Με «ποιητικότητα» και «επικαιροποίηση» Μαρωνίτη

Με «ποιητικότητα» και «επικαιροποίηση» Μαρωνίτη

4' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ομήρου Ιλιάς. Τόμος πρώτος: Ραψωδίες Α-Μ, μετάφραση-επιλεγόμενα Δ.Ν. Μαρωνίτης, Εκδόσεις Αγρα 2009.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. Το 1488 εκδόθηκε στη Φλωρεντία από τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια η ομηρική Ιλιάδα. Μισή και πλέον χιλιετηρίδα μετά την editio princeps, το έπος για τη μήνιν του Αχιλλέα και τον πόλεμο των Αχαιών με τους Τρώες έχει μεταφραστεί περισσότερες από 600 φορές και σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου: από την αγγλική και την αζερική μέχρι την ταμιλική, την τατζικική, την ουρντού ή τη φινλανδική. Σε πολλές χώρες η Ιλιάδα έχει μάλιστα μεταφραστεί στην πάροδο του χρόνου και πολύ συχνότερα από μία φορά. Αυτές οι πολλαπλές μεταφράσεις σε μία γλώσσα δεν οφείλονται μόνον στην ανεπάρκεια των προγενέστερων αποδόσεων. Συχνά οι παλαιότερες μεταφράσεις κάθε άλλο παρά υστερούν έναντι πολλών μεταγενεστέρων, τόσο ως προς την ποιητικότητα όσο και ως προς την πιστότητα και την ακρίβεια. Το χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα είναι του Γερμανού μεταφραστή, ποιητή και λόγιου Johann Heinrich Voss (1751-1826). Με τη μετάφραση της Ιλιάδας (1793), όπως και της Οδύσσειας (1781), ο Voss ουσιαστικά έπλασε ένα ιδίωμα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό αξεπέραστο μέχρι σήμερα. Οχι μόνον επειδή το ιδίωμα αυτό έγινε στο μεταξύ τόσο οικείο στους συμπατριώτες του, ώστε κανείς (εκτός από τους ειδικούς) να μην αναγνωρίζει πλέον ότι πρόκειται για μια τεχνητή γλώσσα, αλλά και επειδή έχει σχεδόν ταυτιστεί με τον Ομηρο, παραμένοντας μέχρι σήμερα το σημείο αναφοράς για όλες τις μεταγενέστερες γερμανικές μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Καζαντζάκης – Κακριδής

Και στη χώρα μας η Ιλιάδα μεταφράστηκε, φυσικά, πολλές φορές. Αν και εδώ δεν υπήρξε κάτι αντίστοιχο με την περίπτωση του Voss στη Γερμανία, η γλώσσα μας ευτύχησε, χάρη στη σύμπραξη ενός μεγάλου ποιητή, του Ν. Καζαντζάκη, και ενός μεγάλου ομηριστή, του Ι.Θ. Κακριδή, να αποκτήσει μια μετάφραση της Ιλιάδας (όπως και της Οδύσσειας), η οποία τόσο ως προς την ποιητικότητα όσο και ως προς την ακρίβειά της ήταν το λιγότερο εφάμιλλη των καλύτερων ξένων μεταφράσεων. Το ότι όμως παρ’ όλα αυτά είχαμε ανάγκη για μια νέα μετάφραση του Ομήρου το έδειξε η απόδοση της Οδύσσειας από τον Δ. Μαρωνίτη. Ολοι όσοι ενθουσιαστήκαμε με αυτήν τρέφαμε υπόρρητα ή εκφράζαμε ρητά την ελπίδα να ακολουθήσει και η Ιλιάδα, γνωρίζοντας φυσικά ότι έτσι απλώς ενισχύαμε την εσωτερική ανάγκη του Μαρωνίτη να αποτολμήσει και αυτό το εγχείρημα, αλλά και ότι ήταν ο μόνος που εκ φύσεως και παιδείας θα μπορούσε να το κάνει. Το πόσο αποθαρρυντικά δύσκολο ήταν κάτι τέτοιο το ξέραμε όλοι εμείς, όπως, άλλωστε, μπορεί να το κατανοήσει και ο καθένας, χωρίς να είναι ειδικός, αν αναλογιστεί το μέγεθος των προηγούμενων άξιων μεταφραστών του Ομήρου: το βάρος που μοιράστηκαν ο Καζαντζάκης και ο Κακριδής, ο Μαρωνίτης έπρεπε να το επωμιστεί μόνος του.

Δυσκολότερη της Οδύσσειας

Το άντεξε; Αυτό είναι το πρώτο που αναρωτιέται όποιος κρατά στα χέρια του την πρόσφατα τυπωμένη μετάφραση των πρώτων δώδεκα ιλιαδικών ραψωδιών. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα απαντά ταυτόχρονα και στο ζήτημα που άφησα ανοιχτό προηγουμένως: γιατί, όταν έχουμε μια νεοελληνική Ιλιάδα όπως αυτή των Καζαντζάκη-Κακριδή, χρειαζόμαστε μια νέα μετάφρασή της; Διότι, μπορεί να απαντήσει κανείς, αυτό το κυριολεκτικά «θεμελιώδες» για τη δυτική λογοτεχνία και τον δυτικό πολιτισμό έργο αξιώνει, και δικαίως, την εκ νέου ανάγνωσή του από κάθε καινούργια εποχή. Και η εποχή μας, μισό και πλέον αιώνα μετά την Ιλιάδα των Καζαντζάκη-Κακριδή, είναι πολύ διαφορετική από τη δική τους: οι διαμάχες για το γλωσσικό, ο απόηχος των οποίων είναι πολύ αισθητός υπονομεύοντάς την – στη μετάφρασή τους, ανήκουν για μας στο παρελθόν.

Το ίδιο συμβαίνει και με την «ποιητικότητα» της Ιλιάδας τους, η οποία έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα. Η μετάφραση του Μαρωνίτη, αντίθετα, ανήκει στην εποχή μας, χωρίς όμως παραχωρήσεις στο επιφανειακό και ευμετάβλητο Zeitgeist και στην εύκολη «επικαιροποίηση», όπως συμβαίνει με πολλές σύγχρονες ξένες μεταφράσεις. Η Ιλιάδα του διαθέτει ένα λεξιλόγιο, μια ποιητικότητα και μια ρυθμικότητα που προέρχεται από τους κλασικούς της μεταπαλαμικής και μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας: από τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο μέχρι τον Αναγνωστάκη, τον Σινόπουλο και τον Σαχτούρη, αλλά και τον Καβάφη, στους οποίους αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας και από τους οποίους επηρεάστηκε και η καθόλου ευκαταφρόνητη πρωτογενής λογοτεχνική παραγωγή του, στην οποία πρέπει πλέον να ενταχθούν και οι μεταφράσεις των ομηρικών επών.

Ειδικό έργο

Ομως δεν είναι μόνον η ποιητικότητα και η λογοτεχνικότητα. «Ενα αρχαιοελληνικό ποίημα», γράφει ο Wilamowitz, «μόνον ένας φιλόλογος μπορεί να το μεταφράσει. Καλοπροαίρετοι ερασιτέχνες το προσπαθούν ξανά και ξανά, αλλά από ανεπαρκή γλωσσομάθεια μόνο κάτι ανεπαρκές μπορεί να προκύψει». Και ο Μαρωνίτης είναι και ένας δεινός φιλόλογος, και μάλιστα ομηριστής. Το έχει αποδείξει με το μέχρι τώρα ειδικό έργο του και το αποδεικνύει ακόμη μια φορά με αυτή την εξαίρετη -με ελλαδικά και εξωελλαδικά μέτρα- μετάφραση της Ιλιάδας, μια μετάφραση, πρέπει να σημειώσω κλείνοντας, που έχει να αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες από αυτήν της Οδύσσειας. Το μεταγενέστερο, ωριμότερο, «θηλυκότερο», αλλά και επιγονικό έπος, με τον ευκίνητο, πολύτροπο, πολύμορφο, πολυδιάστατο και πολύσημο ήρωά του, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη μετανεωτερική και μεταηρωική εποχή μας. Η Ιλιάδα, αντίθετα, είναι αρχαϊκότερη, τραχύτερη, βαναυσότερη, «αρρενωπότερη», μονοσήμαντη, αλλά και αμεσότερη, νεανικότερη, υψηλότερη, γνησιότερη, καθαρότερη και πιο «έντιμη», και γι’ αυτό, όσο και αν κάτι τέτοιο ακούγεται παράδοξο, απείρως πιο δύσκολη στην απόδοσή της για μια εποχή, η οποία είναι ή θέλει να είναι υπερεπιτηδευμένη, λεπταίσθητη, λεπτολόγος, πολυσήμαντη και ψυχικά «βαθιά».

Ενώ η Οδύσσεια αφήνει τον μεταφραστή να επιλέξει, η Ιλιάδα τον αναγκάζει να υπακούσει, και μόνο ένας κλασικός φιλόλογος και μεταφραστής στην πλήρη ωριμότητά του, όπως ο Μαρωνίτης, θα μπορούσε να διαισθανθεί και να αποδώσει προσφυώς αυτή την κρίσιμη διαφορά μεταξύ του όψιμου και του «άγουρου» έπους. Σε αυτό το μείγμα πολύπειρης και πολύμοχθης ωριμότητας από τη μια και «παρθενικού βλέμματος» από την άλλη κρύβεται ίσως και το μυστικό και το μυστήριο της γνήσιας μεταφραστικής δραστηριότητας, που δυστυχώς δεν μπορεί να τη διδάξει κανείς, αλλά μόνο να δείξει το ευτυχισμένο αποτέλεσμά της, όπως αυτήν εδώ την Ιλιάδα του Μαρωνίτη.

Ο κ. Αντώνης Ρεγκάκος είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή