινωνία;

– Η οικογένεια είναι πολύ βασικό στοιχείο στην Ελλάδα. Δεν είναι όλα ιδανικά, κάπου σε πνίγει, δεν αφήνει την ατομικότητα να ανθήσει, προκρίνει τον μέσο όρο. Εχω επίγνωση των δυσκολιών της και ξέρω ότι περνάει μεγάλη κρίση σήμερα. Ομως δεν παύει να είναι πολύ σημαντικό στοιχείο σε όλα τα επίπεδα. Η στήριξη από την οικογένεια λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στην πυρηνική της διάσταση. Αυτό έχει θετικά, έχει αλληλεγγύη, έχει νοιάξιμο. Περνάει κρίση όπως το καθετί σε μια εμπορευματικοποιημένη εποχή. Οσο η αγορά κυριαρχεί, τόσο αυτά που δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής στριμώχνονται: ο έρωτας, η φιλία, η οικογένεια… Στην Ελλάδα, όπου λειτουργούν οι θεσμοί όπως πρέπει, πού θα στηριχτεί κανείς αν όχι στην οικογένεια; Και για τα δύο φύλα ισχύει αυτό. Αν δεν προσπαθήσουν να δουν τι κάνουν, το χάσμα θα διαιωνίζεται και θα βαθαίνει. Στις νεότερες γενιές είναι πιο έντονο αυτό, δεν θέλουν να δεσμευτούν με τίποτα.

Βιοπορισμός

– ίπατε ότι βιοπορίζεστε από τα βιβλία σας; Είναι εφικτό από τους Ελληνες συγγραφείς αυτό ή χρειάζεται μεγάλος κόπος;

– Είναι μια παρεξηγημένη ιστορία αυτό. Λέμε ότι μπορείς να επιβιώσεις από τη συγγραφή, αλλά αυτό προϋποθέτει μια στενότητα, την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω δεν θα επέλεγαν. Οι πιο πολλοί φίλοι μου δεν έχουν πλήρη συνείδηση τι σημαίνει οικονομικά να είσαι συγγραφέας στην Ελλάδα. Μπροστά στους φίλους μου τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους επιχειρηματίες κ.ά. εγώ έχω στάτους φοιτητή. Εκτός αν είσαι περίπτωση Μάιρας Παπαθανασοπούλου, αλλά αυτό και πάλι δεν είχε διάρκεια, ήταν άπαξ. Σε ό,τι με αφορά, πάντα έκανα και κάτι άλλο, συμπληρωματικό, που ήταν λιγότερα λεφτά από τα βιβλία (ραδιόφωνο, συνεργασίες με έντυπα κ.ά.).

Από τα «Κομματάκια» ώς τη «Μεγάλη Αμμο»

«Η γενιά μου: Κομματάκια, Διόδια, Τα τζιτζίκια» (2003/ 1979, 1982, 1985, Κέδρος),

«Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος» (1992, Κέδρος), «Ο εργένης» (1993, Κέδρος), «Εμμονες ιδέες» (1995, Κέδρος), «Λούλα» (1997, Κέδρος), «Το παιχνίδι – Μια ιστορία της Λίμνης» (1998, Οξύ), «Βαθύς και λυπημένος όπως εσύ» (1998, Κέδρος), «Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας» (2000, Κέδρος), «Μαύρος γάμος» (2001, Κέδρος), «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;» (2001, Κέδρος), «Η δική μου Αμερική» (2002, Κέδρος), «Η επινόηση της πραγματικότητας» (2003, Πατάκης), «Χάσαμε τον μπαμπά» (2005, Πατάκης), «Λίγη ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (2005, Πατάκης), «Φίλοι» (2006, Κέδρος), «Αρχαία Συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός» (2006, Κέδρος), «Η Μεγάλη Αμμος» (2006, Κέδρος).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή